Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Το διάσημο έργο από μόνο του συνιστά σταθερή θεατρική αξία τύπου «εγγύησης», έχοντας ανέβει σε πάμπολλες σκηνές και ερμηνευτεί από πληθώρα ηθοποιών, καθώς το κλασικό πλέον κείμενο με το ιδιαίτερο ψυχολογικό υπόβαθρο, προσφέρεται για πολυεπίπεδες προκλήσεις… Είναι λοιπόν αναμενόμενο όποτε συναντούμε την παράσταση από διαφορετικούς συντελεστές να μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, έχοντας καταρχάς την ασφάλεια ενός εξαιρετικού έργου, που απλά περιμένουμε από τον τρόπο προσέγγισης κάθε φορά να φωτιστούν «αλλιώς» οι πτυχές του…
Μιλάμε για την παράσταση «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» του Γουίλι Ράσελ και σε σκηνοθεσία Θανάση Κουρλαμπά, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αμαλία…
Πρόκειται για την περίπλοκη σχέση ενός καθηγητή και μιας «εκπαιδευόμενης», η οποία απευθύνεται σε αυτόν μέσω του Ανοικτού Πανεπιστημίου, με την απόφαση να αναβαθμίσει την ανούσια ζωή της δίπλα σε έναν τεμπέλη σύζυγο, καλλιεργώντας το πνεύμα… Εκείνος είναι ένας σοβαρός, αυστηρός, καθωσπρέπει καθηγητής που ωστόσο αντιμετωπίζει προσωπικά προβλήματα στη δουλειά και τη σχέση του καταφεύγοντας στο ποτό, ενώ εκείνη μια ανάλαφρη, λαϊκή, απλοϊκή κομμώτρια με περίσσιο αυθορμητισμό, αλλά με κοφτερό μυαλό και έντονη διάθεση «να τα μάθει όλα» επιλέγοντας τη λογοτεχνία… Σταδιακά η μεταξύ τους αλληλεπίδραση μέσα από τη διαδικασία της μάθησης θα επηρεάσει καταλυτικά και τους δύο επιφέροντας συναισθηματικές αλλαγές, με πλέον θεαματική την μεταμόρφωση της καλλιεργημένης πλέον Ρίτας που χάνει την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό της… κάτι που προβληματίζει τον καθηγητή για το δημιούργημά του και διαταράσσει τις ισορροπίες, ενώ η μοιραία ερωτική έλξη ανάμεσά τους θα καταλήξει απρόβλεπτα…
Το θαυμάσιο έργο (+) του Γουίλι Ράσελ έχει κάθε λόγο να κερδίσει καθολική αποδοχή, καθώς πραγματεύεται το διαχρονικά ελκυστικό θέμα των ανθρωπίνων σχέσεων και δη ερωτικών, μέσα από διαφορετικό και πολύ ενδιαφέρον πρίσμα… όπου εμπλέκονται κοινωνικά στερεότυπα, ταξικές διαφορές, η μαθησιακή διαδικασία και το αγαθό της γνώσης, βαθιές ψυχολογικές τομές, διερευνώντας με ακρίβεια τις αλλαγές του ψυχισμού που επιφέρουν ασυνείδητα οι καθοριστικές αποφάσεις… Πρόκειται για δύο χαρακτήρες καθαρούς και άρτια δομημένους με συνέπεια στην εξέλιξή τους, για μια πλοκή που κρατά το ενδιαφέρον με συνεχείς εναλλαγές ή μικρές ανατροπές, έξυπνο χιούμορ, τρυφερό συναίσθημα, για μια ρομαντική κωμωδία με βαθύτερες προεκτάσεις, κοινωνικές και ψυχολογικές, πέρα από το «φαίνεσθαι» μιας ιδιότυπης ερωτικής σχέσης μεταξύ ενός μέντορα και της μαθήτριάς του… Η δε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Κιμούλη απέδωσε το κείμενο με αφοπλιστική ζωντάνια, σύγχρονο λόγο, απόλυτη αμεσότητα…
Όσον αφορά στη σκηνοθεσία του Θανάση Κουρλαμπά, παρότι συμβατική μέσα σε ασφαλή- κλασικά πλαίσια και χωρίς κάτι ιδιαίτερο ή ευρηματικό, εντούτοις υπήρξε μεστή, έντιμη, αξιοπρεπής, αποτελεσματική, κρατώντας τον θεατή προσηλωμένο… Διότι απέδωσε με σαφήνεια και ακρίβεια τους χαρακτήρες μεθοδεύοντας πειστικά βήμα- βήμα την μετάλλαξη της Ρίτας, έδεσε αρμονικά τις σκηνές και χρονικές μεταβάσεις στην πλοκή, ανέδειξε θαυμάσια τόσο το συναίσθημα όσο και την κωμικότητα με ιδιαίτερη ευστοχία, αποφεύγοντας οποιουδήποτε είδους υπερβολή… Γενικά το μέτρο, η ισορροπία και η καθαρότητα χαρακτήρισαν το εγχείρημα, με έμφαση στο κείμενο των βαθύτερων νοημάτων και φυσικά τις απαιτητικές ερμηνείες, που σκηνοθετικά υπηρέτησαν άψογα το πνεύμα του έργου, σε μια παράσταση με ζωντανό ρυθμό και απρόσκοπτη ροή…
Ωστόσο το μεγάλο «συν» αφορά στην υποκριτική απόδοση των δύο ηθοποιών, συνθέτοντας ένα από τα διασημότερα θεατρικά ντουέτα…
Ξεκινώντας από τον Θανάση Κουρλαμπά στον δύσκολο ρόλο του καθηγητή Φρανκ, απέδειξε ακόμα μια φορά ότι πρόκειται για εξαιρετικό ηθοποιό μεγάλων δυνατοτήτων, που οφείλει να καταπιάνεται με ρόλους αξιώσεων… εδώ ανέδειξε με απόλυτη πειστικότητα τις συναισθηματικές εναλλαγές, παραπαίοντας διαρκώς και συχνά μισομεθυσμένος ανάμεσα σε ηττοπάθεια, παραίτηση, απογοήτευση, αυτοσαρκασμό, ερωτική λαχτάρα, χωρίς τίποτα από αυτά να κορυφώνεται ξεκάθαρα αλλά να συνυπάρχουν σταθερά και ενίοτε υπόγεια, προσδίδοντας ιδιαίτερη δυσκολία σε έναν ρόλο που του πήγαινε γάντι…τον οποίο ερμήνευσε με συγκινητική αφοσίωση και αποπνέοντας παράλληλα το «τραυματισμένο» κύρος ενός πανεπιστημιακού κοινωνικά καταξιωμένου…
Δίπλα του η Αμαλία Νίνου στον κλασικό ρόλο της Ρίτας, υπήρξε μια μικρή αποκάλυψη, για όσους τουλάχιστον δεν έτυχε να τη γνωρίζουμε… Διότι υποδύθηκε την νεαρή «απαίδευτη» κομμώτρια, ένα λαϊκό, ανέμελο επιφανειακά κορίτσι, που όμως ασφυκτιά στη μίζερη ζωή της, με όλο τον απαιτούμενο αυθορμητισμό, ζωντάνια, σπιρτάδα, αφέλεια, θυμίζοντας τη χαρά της ζωής που σαρώνει τα πάντα σαν σίφουνας αλλά ταυτόχρονα αφήνει να διαφανούν «ρωγμές», για να περάσει σταδιακά με καλοδουλεμένη υποκριτική ευελιξία και αληθοφάνεια στην μεταμόρφωσή της… να αποβάλλει τον πηγαίο αυθορμητισμό, να σοβαρέψει και να «στεγνώσει», να βιώσει ανατροπές στην ζωή της, να εκτιμήσει τη γνώση αποκτώντας κουλτούρα και βέβαια να ερωτευτεί με καινούργιο τρόπο… ένα «πριν» έντονα εξωστρεφές και ένα «μετά» με εσωτερικότητα εκ διαμέτρου αντίθετα σαν δύο ετερόκλητα πρόσωπα σε ένα, που η ταλαντούχα Αμαλία Νίνου απέδωσε με αξιοθαύμαστη ωριμότητα και επαγγελματισμό…
.
Αξιοπρεπέστατο το ρεαλιστικό σκηνικό με το γραφείο του καθηγητή και την μεγάλη βιβλιοθήκη να δεσπόζει στο φόντο, μελετημένοι οι φωτισμοί με σωστές διακυμάνσεις, ταιριαστά με τους χαρακτήρες και ιδιαίτερα της Ρίτας τα κοστούμια, ακολουθώντας ενδυματολογικά την εξέλιξή της, ενώ η μουσική του Διονύση Τσακνή, καλή μεν ως αυτόνομο άκουσμα, αλλά πολύ περιορισμένη και χωρίς να αφήσει ιδιαίτερο στίγμα στην παράσταση, περνώντας μάλλον αδιάφορα…
Το μόνο που μας έλειψε (-) σκηνοθετικά στο σύνολο της παράστασης, ήταν ότι δεν είδαμε να φωτίζονται «αλλιώς», με μια διαφορετική, σύγχρονη, φρέσκια ματιά οι πτυχές ενός κλασικού έργου που έχει ανέβει κατ’ επανάληψη… και σε παρόμοιες περιπτώσεις ο θεατής προσδοκά από ένα καινούργιο ανέβασμα , μια κάποια διαφοροποίηση από τα γνωστά κι αναμενόμενα των προηγούμενων, κάποιο παραπάνω ψάξιμο με φαντασία και σκηνοθετική ευρηματικότητα, ώστε να μην εισπράττει μόνιμα την αίσθηση «στο ίδιο (κι απαράλλακτο) έργο θεατές», που φυσικά του στερεί τη διάθεση για μια ακόμα συμβατική επανάληψη, νιώθοντας τις όποιες προσδοκίες του να διαψεύδονται… Διότι δεν έχει νόημα να βλέπεις πανομοιότυπες «Ρίτες», «Αντιγόνες», «Λυσιστράτες» κλπ που πλέον γνωρίζεις το κείμενο απέξω, απλά από διαφορετικούς ηθοποιούς… έτσι δεν είναι;
Εν κατακλείδι (=) μπορεί βέβαια να μην εισπράξαμε το «διαφορετικό» ή «σύγχρονο» που ίσως περιμέναμε, ωστόσο απολαύσαμε προσηλωμένοι μια έντιμη, αξιοπρεπή, φροντισμένη παράσταση με το θαυμάσιο έργο του Ράσελ και δύο εξαιρετικές ερμηνείες… καθόλου λίγο!
Βαθμολογία:
6,7/10
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό