«Η ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ» με τη δύναμη της λιτότητας και των ερμηνειών! Είδαμε & Σχολιάζουμε.
Τη μέρα που η χώρα γιόρταζε την επέτειο της κήρυξης ενός πολέμου, κάποιοι επιλέξαμε… τιμής ένεκεν, να δούμε ένα θεατρικό έργο αφιερωμένο στον πόλεμο! Για την ακρίβεια ένα μπρεχτικό αριστούργημα που καταφέρνει να τον αποδομεί με την ευφυΐα ενός μεγάλου πνεύματος και τη δύναμη μιας μοναδικής συγγραφικής πένας. Επιλέξαμε λοιπόν την παράσταση με τον αντιπολεμικό χαρακτήρα «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, μια παραγωγή του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία του Σέρβου Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, 13 χρόνια μετά την τελευταία του συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο και τη Λυδία Φωτοπούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο, επιστρέφοντας στη «βάση» της μετά από 8 χρόνια απουσίας. Για να μας θυμίσει τί σημαίνει μεγάλη ερμηνεύτρια μεγάλων ρόλων…
9.05’ ακριβώς, η αυλαία σηκώνεται για να μας αποκαλύψει μια γυμνή σκηνή με τρία μικρόφωνα και έναν πολυπληθή θίασο παραταγμένο στο βάθος, που πίσω τους έχουν λάβει θέση οι μουσικοί και ο μαέστρος. Μία ηθοποιός σηκώνεται, αναγγέλλει από μικροφώνου «Πρώτη πράξη» και εισάγει στην υπόθεση του έργου. Η οποία διαδραματίζεται στη διάρκεια του τριακονταετούς πολέμου (1618-1648) με κεντρική ηρωίδα την Άννα Φίρλινγκ, γνωστή στα στρατεύματα ως «Μάνα Κουράγιο», καθώς επιβιώνει με τα τρία της παιδιά που τη συνοδεύουν- δυο γιοι και μια μουγκή κόρη- με τρόπο ριψοκίνδυνο πολύ κοντά στα μέτωπα του πολέμου. Ως γυρολόγος ακολουθεί με το κάρο της φορτωμένο εμπόρευμα σταθερά το στρατό και με την καπατσοσύνη της καταφέρνει να εκμεταλλεύεται καταστάσεις και να κερδοσκοπεί με κάθε πρόσφορο μέσο. Μια γυναίκα δυνατή, σκληρή, δαιμόνια, που παρά τα δεινά που θα υποστεί εξ αιτίας του πολέμου, θα τον υπερασπίζεται ως πηγή κέρδους και θα λειτουργεί με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μεταλλαγμένο σε απληστία, φτάνοντας να χάσει τα πάντα… Και μέσα από τις στάχτες της, η Μάνα Κουράγιο βρίσκει το… κουράγιο να συνεχίζει τον αγώνα επιβίωσης…
Στη σπουδαία παράσταση με τα πολλά εύσημα (+) δεν γίνεται να μη ξεκινήσουμε από το αριστούργημα του Μ. Μπρεχτ με τη θαυμάσια μετάφραση:
– Κι αυτό όχι γιατί έχουμε να προσθέσουμε κάτι στους ύμνους που έχουν γραφεί για το έργο ενός φωτεινού πνεύματος που σημάδεψε το σύγχρονο θέατρο, αλλά για να υποκλιθούμε με τη σειρά μας σε ένα από τα πλέον ευφυή και εμπνευσμένα κείμενα που έχουν γραφεί με βαθιά πολιτικά, ανθρωπιστικά, αντιπολεμικά μηνύματα. Δοσμένα με σπάνια θεατρικότητα, διαρκή και απρόβλεπτη δράση, αυθεντική τραγικότητα παράλληλα με ανατρεπτικό έως κυνικό χιούμορ και διαλόγους που ΔΕΝ γίνεται να μην ερεθίσουν προκλητικά τη σκέψη, με αφορμή το δίπολο ειρήνη- πόλεμος, αλλά στην ουσία το νόημα της ύπαρξης. Ο τρόπος με τον οποίο αποδομείται η έννοια του πολέμου μέσα από την κυνική και ευφάνταστη «υπεράσπισή» της, καθώς και η διαχείριση ηθικών διλημμάτων απέναντι στην επιβίωση, πέραν του θαυμασμού, προκαλούν έντονο προβληματισμό για διαχρονικά ζητούμενα που θίγονται αριστοτεχνικά στο κείμενο. Το οποίο ευτύχησε μιας υπέροχης μετάφρασης από το Γιώργο Δεπάστα, με λόγο ολοζώντανο, άμεσο, σύγχρονο και χιούμορ καταλυτικό, σαν το έργο να γράφηκε σήμερα και όχι το 1939…
– Κι ερχόμαστε στην καινοτόμα σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς που μας εξέπληξε, καταλήγοντας να του βγάλουμε το καπέλο για το ευφυέστατο εγχείρημα! Παρότι αρχικά η εικόνα της άδειας σκηνής, των ψυχρών μικροφώνων, των παραταγμένων στη σειρά ηθοποιών που διαδοχικά έπαιρναν το λόγο στο μικρόφωνο ξένισε και τα πρώτα λεπτά έδειχναν μια επίπεδη διεκπεραίωση, πολύ γρήγορα όλα μεταστράφηκαν και η παράσταση μας πήρε μαζί της… Οι χαρακτήρες άρχισαν να εμπλέκονται σε δράση με μελετημένη κορύφωση, η Μάνα Κουράγιο κυριάρχησε σαρωτικά στη σκηνή, οι πράξεις διαδέχονταν χωρίς ανάσα η μία την άλλη, εμπλουτισμένες με τραγούδια και ζωντανή μουσική, και βέβαια ο μέγας πρωταγωνιστής- λόγος ήρθε θριαμβευτικά στο προσκήνιο, απερίσπαστος από σκηνικές «φλυαρίες» και αυτό ήταν το δυνατό σημείο της σκηνοθεσίας: ότι αφαίρεσε όλα τα περιττά και φανταχτερά, προκειμένου να αναδείξει με εξαιρετική σκηνική οικονομία και σοφή λιτότητα, την πεμπτουσία του σπουδαίου κειμένου.
