Είδε η Ελένη Γιαννακίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το λογοτεχνικό αριστούργημα της Λιλής Ζωγράφου «Η αγάπη άργησε μια μέρα» ανεβαίνει ως θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι και θεατρική διασκευή Ροδής Στεφανίδου και Ένκε Φεζολλάρι στη Σκηνή “ Σωκράτης Καραντινός» στη Μονή Λαζαριστών από το ΚΘΒΕ σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Αρχικά, το έργο παρουσιάστηκε στο κοινό στο μικρό θέατρο της Μονής κι η ανταπόκριση των θεατρόφιλων υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε οι sold out παραστάσεις να οδηγήσουν το ΚΘΒΕ να το μεταφέρει και στη Μεγάλη Σκηνή της Μονής, ένα έργο που γεμίζει την πλατεία και τον εξώστη κάθε φορά που παίζεται.
Το έργο έχει ως σημείο αναφοράς και αποδίδει σχεδόν πιστά το ομότιτλο βιβλίο και αξίζει να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να θυμηθούμε πως μετά την τεράστια επιτυχία του στο αναγνωστικό κοινό, η υπόθεση του βιβλίου έγινε και τηλεοπτική σειρά την περίοδο 1997-1998 αποσπώντας βραβεία και εξαιρετικές κριτικές με ένα πολύ δυνατό καστ ηθοποιών, ανάμεσά τους η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Τάνια Τρύπη, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Μηνάς Χατζησάββας, η Αφροδίτη Γρηγοριάδου, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σ ένα χωριό της Κρήτης, το Νεοχώρι, την περίοδο της Κατοχής έως το 1960 και εστιάζει στην Οικογένεια Φτενούδου, μια πατριαρχική πολυμελή οικογένεια με τον Φτενούδο, τον αρχηγό της οικογένειας που έχει μαγαζί και φτιάχνει παπούτσια , τη μάνα που ναι δασκάλα, τους τρεις γιους και τις πέντε κόρες. Στην οικογένεια κουμάντο κάνει ο πατέρας ενώ, αφού πεθάνει, τα ηνία τα παίρνει η πρωτότοκη Ασπασία κι οι βουλές της αυτόματα γίνονται διαταγές και πράξη. Αποτυγχάνοντας η ίδια να αγαπηθεί, μιας κι ο αρραβωνιαστικός της φεύγει στον πόλεμο και σκοτώνεται, δεν αφήνει κανέναν άλλο να γευτεί τον έρωτα και τις χαρές της ζωής, αφού οι άγραφοι νόμοι του χωριού αυτό επιβάλλουν, δηλαδή να μην μπορεί κανείς να φτιάξει τη ζωή του, αν δεν αποκατασταθεί η μεγάλη αδερφή.
Έτσι, στο σπίτι με τις ηθικές επιταγές και τον φόβο συνεχώς να πλανάται γύρω τους, ο ένας αδερφός φεύγει στην ξενιτιά, οι άλλοι δύο ζουν στην Αθήνα μόνοι, ενώ οι θυγατέρες στο χωριό σ ένα σπίτι -φυλακή στερούνται κάθε χαρά κι ευτυχία. Ανάμεσα στις αδερφές, υπάρχει κι η Πηνελόπη, ένα κορίτσι με ειδικές ανάγκες που τη βρίζουν όλοι και της φέρονται άσχημα θεωρώντας την τέρας, και μόνο η μητέρα τους αλλά πολύ περισσότερο η μικρή κόρη η Ερατώ μιλά μαζί της και της κάνει συντροφιά. Τα πράγματα αλλάζουν καθώς η Ερατώ ερωτεύεται έναν Ιταλό αξιωματικό ο οποίος βρίσκει, ως τραυματίας κρυφά από όλους, καταφύγιο στο υπόγειο του σπιτιού. Εκεί, γεννιέται ένας έρωτας που διαρκεί τρεις μήνες ανάμεσα στην Ερατώ και τον Τονίνο, ένας έρωτας που γνωρίζει μόνο η Πηνελόπη και που όταν μαθευτεί, αρχίζει ένας μεγάλος γολγοθάς για την όμορφη Ερατώ.
Η Οικογένεια δεν την αφήνει να χαρεί την αγάπη της, της παίρνουν και το κοριτσάκι που γεννά κι αρχίζει μια περίοδος γεμάτη δυστυχία για όλους, μεστή από μια μεγάλη θλίψη που τα ίδια τα μέλη προσκολλημένα στις παραδόσεις και τις προκαταλήψεις του μικρού τους τόπου την υιοθετούν, βασανίζονται, πληγώνονται, αυτοτιμωρούνται, γίνονται κακοί και τύραννοι για τους άλλους, χωρίς ποτέ να βρίσκουν λίγη γαλήνη και λίγη τρυφερότητα, μέχρι να έρθει η λύτρωση με τον θάνατο, χωρίς κανείς να έχει το δικαίωμα στην αγάπη.
Στα θετικά (+) η σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι, ο οποίος με δεξιοτεχνία αξιοποιεί το σκηνοθετικό εύρημα της παρουσίασης όλων των χαρακτήρων του έργου, ανδρών και γυναικών, μέσα από έξι γυναίκες ηθοποιούς παρουσιάζοντας μια ιδιαιτέρως έξυπνη και πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική επιλογή, μιας κι η υπόθεση αναφέρεται σε μια άκρως πατριαρχική οικογένεια όπου η θέση της γυναίκας και αυτόματα της μοίρας της βρίσκεται πάντοτε σε υποδεέστερη θέση.
Οι γυναίκες ηθοποιοί, Υρώ Λούπη (Ερατώ, Τονίνο), Ιωάννα Παγιατάκη Πηνελόπη, Ηγουμένη), Λίλιαν Παλάντζα (Εργίνη, Καλόγρια Β΄. Αντώνιος, Χριστόφορος, Μαρλέν), Πολυξένη Σπυροπούλου (Αμαλία, Επαμεινώνδας), Δανάη Σταματοπούλου (Αικατερίνη, Ελευθέριος, Καλόγρια Α΄, Γιατρός, Κωνσταντίνου), Άννη Τσολακίδου (Εριφύλη, Τάγαρης, Κωνσταντέν), Μαρία Χατζηιωαννίδου (Ασπασία) κατορθώνουν υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη επάξια να υποδύονται σε εναλλαγές τους ανάλογους γυναικείους ρόλους με ανδρικούς και μάλιστα κάποιες φορές με μινιμαλιστικό τρόπο, απευθείας πάνω στη σκηνή, όταν λόγου χάρη φορώντας ένα στρατιωτικό σακάκι πάνω από τα μαύρα ρούχα αμέσως η Ερατώ (Λούπη) γίνεται Τονίνο , ή η Αμαλία (Σπυροπούλου) γίνεται Επαμεινώνδας, και να συγκινούν τόσο τον θεατή που καθόλου να μην ενοχλείται να βλέπει όλους τους ρόλους να γίνονται σε διπλή διανομή, πέρα από τον ρόλο της Ασπασίας (Χατζηιωαννίδου) που κυριαρχεί παντού ως πρόσωπο, και οι εναλλαγές στους ρόλους να είναι τόσο αριστοτεχνικές που να μην επηρεάζουν την αισθητική ή την πορεία της πλοκής και της θεατρικότητας του έργου , αντιθέτως να του προσδίδουν κι έναν περαιτέρω δυναμισμό.
Η ερμηνεία όλων των ηθοποιών καθηλωτική σ όλους τους ρόλους με ιδιαίτερη αναφορά στον ρόλο της Ερατούς που υποδύεται η Υρώ Λούπη, μια μορφή τόσο αγνή και ρομαντική στο έργο που η μοίρα την καθιστά να μεταλλάσσεται σε νεαρή ηλικία σε μια μορφή αντίστασης ενάντια στα πρέπει και στις επιταγές μιας κοινωνίας σκληρής για τις γυναίκες ,ενάντια σε μια κοινωνία ανυπόφορη με τις απάνθρωπες θεωρήσεις και τις εξευτελιστικές συμπεριφορές της, ενάντια στον μισογυνισμό της και στον αυταρχισμό της και καταφέρνει να συμπαρασύρει τον θεατή στον προσωπικό της αγώνα προς την ευτυχία και την λύτρωσή της που δυστυχώς αργεί να έρθει.
Παράλληλα, εντύπωση μας προκαλεί κι η υποκριτική ικανότητα της Άννης Τσολακίδου, ιδιαίτερα όταν υποδύεται τον ρόλο της μητέρας, μια γυναικείας υπόστασης μορφωμένης με επιθυμίες και θέλω που κρύβονται βαθιά μέσα της αλλά αγωνιούν να αναδυθούν μέσα από τις ζωές των κοριτσιών της, μιας παρουσίας στη σκηνή με καθαρό και ζωντανό λόγο που θέλει να δείξει τον δυναμισμό και να τον εντρυφήσει στις κόρες της αλλά σκιάζεται κάτω από την αυταρχική συμπεριφορά της πρωτότοκης Ασπασίας και συμβιβάζεται με τα κοινωνικά θέλω και την μικροψυχία της μεγάλης της κόρης. Αλλά και το νταηλίκι, ο κομπασμός, η ειρωνεία, κι ο σκληροτράχηλος βάναυσος χαρακτήρας του Τάγαρη, του αστυνομικού που γίνεται για λίγο σύζυγος της Ερατούς με παραίνεση της Ηγουμένης, όταν η Ερατώ φιλοξενείται για λίγο στο Μοναστήρι κατατρεγμένη, αποδίδονται στο έπακρο από την Τσολακίδου σε βαθμό που, ο θεατής να αγκομαχά μαζί με την Ερατώ και να αναζητά μαζί της τη λύτρωση από το μαρτύριο που ζει το διάστημα που μένει με τη βία πλάι του.
Με θετικό πρόσημο κι η χρήση μικρών σε διάρκεια βίντεο που προβάλλονται στους τοίχους του σπιτιού μέσα από τα οποία παρακολουθώντας ως θεατές στιγμές των γυναικών να εξομολογούνται γενικευμένες αλήθειες , όνειρα και πάθη, οδηγούμαστε στην κατανόηση των συμπεριφορών τους, αφού εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους κάνοντας έναν εσωτερικό διάλογο με τους εαυτούς τους και τις μύχιες σκέψεις τους. Το ίδιο το σκηνικό, η πρόσοψη ενός σπιτιού με παράθυρα χαμηλά και οικόσημα ψηλά, με μια βαριά σιδερένια πόρτα με κάγκελα στη μέση να θυμίζει φυλακή και τις ηθοποιούς να παίρνουν θέση πίσω απ τα παράθυρα, καθισμένες συμμετρικά, σαν μπαίνουν στο σπίτι, παραπέμπει σε χώρο ασφυκτικό και δύσκολο που καθένας θα ήθελε από κει να δραπετεύσει.
Αυτό το σκηνικό της Δανάης Πανά, το λευκό ως φυλακή σπιτικό σε αντίθεση με τα μαύρα ρούχα των γυναικών, το μαύρο φέρετρο που οι γυναίκες κάθε φορά κουβαλούν τους νεκρούς τους, τα λευκά σεντόνια που απλώνουν, τα μαύρα ράσα των Μοναχών, οι άσπρες κεντητές φορεσιές γάμου, οι μαύρες σκάφες που λούζονται οι ηρωίδες, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου και τη μουσική επένδυση του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη καθιστούν πιο σκληρό και τραχύ το κλίμα αυτό στο οποίο οι ανθρώπινες μορφές καλούνται να αντέξουν το φορτίο των συμπεριφορών τους, συμπεριφορές που αμαυρώνουν κάθε στιγμή έστω και στιγμιαίας χαράς και ανεμελιάς. Οι συμβολισμοί των χρωμάτων, οι σκιάσεις και οι ήχοι σε συνδυασμό με τον βαριά φορτισμένο λόγο συνηγορούν στην ατμόσφαιρα που πνίγει τους ήρωες αναζητώντας απεγνωσμένα τη λύτρωση.
Στα αρνητικά (-) θεωρούμε πως ανήκει η λανθασμένη χρονική επιλογή του διαλείμματος σε στιγμή που η πλοκή του έργου βρίσκεται σε κάποια νευραλγική πορεία. Στο δεύτερο μέρος που επιταχύνεται κι η λύση του δράματος χάνεται η ένταση που υπήρχε πριν όχι λόγω της ατονίας της ροής, αντιθέτως, εκεί βρίσκεται κι η κορύφωση, αλλά το διάλειμμα οδηγεί τον θεατή να αποφορτιστεί και μετά το δεκάλεπτο δύσκολα πάλι θα δεχθεί τη συναισθηματική πίεση που ένιωθε πριν στην αίθουσα. Ενδεχομένως πιο μπροστά ή σε κάποιο άλλο σημείο του έργου, η χρήση του διαλείμματος θα ήταν επιθυμητή , η απουσία του ακόμη καλύτερη για την ομαλή μετάβαση των θεατών μαζί με τους ήρωες προς την κάθαρση .
Εν κατακλείδι (=) πρόκειται για ένα έργο που καθιστά συμπαθείς στα μάτια μας όλες τις γυναίκες του σπιτιού, καθώς αυτές ως θύματα λειτουργούν κάτω απ το βαρύ πρίσμα των κοινωνικών αξιώσεων και εντολών μιας εποχής που ευνουχίζει κάθε επιθυμία για σωματική ηδονή και πάθος, για κοινωνικές ελευθερίες, για προσωπική ανέλιξη (η Εργίνη – η άλλη κόρη και δασκάλα του σπιτιού- παρεμποδίζεται ποικιλοτρόπως από τις άλλες αδερφές κατά εντολή της Ασπασίας να εργαστεί και να παντρευτεί), που δεν δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό στην διαφορετικότητα και στο ανθρώπινο δικαίωμα της αξιοπρεπούς επιβίωσης (φέρονται σαν έκτρωμα της φύσης και περιγελούν την Πηνελόπη ), που καταδικάζει και τιμωρεί την ομορφιά και το δικαίωμα στην αγάπη και τον έρωτα (η Ερατώ τιμωρείται ακριβώς γι αυτό). Αυτή η νατουραλιστική προσέγγιση που απεικονίζει με ακρίβεια την προπολεμική και μεταπολεμική περίοδο στις κλειστές κοινωνίες της πατρίδας μας μας συγκινεί και μας δημιουργεί αισθήματα συμπόνοιας για κάθε γυναικείο ρόλο του έργου και παράλληλα μας γεμίζει απέχθεια κι αποστροφή για τους άνδρες εκείνους που ως θύτες προσπαθούν με κάθε γελοίο και διαστροφικό τρόπο να καταρρακώνουν τη γυναικεία φύση.
Επιλογικά, θα ανακεφαλαιώναμε σημειώνοντας πως σ ένα τόσο σκληρό κι ωμό έργο, όπως αυτό που παρακολουθήσαμε, η καθηλωτική ερμηνεία των ηθοποιών μάς χάρισε μια συγκλονιστική θεατρική εμπειρία που μένει στη μνήμη ως δώρο για όσους αγαπούν το καλό και ποιοτικό θέατρο !
Βαθμολογία: 7,9/10
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Η αγάπη άργησε μια μέρα» της Λιλής Ζωγράφου.
Στο Νεοχώρι της Κρήτης, την περίοδο της Κατοχής, η πολυμελής οικογένεια Φτενούδου, ζει υπό το βάρος της ενοχής, της θρησκευτικής καταπίεσης και των άκαμπτων ηθικών κανόνων της επαρχίας. Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, η μικρότερη κόρη, Ερατώ, η πολυαγαπημένη της μητέρας της, ερωτεύεται έναν Ιταλό στρατιώτη.
Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι. Ερμηνεύουν: Υρώ Λούπη, Ιωάννα Παγιατάκη, Λίλιαν Παλάντζα, Πολυξένη Σπυροπούλου κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00 Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 21.00 Κυριακή: 19:00 (έως 02/03)
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