«Γουρούνι στο σακί» και… πλήξη στη σκηνή! Είδαμε και Σχολιάζουμε.
Για λόγους εντιμότητας, οφείλω να διευκρινίσω εξ αρχής ότι προσωπικά δεν ανήκω στους «λάτρεις» του Ζ. Φεϋντώ, παρότι αναγνωρίζω συγγραφικές αρετές του έργου του, ωστόσο σε επίπεδο ουσίας δεν παίρνω απολύτως τίποτα ως «επιμύθιο». Προσωπική άποψη και προφανώς ο καθένας δικαιούται να έχει τη δική του. Από την άλλη όμως, υπάρχει η δυναμική θεατρική πράξη, που με τη συμβολή της σκηνοθετικής φαντασίας- όταν υπάρχει, είναι σε θέση να προσφέρει ένα άξιο λόγου καλλιτεχνικό εγχείρημα. Πολύ δε περισσότερο όταν «συναυτουργοί» είναι έμπειροι και στην πλειοψηφία τους καταξιωμένοι ηθοποιοί, γεγονός που προδιαθέτει θετικά, όπως στην παράσταση «Γουρούνι στο σακί» του Ζ. Φεϋντώ, από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και σε σκηνοθεσία/ διασκευή Γιάννη Καραχισαρίδη, που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Κήπου. Σε ένα χώρο σχεδόν γεμάτο με ελάχιστα κενά, μια υπέροχη βραδιά στην εκπνοή του καλοκαιριού…
Επί σκηνής μια οικογένεια νεόπλουτων αστών και ένα φιλικό τους ζευγάρι, όπου ο ευκατάστατος πατέρας φιλοδοξεί να ανεβάσει στην Όπερα του Παρισιού ένα έργο της αγαπημένης του κόρης. Αναζητώντας τενόρο ως πρωταγωνιστή του έργου, απευθύνεται με γράμμα σε φίλο του και κάποια στιγμή ο «τενόρος» καταφθάνει… μόνο που ουδεμία σχέση έχει με μουσική, καθώς πρόκειται για άλλο πρόσωπο λόγω παρεξήγησης και από την άφιξή του και μετά, τα απίθανα μπερδέματα και ο παραλογισμός των καταστάσεων, θα εδραιωθούν για τα καλά! Όπου γύρω από τον «τενόρο» και με αφορμή αυτόν, θα εμπλακούν σε περίεργα ειδύλλια και παρεξηγήσεις, η μητέρα, η κόρη, η φίλη του ζεύγους, ενώ οι σύζυγοι, ο αρραβωνιαστικός της κόρης και ο μπάτλερ του σπιτιού, συμπληρώνουν το γαϊτανάκι του παραλογισμού, μέχρι την τελική αποκάλυψη και το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»…
Μόνο που στο «κι εμείς καλύτερα», προσθέτουμε ένα μεγάλο ερωτηματικό και η απάντηση είναι αρνητική, μιλώντας για μια πληκτική (-) και όχι μόνο, παράσταση. Βασισμένη σε μια κλασική φαρσοκωμωδία του Φεϋντώ, που αναπαράγει σταθερά το ίδιο πανομοιότυπο μοντέλο των μη αληθοφανών παρεξηγήσεων, των (παρα)τραβηγμένων από τα μαλλιά καταστάσεων, των απανωτών διαπλοκών σε βαθμό ζαλιστικό που καταντά κουραστικός. Αφελείς φάρσες, η μία πάνω στην άλλη σε σημείο να χάνεις τον λογικό ειρμό, με ταυτόχρονες αποκαλύψεις «μυστικών» στον θεατή, που έτσι γνωρίζει εκ των προτέρων την εξέλιξη και χάνει το ενδιαφέρον της ίντριγκας. Όπως χάνει και τη διάθεση γέλιου από εντελώς προβλέψιμα στιγμιότυπα αλλά και παρωχημένες καταστάσεις, με το πρόσχημα μιας «σάτιρας (αλλοτινών) ηθών» που… αχνοφαίνεται στο βάθος και σήμερα δεν αφορά κανέναν. Εν ολίγοις, μια απλοϊκή κωμωδία με μπόλικες, αφελείς, εξωπραγματικές φάρσες, μπλεγμένες κουβάρι και επιπλέον συχνά ετερόκλητες, χωρίς σύνδεση με έναν κεντρικό θεματικό άξονα…
Είναι αλήθεια ότι παρόμοια έργα με ζαλιστική πλοκή και διαρκείς εναλλαγές/ανατροπές, δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια στη σκηνοθετική φαντασία και μοιραία ο Γ. Καραχισαρίδης υπηρέτησε κατά βάση διεκπεραιωτικά τις συγγραφικές επιταγές, αν εξαιρέσουμε κάποιες μικρές επεμβάσεις, που επεχείρησαν να δικαιώσουν τον όρο «διασκευή». Αναγκαστικά λοιπόν στηρίχθηκε στο κλασικό πηγαινέλα, μπες-βγες, σήκω- κάτσε, με αρκετές στιγμές σκηνικά αμήχανες ή φανερά στημένες , παρεμβάλλοντας απλά ως ευρήματα στη διάρκεια, μια ιδιαίτερη «παράταξη» των ηθοποιών, κάποια σύγχρονα μουσικά ακούσματα ή ελάχιστες χορευτικές κινήσεις. Γεγονός που προσέδωσε μεν στοιχειώδη ζωντάνια και ανάσα στους διαρκείς διαλόγους, ωστόσο επέφερε παράλληλα μια σύγχυση ταυτότητας, σε ένα έργο κλασικό που δοκίμασε να «προσποιηθεί» το μοντέρνο… Βασικά όμως εστίασε στην κωμικότητα των καταστάσεων και των ηθοποιών με κάποια χιουμοριστικά τεχνάσματα- περιορισμένης έμπνευσης, που επιπλέον η συνεχής επανάληψη τα αποδυνάμωσε, ενώ η «κωμική» καθοδήγηση (ή πρωτοβουλία;) του πρωταγωνιστή κατέληξε με τρόπο «τραγικό»…
Διότι ο Θανάσης Τσαλταμπάσης ως τενόρος, προκειμένου να εκβιάσει κάποια γελάκια τύπου γαργαλητού, επιδόθηκε σε τερτίπια πολύ κοντά στη γελοιότητα, παρουσιάζοντας τον ήρωα ως κάτι μεταξύ… χαζοχαρούμενου, βλαμμένου, καραγκιόζη, γκέι και λοιπές φαιδρότητες, σε σημείο να δίνει την αίσθηση ότι είτε κοροϊδεύει τον ρόλο, είτε δεν αντιλήφθηκε τι είδους χαρακτήρα υποδύεται, είτε τον μπέρδεψε με τον ρόλο του… Φίφη- Παράβα σε παλιά ελληνική ταινία, από εκείνες τις ανεκδιήγητες. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις το συνεχές τρέκλισμα στο κουνιστό βάδισμα και την περίεργη κινησιολογία γενικότερα, λες και ήταν πιωμένος γκέι; Ή τις ανόητες, σαχλαμαριζέ χαριτωμενιές κάθε τόσο, απλά για να φανεί «αστείος»; Ή την περίσσια υπερβολή σε λόγο και έκφραση αναπαράγοντας τον εαυτό του; Κι όλα αυτά για έναν ήρωα, υποτίθεται «ανίδεο» και «θύμα» των καταστάσεων, ικανό ωστόσο να τις χειρίζεται και παράλληλα να ξυπνά γυναικείους πόθους… Αυτό που λέμε «ουδεμία σχέση» και πέραν ελάχιστων χαχανητών μιας μερίδας κοινού, όλα παρέμειναν σε ύπνο βαθύ και κυρίως ο παραμορφωμένος ρόλος/ καρικατούρα.
Ευτυχώς για την παράσταση ωστόσο (+), υπήρχε ο Δημήτρης Πιατάς που σαφώς ξεχώρισε μεταξύ των υπολοίπων, καθότι πρόκειται για καλλιτέχνη με στόφα σπουδαίου ηθοποιού και εξαιρετικά «δείγματα γραφής», τόσο στην κωμωδία, όσο και στο δράμα. Μια ιδιαίτερη θεατρική περσόνα με προσωπικό στίγμα υποκριτικής, που εν προκειμένω, σε μια εύπεπτη, ανάλαφρη φάρσα, κατέθεσε περίσσιο κωμικό ταλέντο με την έντονη εκφραστικότητα και χαρακτηριστική εκφορά του λόγου που τον διακρίνουν, καταφέρνοντας να «ενσωματώνει» φυσικά ακόμα και την υπερβολή στο προσωπικά του εφόδια.
Οι ταλαντούχες και έμπειρες Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και Μαρία Γεωργιάδου, είναι σίγουρο ότι αξίζουν πολύ πιο απαιτητικούς ρόλους, από δύο νεόπλουτες κυρίες με υστερικά ναζάκια, το ίδιο και ο Γιώργος Γιαννόπουλος, που εδώ επένδυσε σε παραπανίσια υπερβολή και ένταση άνευ λόγου, μη αποχωριζόμενος στιγμή το (βολικό σκηνοθετικά) μπαστούνι του και η σύζυγός του τη βεντάλια της…
Χαριτωμένη και επαρκής σε έναν επίπεδο ρόλο άνευ απαιτήσεων η νεαρή κόρη Δήμητρα Σιγάλα, ακριβέστατος και με δυνατότητες, παρά την περιορισμένη εμφάνιση, ο μπάτλερ Βασίλης Πουλάκος, γνήσιο κωμικό ταλέντο με χαρακτηριστικό στίγμα ο Γιάννης Δρακόπουλος στον ρόλο του αρραβωνιαστικού, που αδικήθηκε σκηνοθετικά.
Το απλοϊκό σκηνικό, χωρίς ιδιαίτερη αισθητική, διακρίθηκε από έλλειψη ταυτότητας και εμφανή προχειρότητα, οι δε φωτισμοί δεν θα λέγαμε ότι συνέβαλαν στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Την οποία ατμόσφαιρα επεχείρησαν να ενισχύσουν οι σύγχρονες μουσικές επιλογές– στα πλαίσια μιας μοντέρνας «διασκευής- ενώ καλοβαλμένα θα χαρακτηρίζαμε τα κοστούμια, με ισορροπημένο συνδυασμό μεταξύ κλασικού και σύγχρονου στυλ.
Καταλήγοντας (=), αν πω προσωπικά κατόπιν τούτων, ότι απόλαυσα μια ανάλαφρη, χαριτωμένη κωμωδία, ότι πήρα το παραμικρό φεύγοντας, ότι έστω γέλασα σε ένα ευχάριστο, χαλαρωτικό δίωρο, θα πω ψέματα. Η (πικρή) αλήθεια είναι ότι έπληξα μετρώντας ανούσιους, προβλέψιμους γρίφους, εκνευρίστηκα με τα τερτίπια του πρωταγωνιστή, κοίταξα κάμποσες φορές το ρολόι με χασμουρητά κι έκανα υπομονή, χάρη στην υποκριτική του Δ. Πιατά, αναλογιζόμενη πόσο μπορούν να αδικηθούν άξιοι ηθοποιοί από ακατάλληλες επιλογές γενικώς…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
4 ΣΤΑ 10
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
#Κουλτουρόσουπα #kulrurosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΘέατροΚήπου #ΔΗΠΕΘΕΚρήτης #αΖωρζΦεύντώ #ΓουρούνιΣτοΣακί #ΓιάννηςΚαραχισαρίδης #ΔημήτρηςΠιατάς #ΘανάσηςΤσαλταμπάσης
===================================================
Δείτε & αυτά:
–ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 2017. Θέατρο, συναυλίες, φεστιβάλ και άλλα πολλά. ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ – ΕΔΩ
–Θέατρο Δάσους & Θέατρο Γης 2017: Θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες –ΕΔΩ
–Καλοκαιρινές θεατρικές περιοδείες 2017 – ΕΔΩ
–Καλοκαιρινές Συναυλίες 2017 –ΕΔΩ
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα. Πρόγραμμα παραστάσεων –ΕΔΩ
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ – ΕΔΩ
–ΕΙΔΑΜΕ θεατρικές παραστάσεις & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ –ΕΔΩ
–ΕΙΔΑΜΕ μουσικές συναυλίες & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ – ΕΔΩ
-Φεστιβάλ Καλοκαιριού 2017 – ΕΔΩ
————————————————————————————-
Φωτογραφικό υλικό