Ευφυής κωμωδία «ΟΙ ΣΙΔΕΡΑΔΕΣ» με ουσία και κάποια… «θεματάκια». Eίδαμε & Σχολιάζουμε.
Δεν συναντούμε συχνά στην κατηγορία «κωμωδία» έξυπνες ιδέες, που να συνδυάζουν το συναίσθημα της ευφορίας και το «υγιές» γέλιο, με βαθύτερο περιεχόμενο ικανό να κεντρίσει το μυαλό. Ιδέες που να ξεφεύγουν από τα συνήθη «γελαστικά» στερεότυπα και με όχημα το ευφυές χιούμορ, να εντρυφούν σε θεματολογία απρόβλεπτη με προεκτάσεις επί της ουσίας. Σαν το έργο «ΟΙ ΣΙΔΕΡΑΔΕΣ» του Σέρβου συγγραφέα Μίλος Νίκολιτς σε μια παράσταση σκηνοθετημένη από τον Αυγουστίνο Ρεμούνδο, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία, ως συνέχεια του ενδιαφέροντος φεστιβάλ που φιλοξενεί. Στη διάρκεια των 80 λεπτών, απολαύσαμε με αυθόρμητο γέλιο και παράλληλα σκεπτικισμό, καταστάσεις κωμικοτραγικές και βαθιά ανθρώπινες, χωρίς όμως να παραβλέψουμε και κάποια «θεματάκια»…
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γερμανία, αρκετά χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στο εργαστήρι ενός σιδερά, που δέχεται περίεργη επίσκεψη από έναν Σέρβο συνάδελφο. Ο οποίος, ως αιχμάλωτος πολέμου είχε δουλέψει στο συγκεκριμένο εργαστήρι, ενόσω ο Γερμανός πολεμούσε στη Ρωσία και… ελαφρώς «επεκτάθηκε», σκαρώνοντας ένα γιο με τη γυναίκα του. Επιστρέφει λοιπόν να τον αναζητήσει, γιατί ο δικός του γιος στη Σερβία… δεν είναι δικός του, αλλά ενός Ρώσου απελευθερωτή της περιοχής– κατά τη διάρκεια της δικής του αιχμαλωσίας , ενώ ο γιος του Ρώσου αντίστοιχα έχει πατέρα τον Γερμανό- κατά τη διάρκεια που πολεμούσε στο ρωσικό μέτωπο! Ένα απίθανο κωμικό- τραγελαφικό μπλέξιμο, όπου εθνικές και γονεϊκές ταυτότητες έρχονται τα πάνω- κάτω, ενώ το καταλυτικό πρόσωπο της γερμανίδας συζύγου, ως διαχρονικό πρότυπο μάνας και με οδηγό το συναίσθημα και το καθαρό μυαλό, θα αποκαταστήσει τη φυσική και λογική τάξη των πραγμάτων.
Το σημαντικότερο από τα θετικά στοιχεία (+) της παράστασης, αφορά βεβαίως στη σύλληψη της ευρηματικής ιδέας του Μίλος Νίκολιτς.
– Έχοντας ζήσει ο ίδιος τον εμφύλιο σπαραγμό της χώρας του, εμπνεύστηκε ένα έργο που καταφέρνει να καυτηριάζει την αθέατη, σκοτεινή πλευρά του πολέμου και του εθνικισμού με ευρηματικό χιούμορ ως το πλέον αποτελεσματικό όπλο, ενώ παράλληλα αναδεικνύει την ανθρώπινη, ευάλωτη διάσταση των ηρώων. Προσεγγίζοντας τον πολυσήμαντο ρόλο του γονιού από ποικίλες οπτικές και καθιστώντας τη γυναίκα- μάνα κυρίαρχη μορφή, τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε εγκεφαλικό επίπεδο, συμβολίζοντας την εκ φύσεως πληρότητα της ύπαρξης που γεννά ζωή. Τα πολλά επίπεδα αναγνώσεων του έργου, επεκτείνονται σε έννοιες διαχρονικές σαν τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τα δεινά του πολέμου, τα γονεϊκά στερεότυπα, δοσμένα με την εύληπτη φόρμα της κωμωδίας, έξυπνα λεκτικά παιχνίδια και χαριτωμένη αφέλεια στα όρια του σουρεαλισμού, ωστόσο με διεισδυτική ματιά επί της ουσίας. Από πλευράς γραφής και επιτυχημένης, σύγχρονης μετάφρασης, θα επισημαίναμε μόνο ότι οι συχνές επαναλήψεις ως σταθερό μοτίβο για την κωμικότητα και έμφαση, ελαφρώς ξέφυγαν από το μέτρο…