Το οποίο με την αυτόνομη δύναμή του, το βασικότερο που απαιτούσε ήταν στιβαρή υποκριτική στήριξη και σε αυτό εστίασε ο σκηνοθέτης, καθοδηγώντας άριστα τους ήρωες – πέραν της ερμηνευτικής απόδοσης- με άψογη κινησιολογία και συντονισμό, δένοντας τις επιμέρους πράξεις στη ροή της ιστορίας χωρίς να φαίνεται η παραμικρή… ραφή. Κάτι στο οποίο συνέβαλαν τα ενδιάμεσα αφηγηματικά μέρη, άκρως βοηθητικά για την κατανόηση της σύνθετης πλοκής, καθώς και η διαρκής παρουσία όλου του θιάσου επί σκηνής για 2,5 ώρες, εκμηδενίζοντας τους νεκρούς χρόνους. Όπου τα δρώμενα εξελίσσονταν προς την κορύφωση με αρραγή ρυθμό και λογικό ειρμό, προσφέροντας εν τέλει σκηνική πληρότητα- ενίοτε με παράλληλες δράσεις, θέαμα εμπνευσμένο με ιδανική ισορροπία χωρίς εντυπωσιασμούς, σκηνές ευρηματικές με την αφαιρετικότητά τους και τη βοήθεια συμβολικών αντικειμένων και βέβαια έντονο συναίσθημα εναλλασσόμενο με ευφυές, πικρό χιούμορ. Χτίζοντας μέσα σε υποβλητική «μπρεχτική» ατμόσφαιρα, μεθοδικά και βήμα- βήμα το εξαίσιο δραματικό φινάλε με σκηνές που η δύναμή τους καθήλωσε, ανατρίχιασε… Η τελευταία δε εικόνα της Μάνας να σέρνει το ασήκωτο φορτίο της ζωής της με κραυγή- λυγμό, μας διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα… Μια σύγχρονη σκηνοθεσία έξοχα λιτή και ταυτόχρονα εμπνευσμένη, με απόλυτα καθαρό όραμα και στόχο, που δεν συναντούμε συχνά…
– Στον τομέα της υποκριτικής, οφείλουμε αρχικά μια βαθιά υπόκλιση και ένα «ευχαριστούμε» για την επιστροφή στη Λυδία Φωτοπούλου – Μάνα Κουράγιο για την καθηλωτική ερμηνεία της σε ένα ρόλο υψηλών απαιτήσεων, από τους λίγους του είδους. Τον οποίο υπηρέτησε με όλη τη γκάμα του μεγάλου ταλέντου της, κινούμενη από την τραγικότητα μέχρι τον σαρκασμό με φυσικότητα και προσήλωση συγκινητική και έναν τόνο ευεργετικού «παιχνιδίσματος» στο πικρό χιούμορ. Η ακριβέστατη εκφορά του λόγου, οι πολύτιμες σιωπές, η εκφραστικότατη κινησιολογία με τις «μεγάλες» πληθωρικές κινήσεις των χεριών, το λαλίστατο βλέμμα, έδωσαν ένα υπέροχο συνδυασμό δύναμης/ πόνου/ σκληράδας/ κυνισμού/ πονηριάς, σε μια ιδιαίτερη ηρωίδα με πολυσύνθετο ψυχισμό και ετερόκλητες όψεις, που μόνο μια μεγάλη ερμηνεύτρια μπορεί να διαχειριστεί και το φινάλε της θα καταγραφεί στις κορυφαίες θεατρικές στιγμές…
Μεγάλη αποκάλυψη ωστόσο δίπλα στη σπουδαία πρωταγωνίστρια, η ταλαντούχα Εμμανουέλα Μαγκώνη ως μουγκή κόρη, που η άψογη ερμηνεία της- δουλεμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, σε έναν επίσης ιδιαίτερο και απαιτητικό ρόλο συνεπήρε, «μιλώντας» αποκλειστικά στη γλώσσα του σώματος και του βλέμματος. Κάτι που έκανε με θαυμάσια εκφραστικότητα, πειστικότητα, αυτοέλεγχο και συναίσθημα, προσφέροντας ρίγη συγκίνησης και σπουδαίες ερμηνευτικές στιγμές, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα της τελευταίας πράξης που κυριολεκτικά συγκλόνισε. Ωστόσο και τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου- όπου οι περισσότεροι υποδύθηκαν πολλαπλούς ρόλους- κινήθηκαν σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα ερμηνείας, μεταξύ των οποίων κάποιοι ξεχώρισαν με εμφανές ταλέντο – και επίσης καλοδουλεμένες φωνές- και ελάχιστοι υπήρξαν πιο αδύναμοι/ αδούλευτοι, όμως άριστα καθοδηγημένοι, προσέφεραν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε μια ποιοτική δουλειά συνόλου.
– Εξαιρετικά μελετημένοι οι φωτισμοί στα κομβικά σημεία και απολύτως εύστοχα και πειστικά τα κοστούμια (με μικρές επιτόπιες αλλαγές), απόλυτα μέσα στο κλίμα του έργου και το λιτό πνεύμα της σκηνοθεσίας. Όπως προείπαμε, σκηνικό με την κλασική έννοια δεν υπήρχε, ωστόσο κάποια συμβολικά αντικείμενα και απλές κατασκευές, καθώς και μια ατμοσφαιρική προβολή στο κλείσιμο, έδωσαν αποτελεσματικά και ευφάνταστα όλα τα «απολύτως απαραίτητα» και οτιδήποτε επιπλέον θα φάνταζε περιττό έως «φλύαρο». Σημαντικότατη η συμβολή της ζωντανής ορχήστρας με τις άρτιες, επαγγελματικές εκτελέσεις, που επιπλέον συμμετείχε έμμεσα ή άμεσα σε στιγμές της δράσης- προσφέροντας μια από τις ωραιότερες σκηνές της παράστασης όπου μουσικοί και ηθοποιοί έγιναν ένα, και επίσης συνέβαλε «ηχητικά» στη δημιουργία ατμόσφαιρας
Ελάχιστες είναι οι παρατηρήσεις (–) μας σε μια σπουδαία θεατρική δουλειά και μία από αυτές αφορά στην μουσική ως σύνθεση, την οποία βρήκαμε αδιάφορη, επίπεδη, χωρίς μελωδικό στίγμα και με ανέμπνευστα τραγούδια, ως περίτεχνες… φωνητικές ασκήσεις που απλά δυσκόλεψαν τους ηθοποιούς. Κάτι άλλο που τελικά δεν καταφέραμε να αιτιολογήσουμε –παρότι στη διάρκεια το «ξεχάσαμε»- ήταν η χρήση μικροφώνων σταθερών και κινητών, κάτι ψυχρό, αποστασιοποιημένο και ξένο για έναν ηθοποιό που έχει εκπαιδευτεί στον άμεσο λόγο και την αξιοποίηση των χεριών ως βασικό εκφραστικό εργαλείο, χωρίς δέσμευση μικροφώνου- τύπου τραγουδιστή. Βέβαια είναι αλήθεια ότι η χρήση στη διάρκεια της δράσης δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επιλεκτικά- με εναλλαγές φυσικής και ενισχυμένης φωνής, ωστόσο η απορία παραμένει… Και τέλος, θεωρούμε ότι συνολικά η παράσταση ίσως μπορούσε να «μαζευτεί» σε στιγμές που ελαφρώς πλατείασαν, για πιο σφιχτοδεμένο αποτέλεσμα.
Εν κατακλείδι (=) η ουσία είναι μία: βιώσαμε μια υπέροχη θεατρική στιγμή, όπου η γοητεία της λιτότητας στη σκηνοθεσία και οι καθηλωτικές ερμηνείες, ανέδειξαν όλη τη δύναμη ενός σπουδαίου έργου, πάντα επίκαιρου στις άγριες συνθήκες των απανταχού πολέμων. Άλλωστε το θυελλώδες χειροκρότημα δεν άφησε καμιά αμφιβολία για τον υπέρμετρο θαυμασμό!
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
7/10
.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ
kkk
ΤΙ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΡΑ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: ΕΔΩ
kk
ΕΙΔΑΜΕ & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ: ΕΔΩ
k
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία # ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΗΜάναΚουράγιοΚαιΤαΠαιδιάΤης #ΚΘΒΕ #ΜπερτολτΜπρεχτ #ΝικίταΜιλιβογεβιτς #ΛυδίαΦωτοπούλου
Φωτογραφικό υλικό