Μας αιχμαλώτισε η παράσταση «Ποντικοπαγίδα» στο Ράδιο Σίτυ.
…είδαμε + σχολιάζουμε…
Το κλασικό έργο της Αγκάθα Κρίστι, “Ποντικοπαγίδα”, που παίζεται εδώ και 60 χρόνια στο West End του Λονδίνου, παρουσιάζεται από τις 3 Οκτωβρίου στο θέατρο “Ράδιο Σίτυ”, σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη για δεύτερη φορά, ύστερα από τη προγενέστερη σκηνοθετική του επιμέλεια στο ίδιο έργο το καλοκαίρι του 1995 στο θέατρο “Σμαρούλα”.
Και για όσους δεν έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο η υπόθεση είναι η εξής: Επτά άνθρωποι-πέντε άντρες και δύο γυναίκες-συγκεντρώνονται σε μια εξοχική πανσιόν, στο Μόνσκουελ Μάνορ, που το διευθύνει ένα νεαρό ζευγάρι, η Μόλλυ και ο Τζάιλς Νταίηβις. Λίγες μέρες ψυχικής ηρεμίας και ξενοιασιάς τους περιμένουν. Τουλάχιστον, έτσι πιστεύουν όλοι. Γρήγορα, όμως, θα διαπιστώσουν πως ανάμεσα τους έχει παρεισφρήσει και ένας στυγερός δολοφόνος, που ήδη έχει σκοτώσει κιόλας κάποιον στο Λονδίνο. Η μις Λάιον ήταν το πρώτο του θύμα. Και τώρα, αυτή κιόλας τη στιγμή, ο άνθρωπος αυτός, αργά και μεθοδικά, προετοιμάζει ένα δεύτερο …..ίσως και ένα τρίτο, με την απαράμιλλη ικανότητα του ανθρώπου που η ξεχωριστή ευφυΐα του κατευθύνεται από μια νοσηρή τάση εκδίκησης. Το χιόνια πέφτει ακατάπαυστα ολόγυρα από την πανσιόν, δημιουργεί γύρω από τα εγκλωβισμένα πρόσωπα ένα αδιαπέραστο κλοιό, που ευνοεί θαυμάσια τα σκοτεινά του σχέδια. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο αστυνόμος Τρότερ θα δοκιμάσει ένα σωρό έξυπνα τεχνάσματα προκειμένου να παγιδεύσει το δολοφόνο, μα ο σατανικός αυτός άνθρωπος ξεγλιστρά.

Και όσον αφορά τη παράσταση, υπήρξε αξιοπρεπέστατη, παρά τις αρχικές μας επιφυλάξεις. Και σας εξηγούμε αμέσως το γιατί!
Σίγουρα το αστυνομικό πολυδιαβασμένο κείμενο της Αγκάθα Κρίστι αποτελεί ένα τεράστιο αβαντάζ ενός θεατρικού έργου λόγω του κειμένου του, που εμπεριέχει μυστήριο, αγωνία, προβληματισμό, ανατροπή, στοιχεία θρίλερ μα και ένα είδος διαδραστικότητας, όπου ο θεατής προσπαθεί και αυτός με τι σειρά του να αποκαλύψει ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος… Στη συγκεκριμένη παράσταση όμως είχαμε και αρκετά άλλα θετικά στοιχεία (+) καταλήγοντας σε αυτό το επιτυχημένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Σε ένα φροντισμένο, γεμάτο και καλαίσθητο σκηνικό (Σκηνικά – Κοστούμια: Δέσποινα Βολίδη), μίας αγγλικής εξοχικής πανσιόν της δεκαετίας του ΄50 , που κατόρθωνε να σε βάλει μεμιάς στο κλίμα της παράστασης ξετυλίχθηκε και η σκηνοθετική καθοδήγηση του Μανούσου Μανουσάκη. Μια κλασική σκηνοθεσία, παλαιάς κοπής που ταίριαζε με το “άρωμα” εποχής που αναδύει το συγκεκριμένο έργο. Πόρτες άνοιγαν, πόρτες έκλειναν, φώτα αναβόσβηναν, μελωδίες από πλήκτρα πιάνου ακούγονταν, παχύ χιόνι έπεφτε έξω από το παράθυρο, ουρλιαχτά που σε πάγωναν και “ύποπτοι” χαρακτήρες που τριγυρνούσαν στο χώρο. Αυτό που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε ως αδυναμία αυτής της σκηνοθεσίας ήταν το γεγονός ότι στοιχεία μυστηρίου και αγωνίας θα μπορούσαν να κορυφωθούν πολύ περισσότερο με κατάλληλους φωτισμούς (Νίκος Καβουκίδης) και επιβλητική μουσική(Μανώλης Μανουσάκης).
