Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Εννοείται ότι ο τεράστιος αρνητικός ντόρος που ξεσήκωσε η παράσταση, φτάνοντας μέχρι απαιτήσεις για παραίτηση καλλιτεχνικών διευθυντών, μπορεί να απέτρεψε μερίδα θεατών, ωστόσο για αρκετούς άλλους λειτούργησε ως «καύσιμο» εξιτάροντας την περιέργεια στα ύψη! Δεδομένου ότι για τους αυθεντικούς θεατρόφιλους η καλλιτεχνική ταυτότητα της «αιρετικής» Λένας Κιτσοπούλου είναι γνωστή και λίγο-πολύ ξέρουν τί θα συναντήσουν, το λογικό ερώτημα ήταν: Τί ακριβώς στη συγκεκριμένη παράσταση σόκαρε τόσο πολύ το κοινό της Επιδαύρου ώστε να αποχωρεί, να γιουχάρει, να κράζει ανελέητα τη δημιουργό, να ωρύεται στα σόσιαλ, να μιλά για ιεροσυλίες, να ζητά παραιτήσεις κλπ;;

Οπότε, προσωπικά μιλώντας και παρότι θαυμάστρια της Κιτσοπούλου από προηγούμενες δουλειές της, ακόμα κι αν λόγω αφόρητης ζέστης ή κούρασης ή απόστασης δεν είχα καμιά όρεξη να τρέχω στο «καυτό» Θέατρο Δάσους, μετά από όσα πρωτοφανή ακούστηκαν ΔΕΝ υπήρχε καμιά περίπτωση να χάσω τους «Σφήκες» σε ελεύθερη απόδοση και σκηνοθεσία της ίδιας, ως συμπαραγωγή του Εθνικού και του ΚΘΒΕ… Η επιθυμία να διαπιστώσω «ιδίοις όμμασι» το δίκαιο ή μη των επιθέσεων, υπερίσχυσε οποιουδήποτε εμποδίου και μετά το πέρας της παράστασης στο μισογεμάτο θέατρο (ευτυχώς), κατάλαβα πολύ καλά το πώς, το γιατί και από ποιους δόθηκε σύνθημα «πυροβολήστε τον πιανίστα»…

Το δελτίο τύπου αναφέρει ξεκάθαρα, χωρίς καμιά παρανόηση, ότι πρόκειται για ελεύθερη απόδοση βασισμένη στο (παραδόξως) ελάχιστα προβεβλημένο έργο «Σφήκες» του Αριστοφάνη, που σημαίνει ότι η συγγραφέας Κιτσοπούλου, κρατώντας ως πηγή έμπνευσης τον βασικό πυρήνα και την κεντρική ιδέα του πρωτότυπου, είχε πλήρη ελευθερία να δημιουργήσει ένα σύγχρονο πόνημα, καυτηριάζοντας με το δικό της βιτριολικό «κεντρί»- αντίστοιχο με του Αριστοφάνη για την εποχή του- τις σημερινές παθογένειες ενός σάπιου περίγυρου, που ζει και αναπνέει μέσα σε μια ακατανόητη τρέλα… Κράτησε τους κεντρικούς χαρακτήρες του δικομανή πατέρα και του γιου του, καθώς και το κυρίαρχο πνεύμα του έργου που πραγματεύεται με σκληρή σάτιρα τις έννοιες- θεσμούς της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης και απλά τα έφερε στο παρόν μιλώντας για το σήμερα με την γνωστή, ωμή «Κιτσοπουλέικη» γλώσσα, ενίοτε πιο τσουχτερή από κεντρί σφήκας…

Μια ειλικρινής, ανεπιτήδευτη, αιχμηρή γλώσσα (+) που ναι, βρίζει ασύστολα… ναι, βωμολοχεί χωρίς ντροπή… ναι, προκαλεί συχνά ακραία… ΑΛΛΑ ταυτόχρονα γκρεμίζει με κλωτσιές τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό, χτυπά γροθιές στα στομάχια των «πολιτικά ορθών», περιγελά αυθάδικα στερεοτυπικούς κανόνες, βγάζει τεράστια γλώσσα σε λογής εξουσίες, αποδομεί μέχρις εσχάτων βολικά κλισέ, σαρκάζει τα πάντα μέχρι και το ίδιο το δημιούργημά της, ενώ κάτω από την επιφανειακά «σκληρή» φόρμα ή το καυστικό χιούμορ, για όποιον νοιάζεται να ψάξει, θα διακρίνει μέσα από ρωγμές του λόγου της μια έντονη υπαρξιακή αγωνία, φιλοσοφικό υπόβαθρο, τραυματισμένη ευαισθησία ως απελπισμένη κραυγή ή μια καλά φυλαγμένη τρυφερότητα, προστατευμένη από «ασπίδα» ωμότητας…

Το παρόν έργο, με αριστοφανικά στοιχεία πρόκλησης που έχουμε συναντήσει κατά κόρον σε πολύ πιο ακραία μορφή σε άπειρες αντίστοιχες παραστάσεις, βασίστηκε στην αλληλεπίδραση χαρακτήρων της νεοελληνικής πραγματικότητας, με κεντρικό ήρωα τον κάφρο, τσαμπουκαλή «Ελληναρά», έτοιμο ανά πάσα στιγμή να καταδικάσει, να χλευάσει, να διασύρει, να εξοντώσει μέχρι θανάτου, οτιδήποτε δεν συνάδει με τα δικά του πιστεύω και γούστα, ως μια φιγούρα τραγελαφική στην υπερβολή της, ήτοι τραγικά κωμική, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα αναγνωρίσιμη… Δίπλα του ο γιος στην «πέρα βρέχει κοσμάρα» του και γύρω του ένα συνονθύλευμα από υπαρκτούς τύπους της αλλοπρόσαλλης πραγματικότητας,με βιαστές μπάτσους, ελληνίδαμάνα, βραβευμένο σεφ, δούλους υποχείρια, βιασμένη γυναίκα, γκέι ζευγάρι κλπ. δίνοντας απρόβλεπτες αφορμές για σάτιρα- αποδόμηση εκ βάθρων σύσσωμου του άρρωστου κοινωνικού τοπίου… από την αβάσταχτη φαιδρότητα Μέσων, επώνυμων ή πολιτικών, μέχριτην καταρράκωση αξιών σαν την δικαιοσύνη και την κατάργηση κάθε κριτικής σκέψης, δοσμένα ωστόσο όλα «ανάποδα» με υπόγεια πίκρα ως κραυγή πίσω από το γέλιο, κι εδώ έγκειται η ευφυία και ευρηματικότητα της Κιτσοπούλου, να μην προσφέρει το προφανές «στο πιάτο», παρότι υπάρχουν κάποιες ενστάσεις παρακάτω σχετικά με τη δομή…

Σε επίπεδο σκηνοθεσίας ανέδειξε με γλαφυρότητα και ρεαλισμό τους χαρακτήρες χωρίς να δημιουργήσει καρικατούρες, τόνισε απολαυστικά την κωμικότητα με έξυπνα ευρήματα στην εκφορά του λόγου και την κινησιολογία, υπογράμμισε με έμφαση τα σημεία ουσίας με το υπόγειο νόημα… παράλληλα διατήρησε ζωντανό ρυθμόμε συνεχή ροή, ενώ οι ποικίλες εναλλαγές, η διαρκής κινητικότητα και η έντονη θεατρικότητα με απρόοπτα στιγμιότυπα, πχ. οι φόνοι με απαραιτήτως στρωμένο πλαστικό «να μη λερώσουν» ή η εγκλωβισμένη στο φόρεμα γυμνόστηθη ή η τεράστια μάσκα του μαύρου μπασκετμπολίστα ή τα εκλογικά παραβάν για… γδύσιμο κλπ. κράτησαν σε όλη τη διάρκεια των 100 λεπτών αμείωτο το σκηνικό ενδιαφέρον, ανακαλύπτοντας σχεδόν σε κάθε σκηνή μια εμφανή «ανάποδη» αλληγορία για θέματα ρατσισμού, ηθικής, διαφορετικότητας, δικαιοσύνης, κριτικής σκέψης, αυθαιρεσίας, καταπίεσης…

Γιατί όλα αυτά και κάποια ακόμη ευαίσθητα, αναδείχθηκαν με τρόπο απρόσμενα χλευαστικό ως απάντηση στη μάστιγα της πολιτικής ορθότητας, που έχει «χτίσει» ασφυκτικά αδιαπέραστα τείχη και νέα απαράβατα στερεότυπα, καταδικάζοντας με πρωτοφανή φασισμό την όποια διαφορετική άποψη, από λάβρους υπερασπιστές της… διαφορετικότητας!Μιλάμε για τον απόλυτο σύγχρονο παραλογισμό και ευτέλεια σε όλα τα επίπεδα, που ήταν αναμενόμενο να αποτυπωθούν τόσο στα ετερόκλητα «κιτς» σκηνικά με μπασκέτα και φτηνά πλαστικά ή τα αλλοπρόσαλλα ρούχα, όσο καιστο «τρελό» τοπίο δράσης των αλλοτριωμένων-ευνουχισμένων ηρώων, ανίκανων να διακρίνουν το δίκαιο από το άδικο, το δημοκρατικό από το φασιστικό, το ηθικό από το ανήθικο, το λογικό από το παράλογο… αποχαυνωμένοι σε έναν κόσμο φτηνής ματαιοδοξίας και εξαρτημένοι σε βαθμό διαστροφής από το επιθετικό, κραυγαλέο, άκριτο «κέντρισμα» οποιουδήποτε διαφωνούντα, με θανάσιμες δόσεις δηλητήριου στα Μέσα…

Εντοπίσαμε γενικά πολύ εύστοχες στον συμβολισμό τους σκηνοθετικές στιγμές, με ευφάνταστο και απολαυστικό το εύρημα του «μονοπρόσωπου Χορού» από έναν μόνο «Σφήκα», σατιρίζοντας με εξαιρετικό χιούμορ τον ρόλο αυτού του δομικού στοιχείου στο αρχαίο δράμα με αναφορά (και) ονομάτων… Βρήκαμε θαυμάσια την καθοδήγηση του ωρυόμενου πρωταγωνιστή (Θοδωρής Σκυφτούλης) με τονισμένες κραυγές σαν αυτές των σκληρών διαδικτυακών κριτών, με δεμένο πόδι σαν την προσκόλληση στις «αρχές» του, με ιδιαίτερη κωμικότητα στα όρια του γελοίου ως απόρροια της θλιβερής, αυταρχικής του φύσης… Εξαιρετικοί επίσης όλοι οι ηθοποιοί, συχνά σε ρόλους χωρίς σαφές περίγραμμα που όμως απέδωσαν με επαγγελματισμό, συνέπεια, ενέργεια κι ενίοτε έντονη καταπόνηση εν μέσω καύσωνα…

Εκτιμήσαμε επιπλέον τη ζωντανή ορχήστρα και τη συμβολή της με ατμοσφαιρική μουσική του Ν. Κηπουργού ή γνωστά ακούσματα ή αστείες παρωδίες αφιερωμένες σε… Μπιμπίλα και Κούγια, ενώ ο καταληκτικός μονόλογος του φινάλε τραγουδισμένος σε ρυθμό ραπ από την Λένα Κιτσοπούλου, επί της ουσίας «συνόψισε» με μια αξιοθαύμαστη μείξη δραματικού και ακραία επιθετικού ως «άμυνα» όλο το πνεύμα του έργου της, καταθέτοντας μια συγκινητική αγωνία και ατόφια αλήθεια πίσω από την «πρόκληση» της βρισιάς σε πρώτο πρόσωπο, που χάρη σ’ αυτά, ακούγεται απενοχοποιημένη και ποτέ χυδαία στα δικά της λόγια, ίσως ούτε καν «πρόκληση», απλά αυθεντικές αλήθειες που ενίοτε πονούν…

Ποιες είναι οι ενστάσεις μας (-) μας;; Όχι βέβαια το περιεχόμενο, τα θέματα, ο τρόπος διαχείρισης ή η «σήμα κατατεθέν» αιχμηρή, αθυρόστομη γλώσσα της, που σόκαραν τους πολιτικά ορθούς της Επιδαύρου με την περίσσια «ευαισθησία» περί δημοκρατίας, περί ζώων, παχύσαρκων, διαφορετικών, γκέι κλπ. και ταυτόχρονα με περίσσια ευκολία να καταραστούν «ψόφο» στον διαφωνούντα ή να απαιτήσουν τον αποκεφαλισμό μιας «αιρετικής» εν προκειμένω, καθότι το αμόλυντο σύμπαν τους μπορεί να αποδέχεται τους διαφορετικούς, αλλά επουδενί… τις ενοχλητικές, μιαρές «σφήκες» να τους χώνουν τον καθρέφτη στη μούρη θυμίζοντάς τους «οικεία κακά»…
Η βασική μας ένσταση αφορά καθαρά στο δομικό κομμάτι του κειμένου, καθώς διακρίναμε από χαλαρή έως ανύπαρκτη συνοχή μεταξύ των διαφορετικών σκηνών ως συνέπεια του ανεπαρκούς λογικού ειρμού… Που πρακτικά σημαίνει διάφορα σχεδόν αυτόνομα στιγμιότυπα χωρίς μεταξύ τους σύνδεση, που προέκυπταν περίπου αυθαίρετα «συγγραφική αδεία» (κάπως σαν τα σκετσάκια επιθεώρησης), προκειμένου να καλυφθεί θεματολογικά ένα ευρύτατο φάσμα καταστάσεων …Δεν υπήρχε δηλαδή συμπαγές έργο με αρχή- μέση- τέλος και πλοκή, γεγονός ωστόσο που μπορεί να αιτιολογηθεί με το πρόσχημα της παράλογης εποχής με την απόλυτη «αταξία»… Επίσης θεωρούμε ότι μπορούσε να γίνει πιο «ζουμερή» επιλογή χαρακτήρων για περισσότερη ουσίακαι κάτι τελευταίο αφορά στην «επαναληψιμότητα» της δημιουργού που ανακυκλώνοντας τα ίδια μοτίβα δεν θα αποφύγει την κούραση ακόμα και των θαυμαστών της…

Κλείνοντας (=) πρέπει να πούμε ότι το θεσσαλονικώτικο κοινό του… μη «ιερού» Θεάτρου Δάσους, όχι μόνο γέλασε και καταχειροκρότησε με επευφημίες στο φινάλε, αλλά και πολλές στιγμές ενδιάμεσα, επικροτώντας μια άξια, ευφυή, απολαυστική δημιουργία με ουσία… Κατόπιν τούτων, υποθέτω είναι σαφές ποιοι και γιατί έστησαν την παράσταση και τη δημιουργό της… στα 6 μέτρα!
Βαθμολογία:
6,8/10
.
Σήμερα Τετάρτη 26/07, τελευταία παράσταση στο Δάσος, αν θέλετε προλαβαίνετε.
.
Φωτογραφικό υλικό