– Πολύ καλές σε γενικές γραμμές οι ερμηνείες των ηθοποιών, μεταξύ των οποίων ξεχώρισε η Έφη Καραγιάννη, με εκφραστικότητα, έντονο ταμπεραμέντο και σκηνική σιγουριά, θαυμάσια εκφορά του λόγου και κίνηση. Ενώ πιο αδύναμο υποκριτικά θα χαρακτηρίζαμε τον Αβραάμ Παπαδόπουλο στον μικρό ρόλο του Ρώσου, όπου η υπερβολή ελάχιστα έπεισε. Οι βασικοί πρωταγωνιστές Ερμόλαος Ματθαίου και Ερνέστος Βουτσίνος στους ρόλους του Σέρβου και Γερμανού αντίστοιχα, που η μεταξύ τους ιδιαίτερη σχέση κυριαρχεί στην παράσταση, απέδειξαν καταρχήν ότι πρόκειται για δύο ταλαντούχους ηθοποιούς, με προσωπική σφραγίδα και δυνατότητες, που δούλεψαν εμφανώς τους ρόλους τους, καταθέτοντας πάθος, ενέργεια, πηγαία κωμικότητα, ενίοτε συγκίνηση. Ωστόσο η κακή άρθρωση του Βουτσίνου και η άτεχνη/ στυλιζαρισμένη κινησιολογία και των δύο με δόσεις υπερβολής, αδίκησε ελαφρώς τις ερμηνείες, συν το γεγονός ότι πάσχιζαν να βρουν «ταυτότητα», ανάμεσα στον ρεαλισμό και το γκροτέσκο. Προσέφεραν όμως κατά βάση, πολύτιμο, αυθεντικό γέλιο…
– Στο κομμάτι της σκηνοθεσίας του Αυγουστίνου Ρεμούνδου, είναι γεγονός ότι οι ανάγκες του έργου υπηρετήθηκαν ως σύνολο αξιοπρεπώς θα λέγαμε, με μικρά, εύστοχα χιουμοριστικά ευρήματα και γρήγορο, αδιάλειπτο ρυθμό, αναδεικνύοντας το κωμικό στοιχείο και τις διαρκείς εντάσεις, ενώ ξεχώρισε για την αισθητική της η εναρκτήρια σκηνή. Ο σωστός συντονισμός και ετοιμότητα των ηθοποιών έδωσαν ένα δεμένο αποτέλεσμα, στο οποίο ωστόσο εντοπίσαμε κάποιες αδυναμίες, που θα αναφέρουμε παρακάτω.
– Υπέροχη η ατμοσφαιρική μουσική των… δαιμόνιων String Demons, ειδικά στην εισαγωγή, και θα τη θέλαμε περισσότερη στη διάρκεια της παράστασης, αντί της υπόγειας μουσικής υπόκρουσης με ακορντεόν – ως βαλκανικό στίγμα, αλλά σε στιγμές μονότονη. Ενδεικτικά των χαρακτήρων και απολύτως ταιριαστά τα κοστούμια, συμβατικοί οι φωτισμοί, χωρίς ιδιαίτερη συμβολή, πέρα από δύο ένα- δύο «σκοτάδια» σε κομβικά σημεία της πλοκής.
Όσον αφορά στα «θεματάκια» (–), θα ξεκινήσουμε από το σκηνικό, ως πρώτη εντύπωση για τον θεατή, το οποίο ενώ υποτίθεται αναπαριστούσε ένα σιδεράδικο και θα περιμέναμε κάτι παρεμφερές, τύπου «βιομηχανικό» σκηνικό ως εικόνα και ατμόσφαιρα, έστω και αφαιρετικά/ συμβολικά, το μόνο που το συμβόλιζε ήταν ένα αμόνι πάνω σε τραπέζι – ούτε καν πάγκο εργασίας- και δίπλα ένα ακόμα τραπέζι, 3-4 καρέκλες και απέναντι ένας ολόσωμος καθρέφτης… μοδίστρας και μια «επι τούτου» βαλμένη ξύλινη σκάλα. Ένα ασύνδετο, ανέμπνευστο σκηνικό, που στερούνταν στίγματος και αισθητικής και βέβαια δεν έπειθε…
Η επόμενη ένσταση αφορά σε πτυχές της σκηνοθεσίας, η οποία δεν κατέληξε με σαφήνεια αν- πόσο- πού, θα κινηθεί ρεαλιστικά ή σουρεαλιστικά, παρουσιάζοντας στο μεγαλύτερο μέρος μπερδεμένη ταυτότητα, που μοιραία παρέσυρε και τους καλούς πρωταγωνιστές. Ενσωμάτωσε στη ροή κάποιες τραβηγμένες σκηνές ή φτιαχτές λεπτομέρειες μετέωρες, χωρίς σκηνική/ λογική «αιτιολόγηση», πχ. σαν τη φωνή ενός αόρατου «μπάρμπα», ανύπαρκτου στην πλοκή ή το πέταγμα μιας σακούλας ή το ανέβασμα σε καρέκλα και σκάλα… Επιπλέον κατέφυγε συχνά σε υπερβολική «φασαρία» για χάρη της κωμικότητας, με παραπανίσια κυνηγητά, τρεχάματα, παλέματα, εκρήξεις, που σε συνδυασμό με αρκετές επαναλήψεις, περιστασιακά αποδυνάμωσαν το ενδιαφέρον.
Κλείνοντας (=) θα εστιάσουμε στην ουσία της παράστασης, που αφορά σε μια ευρηματική συγγραφική ιδέα με ανθρωπιστικό περιεχόμενο και ευφυές χιούμορ, την οποία παράσταση, παρά τις μικρές αδυναμίες, ομολογούμε ότι στο σύνολο απολαύσαμε με στιγμές λυτρωτικού γέλιου…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6 στα 10
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό