Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Πριν λίγες μέρες παρουσιάστηκε στο «Θέατρο Κήπου» το διαχρονικό έργο του Νιλ Σάιμον «Αταίριαστο Ζευγάρι». Πρόκειται για μία κωμωδία η οποία αναφέρεται στις ανθρώπινες σχέσεις τόσο ερωτικής όσο και φιλικής φύσεως. Συντροφικότητα, μοναξιά, συμβιβασμοί, αντιθέσεις, εγωισμοί και άλλα πολλά αποτελούν τους άξονες του κειμένου.
Η συγκεκριμένη παράσταση αφορά μία παρέα γυναικών, από τις οποίες μία εξ αυτών έχει χωρίσει με τον σύζυγό της, αλλά παραμένει κολλημένη σε αυτόν, στέλνοντάς του συχνά πυκνά χρήματα για να διατηρήσει μαζί του επαφές, και μία άλλη εξ αυτών χωρίζει μετά από αρκετά χρόνια με τον σύζυγό της. Μην μπορώντας να αντέξει τον χωρισμό βρίσκει παρηγοριά στην επίσης χωρισμένη φίλη της, από την οποία ζητάει στήριξη. Οι δύο γυναίκες αποφασίζουν να συγκατοικήσουν παρά τους εντελώς αντίθετους χαρακτήρες τους.
Τελικά μέσα από μία κωμωδία καταστάσεων αποδεικνύεται, πως μεταξύ τους αποτελούν ένα αταίριαστο ζευγάρι, παρά το γεγονός πως η μία συμπληρώνει την άλλη.
Δυστυχώς η παράσταση παρά τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, τελικά δεν κατάφερε να τις εκπληρώσει. Αποδείχθηκε για ακόμη μία φορά ότι οι κωμωδίες στις μέρες μας βιώνουν τη μεγαλύτερη κρίση. Παρά το ότι αποτελεί μία από τις ελάχιστες κωμικές παραστάσεις που έχουν προγραμματιστεί για το φετινό καλοκαίρι, σαν σταγόνα στον ωκεανό, δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει.

Ξεκινώντας από τα αρνητικά (-) στοιχεία της παράστασης, αρχικά η διασκευή του κειμένου του Νιλ Σάιμον από τον Λευτέρη Πλασκοβίτη (σε μετάφραση της Δανάης Σταματοπούλου) κατευθύνθηκε σε αρκετές ευκολίες. Συγκεκριμένα παρά το ότι είχε κάποια έξυπνα αστεία και ορισμένες ευρηματικές ατάκες,στην πλειοψηφία του αποτέλεσε ένα ανιαρό κείμενο, το οποίο μετά από ένα σημείο κούρασε, ξεχειλώνοντας την πλοκή. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε πως αρκετές καταστάσεις επαναλαμβάνονταν στο κείμενο με αποτέλεσμα να κουράσουν τον θεατή και να δημιουργήσουν ορισμένες αργόσυρτες σκηνές. Φυσικά σε αυτό συνέβαλε και η μεγάλη διάρκεια της παράστασης, η οποία άγγιξε τις δύο ώρες και μάλιστα χωρίς διάλειμμα.
Ως προς την σκηνοθεσία του Λευτέρη Πλασκοβίτη, η ίδια κινήθηκε σε συμβατικά πλαίσια χωρίς να μπορέσει να κάνει την έκπληξη. Αποτέλεσε μία κλασική ελληνική κωμωδία, με φωνές, τσιρίδες και τους ηθοποιούς να πηγαίνουν πάνω-κάτω στην σκηνή χωρίς λόγο και αιτία. Πρέπει να καταλάβουν και οι ίδιοι οι δημιουργοί, πωςαυτό το είδος της κωμωδίας σιγά-σιγά παρέρχεται, χωρίς να μπορεί να ενθουσιάσει. Καθ’ όλη τη διάρκεια φάνηκε να υπάρχει αναμονή για την έκπληξη, η οποία όμως ποτέ δεν ήρθε.

Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές δεν παρατηρήθηκε μεταξύ τους κάποιου είδους χημεία ή έστω μία επιτυχημένη αλληλεξάρτηση. Η Θεοδώρα Σιάρκου αποτέλεσε την πρωταγωνίστρια με όλη τη σημασία της λέξης. Κατάφερε με την σπιρτόζα απόδοσή της και με τις συχνές εναλλαγές ερμηνευτικών μέσων να σηκώσει στην πλάτη της ολόκληρη την παράσταση, η οποία χωρίς αυτήν μάλλον θα οδηγούνταν σε όλεθρο. Της πάει πολύ η κωμωδία και αυτό αποδείχτηκε για ακόμη μία φορά.
Από την άλλη η Μαριάνθη Σοντάκη δυστυχώς απογοήτευσε. Φάνηκε να μην ταιριάζει με την όλη σύνθεση της παράστασης. Υπήρχε μεγάλη ένταση από την ίδια, υπερβολικά πολλές κραυγές και μία παραλλαγμένη φωνή, η οποία περισσότερο εκνευρισμό προκαλούσε παρά γέλιο. Δεν κατάφερε να δέσει με την Σιάρκου αποτελώντας πραγματικά ένα εντελώς αταίριαστο ζευγάρι…
Ως προς τις υπόλοιπες ηθοποιούς (Ισιδώρα Δωροπούλου, Βέρα Μακρομαρίδου, Δανάη Σταματοπούλου, Νίνα Φώσκολου) λειτούργησαν συμπληρωματικά στο ζευγάρι, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να προκαλέσουν ιδιαίτερη έκπληξη. Από την άλλη, οι δύο άντρες της παρέας ο Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου και ο Κωνσταντίνος Χειλάς κατάφεραν να δημιουργήσουν αίσθηση και να προκαλέσουν γέλιο. Ωραίες εναλλαγές και μεταβάσεις μεταξύ τους και ιδιαίτερη ενέργεια στην απόδοση των κωμικών στοιχείων.

Ως προς τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης θα εντάσσαμεόλα τα δευτερεύοντα στοιχεία, τα οποία πράγματι ήταν πολύ προσεγμένα. Συγκεκριμένα το σκηνικότου Αντώνη Χαλκιά φάνηκε να αποδίδει την εικόνα ενός σπιτιού, με τους χώρους να καλύπτουν το μεγαλύτερο εύρος της κίνησης. Τα φώτα του Παναγιώτη Πλασκασοβίτη ήταν ιδιαίτερα δουλεμένα και συχνά εναλλασσόμενα, προσφέροντας μία ποικιλία στο μάτι. Εξίσου όμορφα ήταν και τα κοστούμιατου Αντώνη Χαλκιά με πολύχρωμες αποδόσεις, αντανακλώντας τον τύπο μιας καθημερινής ένδυσης.
Συνολικά (=), θα λέγαμε πως η παράσταση είχε μία ευκαιρία να προσφέρει μία κωμωδία αξιώσεων. Ωστόσο,δεν τα κατάφερε καθώς η σκηνοθεσία ακολούθησε έναν συμβατικό τύπο και η απόδοση του κειμένου κούρασε με τα επαναλαμβανόμενα σημεία της. Δυστυχώς οι πρωταγωνιστές δεν μπόρεσαν να αναβαθμίσουν το συνολικό αποτέλεσμα, με φωτεινή εξαίρεση τη Θεοδώρα Σιάρκου.
Βαθμολογία:
2,6/10
.
Τυχαία πλάνα, ερασιτεχνική λήψη
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
ΘΕΑΤΡΟ:
ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΣΙΝΕΜΑ:
Φωτογραφικό υλικό