«ΚΟΚΟ ΜΠΛΟΚΟ»: Φτηνό προϊόν μαζικής κατανάλωσης… Είδαμε στο θέατρο Κήπου & Σχολιάζουμε…
Ας μου επιτραπεί σε τούτη την περίσταση και κατ’ εξαίρεση, το πρώτο πρόσωπο για λόγους δεοντολογίας. Γιατί πρέπει να ανήκω στους ελάχιστους σε ένα ασφυκτικά γεμάτο Θέατρο Κήπου -μέχρι και όλα τα σκαλιά!- που ενώ ολόγυρα το κοινό γελούσε φωναχτά, προσωπικά βίωνα… υπαρξιακό μαρτύριο, χωρίς απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα «είναι στραβός ο γιαλός ή εγώ στραβά αρμενίζω;» Προφανώς ΔΕΝ έτρεφα προσδοκίες «υψηλής κουλτούρας», αλλά… λίγο η ανάγκη για αθώο, ευεργετικό γέλιο… λίγο ο απολαυστικός και ταλαντούχος Ν. Μουτσινάς… λίγο η υποβολή του συνεχούς sold out της παράστασης, σε κάνουν να πιστεύεις ότι ίσως απολαύσεις ένα ευχάριστο, χαλαρωτικό δίωρο, όπως άλλωστε υπόσχεται η παράσταση «Κόκο μπλόκο» σε κείμενο και σκηνοθεσία Νίκου Μουτσινά. Η (οικτρή) διάψευση έρχεται στα πρώτα λεπτά κι ακόμα «πονάει», ειδικά όταν σκέφτεσαι τις εξαιρετικές παραστάσεις που φιλοξένησε φέτος τούτο το θέατρο με αποκαρδιωτική προσέλευση…
Ποια ήταν η υπόθεση του έργου; Η εξής πρωτότυπη και πρωτοπόρα μαζί: Σε ένα ζευγάρι, όπου το κέρατο εκατέρωθεν πάει σύννεφο, ο σύζυγος, επωφελούμενος από την απουσία της συζύγου, καλεί για «τρελίτσες» την ερωμένη, συν τον κουμπάρο για ξεκάρφωμα, συν μία… μαγείρισσα να τους ταΐσει, γιατί ως γνωστόν σε τέτοιες περιπτώσεις και μάλιστα σε large καιρούς, πού πας για «τρελίτσες» χωρίς… μαγείρισσα – με τρία αστέρια μισελέν παρεμπιπτόντως και πώς κρατάς σπίτι χωρίς δυο… θεματικούς ξενώνες, ως «βυθό» και «λιβάδι»! Έλα όμως που η σύζυγος -ερωμένη του κουμπάρου, ακούγοντας ότι θα έρθει ο καλός της ακυρώνει το φευγιό και παραμένει για να αποτελέσει κομμάτι του αχταρμά, όπου σύζυγος, κουμπάρος, μαγείρισσα, ερωμένη και μια φίλη της από το πουθενά, παλεύουν να μπαλώσουν τα αμπάλωτα με τα συνήθη «παραμύθια για τους μικρούς μας φίλους»… Στις δε παρεξηγήσεις συμβάλλουν καθοριστικά ως συγγραφικό εύρημα τα τυχαία υποκοριστικά Ανια- Μάνια – Τάνια – Βάνια και η αληθοφάνεια γενικώς πάει πακέτο με το μπάχαλο.
Στην παράσταση που δύσκολα αντέχεται από έναν θεατρόφιλο μέχρι τέλους (-), το πρώτο «χτύπημα» έρχεται από το κείμενο του Ν. Μουτσινά:
– Ο οποίος δηλώνει ότι πρόκειται για διασκευή γνωστού σεναρίου και ότι στόχος του είναι το «εύπεπτο θέατρο προκειμένου ο θεατής να γελάσει και να περάσει καλά». Έντιμος στόχος, ειλικρινής και πλήρως σεβαστός, καθώς ικανοποιεί υπαρκτές ανάγκες του κοινού, που κρίνοντας από τις αντιδράσεις και την απήχηση, λογικά καλύφθηκαν για μεγάλη μερίδα. Ωστόσο για έναν μέσο – και όχι απαιτητικό- θεατρόφιλο, με στοιχειώδη ποιοτικά κριτήρια και αυτοσεβασμό, ένα κείμενο αφελές, στερούμενο αληθοφάνειας και έμπνευσης, βασισμένο σε εντελώς προβλέψιμα «απρόβλεπτα», χιλιοπαιγμένες φάρσες, τετριμμένες ατάκες, τραβηγμένες από τα μαλλιά καταστάσεις, παιδιάστικες σαχλαμάρες ή φτηνά ευρήματα του συρμού…. ουδόλως δικαιώνει τους όρους «εύπεπτο» και «ευχάριστο». Αντίθετα θα του κάτσει σαν μολύβι στο στομάχι και όλη η ευχαρίστηση θα εξαντληθεί στην ανακούφιση του (γρήγορου) τέλους…
– Μιλώντας για τη σκηνοθεσία, επίσης του Ν. Μουτσινά, από το πρώτο δεκάλεπτο αντιλαμβάνεσαι ότι υπηρετεί ένα μίνιμουμ διεκπεραιωτικό μοντέλο με τα απολύτως απαραίτητα, του τύπου «μπαίνω- βγαίνω – κάθομαι- περπατάω κλπ,», εμπλουτισμένο περιστασιακά με εντελώς άτεχνα, στημένα και ξεκάρφωτα «αστεία»- ως κινησιολογία και ευρήματα- για το ζητούμενο χάχανο. Προκειμένου δε να καλυφθούν τα αμήχανα κενά και ως «απορία ψάλτου βηξ», το… σωτήριο σερβίρισμα ποτών ανά 10λεπτο από το απαραίτητο μπαράκι. Και ενώ όλο αυτό κινήθηκε με ταχύτατο ρυθμό και άψογο συντονισμό που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν ως σκηνοθετικές αρετές, εντούτοις η υπερβολή καπέλωσε το αποτέλεσμα και ο γρήγορος ρυθμός κατέληξε επιτηδευμένα αγχωτικός, χωρίς η παράσταση να μπορεί να «ανασάνει». Στερημένη επιπλέον από φαντασία, με έναν αφύσικο ρεαλισμό στα όρια του γελοίου, με τάχα μου σεναριακές «εκπλήξεις» που κατέληγαν στα προφανή και με κυρίαρχο στοιχείο την τσιρίδα! Από κάθε μεριά, σε κάθε δεύτερη ατάκα, άνευ λόγου και αιτίας, τσιρίδες ενισχυμένες από χειλόφωνα να σου σπάνε τύμπανα και νεύρα! Κι ο ατυχής να αναρωτιέσαι… «προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός;»
– Στο ερμηνευτικό σκέλος θα πούμε ότι αναμφίβολα πρόκειται για ταλαντούχους ηθοποιούς, έμπειροι οι περισσότεροι, με σκηνική άνεση και «αέρα», με χιούμορ, ετοιμότητα, ενέργεια, άριστο μεταξύ τους συντονισμό… Μόνο που όλα αυτά τα προσόντα πήγαν στο βρόντο, μετατρέποντας τους ρόλους τους σε καρικατούρες για να εκβιάσουν γέλιο με το στανιό ή ακολουθώντας κουραστικές μανιέρες. Ας πούμε ο Ν. Μουτσινάς, παρότι προικισμένος με το χάρισμα να προκαλεί αβίαστο γέλιο, το μόνο που κάνει ΚΑΙ επί σκηνής, είναι να επαναλαμβάνει πανομοιότυπα τον γνωστό, τηλεοπτικό εαυτό του και είτε τον βλέπεις σε εκπομπή να σχολιάζει το σύμπαν είτε σε παράσταση να υποδύεται ρόλο, ουδεμία διαφοροποίηση, τόσο που αναρωτιέσαι αν ο ίδιος είναι τελικά ρόλος και ψάχνεις να εντοπίσεις την υποκριτική τέχνη…
– Κάπως έτσι και με την επίσης ταλαντούχα και με γνήσια κωμική φλέβα Β. Ανδρίτσου, που έχει τυποποιηθεί / εγκλωβιστεί σε συγκεκριμένη μανιέρα και δεν… το κουνάει ρούπι! Επιλέγοντας να προβάλλει σε σταθερή βάση έναν φτιαχτό τσαμπουκά, τραβηγμένη υπερβολή με δόσεις γελοιότητας και εκνευριστική τσιρίδα, αναμασώντας τις ίδιες, ξεχειλωμένες ατάκες. Ακολουθώντας την εν προκειμένω η Π. Αναστασοπούλου, ελάχιστα πειστική και αφύσικα υπερβολική στον άβολο/ αμήχανο ρόλο της μαγείρισσας, ενώ πιο ρεαλιστικός και προσγειωμένος –τηρουμένων και αναλογιών- φάνηκε ο Α. Κρόμπας, σε αντίθεση με την ερωμένη και τη φίλη της (Σ. Μανωλάκου– Μ. Νικολάου) σε ρόλους- καρικατούρες.
– Ευπρόσωπο θα χαρακτηρίζαμε το συμβατικό σαλονάτο σκηνικό, εντελώς… αψυχολόγητους τους φωτισμούς με ξαφνικά σκοτεινιάσματα κι άλλο τόσο κάποια κοστούμια, σαν αυτό του Μουτσινά με στολή πιλότου «βερμουδάτη» (τι βαθμό της βάζεις Νίκο;) ή της μαγείρισσας που περισσότερο παρέπεμπε σε λαϊκή πίστα (άπαιχτο το φανταιζί πέδιλο – υπερπαραγωγή) κι όσο για τη μουσική… ποια μουσική, πέραν του ομώνυμου ραπ τραγουδιού αποσπασματικά. Της έναρξης και του διαλείμματος πάντως, ωραιότατη.
Συνοψίζοντας (=) τα της παράστασης, ο προβληματισμός εν προκειμένω είναι μεγάλος. Από τη μία έχεις έναν ταλαντούχο κωμικό με δυνατό μυαλό και χιούμορ, άλλους πέντε άξιους ηθοποιούς που οργώνουν τη σκηνή πασχίζοντας για γέλιο και ένα πολυπληθές κοινό που στην πλειοψηφία του απολαμβάνει το αποτέλεσμα… και από την άλλη αναρωτιέσαι: πώς είναι δυνατόν ένα πρόσωπο σαν τον Ν. Μουτσινά, με ευφυΐα και απαράμιλλη σπιρτάδα σε πνεύμα και λόγο, να αναλώνεται σε τόσο λίγα, φτηνά και τυποποιημένα; Πώς είναι δυνατόν να του αρκούν, να ικανοποιούν το βαθύ «μέσα του», την ανάγκη αναζήτησης και εξέλιξης ενός καλλιτέχνη; Άραγε όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο ταμείο; Αναπάντητα ερωτήματα, ίσως και ανομολόγητοι πόθοι…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
1 στα 10
ΥΓ: Είναι απαράδεκτο και κυρίως επικίνδυνο να επιτρέπεται η κατάληψη σε όλες τις σκάλες από θεατές, κλείνοντας εντελώς την πρόσβαση! Που δεν θέλεις να φανταστείς τί μπορεί να συμβεί σε εκατοντάδες «εγκλωβισμένους» σε περίπτωση απρόοπτου… Χρειάζεται άραγε να επισημαίνουμε τα αυτονόητα;
.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ
==========================================================================
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΘέατροΚήπου #ΚόκοΜπλόκο #ΝίκοςΜουτσινάς
Φωτογραφικό υλικό