Γράφει ο Γιάννης Φασούλας.
Αυθεντικότητα. Όλοι την αναζητούν και όλοι τη μιμούνται, αλλά εκείνη βρίσκεται πάντα μόνο σε ένα μέρος. Εκεί που βρίσκονται οι ασήκωτοι σταυροί και τα τρομακτικής καταστρεπτικής δύναμης ερεθίσματα. Αν το πέρασμα θανάτου από ένα βασκικό χωριό γέννησε τη Γκουέρνικα, κι αν μια ανατριχιαστική εικόνα πολεμικών χαρακωμάτων υπήρξε ο σπόρος του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, πόσο ανεξάντλητη πηγή γνησιότητας μπορεί άραγε να αποτελεί η ανελέητη στοχοποίηση από το πιο απάνθρωπο καθεστώς όλων των εποχών;
Η απάντηση δόθηκε το Σάββατο στο θέατρο «Αλέξης Μινωτής» του Δήμου Αμπελοκήπων-Μενεμένης. Η Χαμένη Αθωότητα της Άννας Φρανκ έφερε αληθινό σοκ και δάκρυα, που ακόμη και πρωτοκλασσάτοι καλλιτέχνες δύσκολα θα προκαλούσαν. Κι αυτό χάρη στην ατόφια εκείνη ευαισθησία, την οποία χάρισε στη θεατρική ομάδα Εntremosotros της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης ο «προνομιακός» της δεσμός με το κορίτσι-σύμβολο των 70 εκατομμυρίων νεκρών του Πολέμου.
Πριν συμβεί το ο,τιδήποτε επί σκηνής, δυο πένθιμα βιολιά ξεκίνησαν να σιγοντάρουν μια περιήγηση σε φωτογραφίες της Άννα Φρανκ, η οποία διακόπηκε στο έτος 1945, «ενημερώνοντας» και τον πλέον άσχετο, ότι εκείνη η μικρή χαρά της ζωής έσβησε πριν κλείσει τα 16 της χρόνια. Άψογη εκκίνηση. Εγγύηση για δίωρο καρδιοχτύπι. Όταν η δράση ξεκίνησε, τα φύλλα του ημερολογίου της Άννα φάνταζαν αληθινή ωρολογιακή βόμβα. Όσο η τραγική ηρωίδα γυρνούσε σελίδες, ερχόταν όλο και πιο κοντά στο σκληρό και άδικο Αναπόφευκτο.
Και οι θεατές το γνώριζαν πια αυτό.
«Ίσως ο κόσμος να περνάει απλά μια κρίση».
Το μεγάλο «στοίχημα» της παράστασης ήταν προφανές: Πείνα, γενοκτονία, αιματοκύλισμα. Τι ξέρει από όλα αυτά το θεατρόφιλο κοινό του 2017, γεννημένο και μεγαλωμένο με την ψευδαίσθηση ότι ο «πόλεμος» ανήκει σε μακρινό παρελθόν; Κι όμως, η ομάδα του Γιάννη Μαλούχου το κέρδισε κι αυτό το στοίχημα. Η παράσταση δεν ήταν κομμένη και ραμμένη στα βιώματα ογδοντάρηδων – κάθε άλλο.
«Μας μιλάει με έναν τρόπο, λες και εμείς ξεκινήσαμε τον πόλεμο. Γιατί δηλαδή, εμείς τον ξεκινήσαμε;» ρώτησε σε κάποιο σημείο ο Χανς Βαν Ντάαν, το ήμισυ του θορυβώδους και μικροπρεπούς ζεύγους Βαν Ντάαν, που μαζί με τον γιο τους, Πήτερ, αποτελούσαν μια σιδερένια μπάλα στο πόδι της αγωνιζόμενης για επιβίωση οικογένειας Φρανκ. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δόθηκε – αλλά σε ανύποπτο χρόνο, σε εντελώς διαφορετικό σημείο της παράστασης. Όταν η ταμπεραμεντόζα Εβραιοπούλα εξανέστη προς την παλιά γενιά: «Εσείς τη ζήσατε τη ζωή σας. Εμείς τι ζήσαμε;» Πράγματι, ο ξοφλημένος Χανς Βαν Ντάαν δεν είχε ενδοιασμούς όταν σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και έκλεψε το ψωμί, αδιαφορώντας έτσι ακόμα και για τον ίδιο του τον γιο. Κι έτσι ένα πολεμικό έργο αποκτά νέο ενδιαφέρον: Παιδιά που πληρώνουν τις αμαρτίες των πατέρων τους, εκπατρίζονται, εγκαταλείπουν ό,τι αγαπούν, αναγκάζονται να ζουν τη ζωή τους σε λίγα τετραγωνικά και τελικά εξαφανίζονται για πάντα στα βάθη της Γερμανίας.
Μας θυμίζει κάτι όλο αυτό;
΄΄
«Trotz allem glaube ich an das Gute im Menschen»
Η τελευταία ατάκα του έργου βρίσκεται αυτούσια στην τρίτη από το τέλος σελίδα του αυθεντικού ημερολογίου της Άννα Φρανκ. Το κορίτσι που ακόμη και μετά θάνατον «πίστευε στην καλοσύνη των ανθρώπων» δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες. Πολύ ευγενικό εκ μέρους της, όταν σε εκείνη δεν δόθηκε ούτε μία.
Ο πήχυς τέθηκε σε δυσθεόρατα ύψη για τη Στελίνα Ζακάρ, αλλά η νεαρή πρωταγωνίστρια στάθηκε όρθια και με το παραπάνω. Η ηθοποιός που επωμίστηκε την ενσάρκωση του θρύλου ήταν μια αξιαγάπητη ύπαρξη και μια γερή ένεση ενέργειας στο στατικό φόντο των ενηλίκων, παίζοντας με όλους και με όλα, «χορεύοντας» για δυο ώρες στη θλιβερή πίστα των λίγων τετραγωνικών που φιλοξένησαν κατ’ αποκλειστικότητα την εφηβεία της Άννα Φρανκ, πριν μετακομίσει στην αποθήκη μελλοθανάτων του Άουσβιτς. Αχώριστο αξεσουάρ της, ένα χαμόγελο-προσκλητήριο στη νεανική δίψα για δημιουργία και κίνηση, τόσο συναρπαστικό, που σε κάνει να κλαις διπλά, όταν τελικά το σβήσει ο θάνατος.
Ο Αλμπέρτο Σεβή ήταν η φυσιογνωμία που χρειαζόταν η φιγούρα του Όττο Φρανκ, μιας πατρικής και προστατευτικής αγκαλιάς που χωράει όλον τον κόσμο. Ικανός για τα πάντα, μα όχι και για να αποτρέψει το Αναπόφευκτο, ο πατέρας που είδε ό,τι αγαπούσε να γίνεται σκόνη ήταν μια μικρογραφία θεανθρώπου: Στοργικός, υπομονετικός, με καθαρό μυαλό, χωρίς να σκέφτεται ούτε για μια στιγμή τον εαυτό του, ώσπου και αυτός τελικά λύγισε όταν ήπιε το πικρό ποτήρι. Ο ηθοποιός ταίριαξε σε όλα με τον χαρακτήρα και στο τέλος δεν ήξερες αν ήταν ο Όττο ή ο Αλμπέρτο εκείνος που έκλεισε τη βραδιά με τις λέξεις «ποτέ ξανά», πυροδοτώντας ένα ειλικρινέστατο, παρατεταμένο αντιπολεμικό χειροκρότημα από ένα κοινό, ας μην ξεχνάμε, γεννημένο και μεγαλωμένο με την ψευδαίσθηση ο πόλεμος ανήκει σε μακρινό παρελθόν – και στο χειροκρότημα αυτό αποτυπώνεται η επιτυχία της παράστασης.
Ο θρύλος ζωντάνεψε στους Αμπελόκηπους και έπεται συνέχεια. Μονή Λαζαριστών, Αθήνα, και εις ανώτερα ακόμα. Και γιατί όχι; Η θεατρική ομάδα των entremosotros έχει την ποιότητα (και την αυθεντικότητα) να βγάλει από τα ράφια της ιστορίας ένα κορίτσι-μύθο και να παρουσιάσει με το ζόρι στον καθένα μας το δικό του Άουσβιτς. Οπότε, γιατί όχι; Βέβαια, θα πονέσει. Θα σφάξει, ίσως. θα διαλύσει αυταπάτες και θα γκρεμίσει προσωπικά παραμύθια.
Αλλά αυτό είναι ό,τι πάντα ήθελε το θέατρο.
Φωτογραφικό υλικό