Μια χιτσκοκική σκηνοθετική επιμέλεια στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα έβρισκε το κατάλληλο έδαφος για να αναδειχθεί και συγχρόνως να αναδείξει ακόμα περισσότερο και τη παράσταση.
Περνώντας στις ερμηνείες του έργου, για εμάς μεγάλοι, τελικά, πρωταγωνιστές αναδείχτηκαν τα “φαινομενικά” μικρότερα ονόματα της παράστασης, Θοδωρής Αντωνιάδης και Λευτέρης Δημηρόπουλος. Ο Θ. Αντωνιάδης, που έχουμε συνδυάσει τη θεατρική του παρουσία σε όχι και τόσο εμπορικές παραστάσεις, κατάφερε να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία λόγου και κινησιολογίας αποδίδοντας στον χαρακτήρα του όλη τη συναισθηματική ανισορροπία που πρεσβεύει. Ένας ηθοποιός δουλεμένος, με θεατρική παιδεία που φαίνεται πάνω στη σκηνή, τσαλακώθηκε και μετέδωσε με ευκολία στους θεατές κάθε λεπτομέρεια του ήρωα του “ξεγυμνώνοντας” τον μέχρι βάθους.
Από την άλλη ο Λ. Δημηρόπουλος, ως αστυνόμος Τρότερ, παρουσιάστηκε στο ρόλο του με μια εξαιρετική σταθερότητα, με κίνηση που απέρρεε αυτοπεποίθηση, δημιουργώντας εύστοχα μια αποστασιοποίηση στον χαρακτήρα του. Κατόρθωσε να ισορροπήσει σε μια δύσκολη, λεπτή γραμμή ερμηνείας παρόλο το γεγονός ότι σε κάποια σημεία της απόδοσης του, τον εντοπίσαμε πιο υποτονικό από ότι θα έπρεπε, ίσως να έφταιγε και η μέρα… Ένας νέος ηθοποιός που πέρα από το ταλέντο του, αναδεικνύει πάνω στο σανίδι θεατρικό ήθος και μετριοπάθεια.
Οι υπόλοιπες ερμηνείες της παράστασης (Μαριάννα Τουμασάτου, Κάτια Νικολαΐδου, Όλγα Πολίτου, Γιώργος Ματαράγκας, Πέτρος Ξεκούκης) άκρως ικανοποιητικές με βετεράνους του είδους, όπως η καταπληκτική Όλγα Πολίτου, παραδίδοντας μαθήματα θεατρικής τέχνης και διαχρονικότητας με την επιβλητική της παρουσία πάνω στη σκηνή.
Στην πιο αδύναμη ερμηνεία της παράστασης θα τοποθετούσαμε τον Γιάννη Αϊβάζη, ο οποίος έδειχνε μετέωρος και δεν κατάφερε να προσδώσει το απαιτούμενο θεατρικό βάρος στον χαρακτήρα του. Υπήρχαν σημεία που δεν καταλαβαίναμε τα λόγια του λόγω της κακής άρθρωσης του χωρίς βέβαια να μιλάμε για μια χείριστη ερμηνεία που προκάλεσε ζημιά στο έργο.
Εν ολίγοις[=]
Η “Ποντικοπαγίδα” είναι μια καλοφτιαγμένη, προσεγμένη και δουλεμένη παράσταση, με καλές ερμηνείες συνόλου που θα σας ψυχαγωγησει στα 120 λεπτά θέασης της. Όσο για το ποιος τελικά είναι ο δολοφόνος;;;… Γιατι περιμένατε να σας το αποκαλύψουμε;
Bαθμολογία
6,5 στα 10
Παρακάτω βίντεο αυλαίας, πρεμιέρα Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014.
-Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ
Φωτογραφικό υλικό