Είδαμε και σχολιάζουμε.
Είναι γνωστό ότι η παρούσα παράσταση βασίζεται στην ομώνυμη ταινία του 2002, για την οποία διαβάζουμε στο σημείωμα ότι «αποτέλεσε για πολλούς μία από τις κορυφαίες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου». Προσωπικά ομολογώ ότι δεν ανήκω στους εν λόγω «πολλούς» και ουδόλως συμμερίζομαι τη μεγαλοστομία, αντίθετα βρήκα την ταινία ρηχή, ανούσια και κακής αισθητικής. Παρά ταύτα η μεταφορά της στο θεατρικό σανίδι αποτελεί προφανώς μια καινούργια δημιουργία και ένα είδος πρόκλησης, όπως τα εισπράξαμε στο θέατρο Αυλαία παρακολουθώντας την παράσταση «Σπιρτόκουτο – Πόλεμος σε τέσσερεις τοίχους» του Γιάννη Οικονομίδη, από την ομάδα «Γκραν Γκινιόλ» και σε σκηνοθεσία Στάθη Μαυρόπουλου.
Το έργο διαδραματίζεται στο διαμέρισμα μιας ελληνικής οικογένειας, της οποίας τα μέλη – πατέρας, μητέρα, γιος και κόρη – πλαισιωμένα από δύο ακόμα συγγενικά πρόσωπα και ένα φιλικό, επιδίδονται σε έναν… εμφύλιο σπαραγμό μέχρις εσχάτων, με το σπίτι να θυμίζει εμπόλεμη ζώνη! Ο μόνος κώδικας μέσω του οποίου επικοινωνεί η οικογένεια είναι κραυγές, βρισιές, προσβολές και βία, προκαλώντας συνεχείς εκρήξεις και τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα τις σαθρές σχέσεις τους μέχρι την τελική κατάρρευση. Ο πατέρας – αφέντης, ιδιοκτήτης καφεμπάρ, σχεδιάζει με τον κουνιάδο- συνεταίρο και παρά τις ενστάσεις του, το άνοιγμα πολυτελούς εστιατορίου… ο γιος και η κόρη ζουν στον δικό τους κόσμο απορροφημένοι από λογής γκομενικά… η καταπιεσμένη, ανέραστη γυναίκα του ξεσπά τα απωθημένα της πάνω του, μέχρι που μια σοκαριστική αποκάλυψή της θα τον καταρρακώσει…
Αξιολογώντας την παράσταση, όπου ενδόμυχα η σύγκριση με την ταινία είναι αναπόφευκτη, οφείλουμε να πούμε ότι η ζωντανή θεατρική δημιουργία με την αμεσότητά της, σαφώς κέρδισε στα σημεία, ωστόσο οι ενστάσεις όσον αφορά στη θεματολογία παραμένουν.
Αναλυτικά, το πρώτο ενδιαφέρον, δυνατό στοιχείο (+) της παράστασης αφορά στη σκηνοθεσία του Στάθη Μαυρόπουλου, ο οποίος μέσα σε 70 πυκνά και σοφά αξιοποιημένα λεπτά, απέδωσε όλο το μέγεθος της συναισθηματικής «αναπηρίας» και το ζοφερό κλίμα των ακραίων συγκρούσεων. Με λιτότητα και ευφυή σκηνική οικονομία κίνησε τα νήματα των χαρακτήρων, εστιάζοντας στη λεκτική – και ενίοτε σωματική βία ως κυρίαρχο στοιχείο, με αληθοφάνεια, πειστικότητα και τη δέουσα ατμόσφαιρα παρακμής, σε ένα έργο όπου η υπερβολή αποτελεί δομικό στοιχείο. Τα πάντα εκφράζονται λεκτικά και σωματικά σε υπερθετικό βαθμό «δεσμεύοντας» τις αισθήσεις και η επιλογή μιας λιτής, σχεδόν αφαιρετικής σκηνοθετικής γραμμής σε επίπεδο πλοκής και θεάματος, αποδείχθηκε σοφή και ουσιαστική, χωρίς να «μπουκώνει» περαιτέρω.
Επιπλέον η αξιοποίηση της πλατείας και η προσθήκη διαδραστικότητας στο φινάλε, με τους ηθοποιούς τρόπον τινά να συνδιαλέγονται έξυπνα με τους θεατές, προσέδωσε αναμφίβολα ζωντάνια και ρεαλισμό, αν και το στιγμιότυπο τράβηξε λίγο παραπάνω και κινδύνεψε οριακά να βγει εκτός κλίματος. Ωστόσο το σύνολο υπήρξε καλοστημένο, με ισορροπημένο ρυθμό, διαρκείς εντάσεις, πειστικές δραματικές σκηνές είτε βίας είτε συναισθηματικής κατάρρευσης, σε μια ατμόσφαιρα αρκούντως σκοτεινή με μικρές συμβολικές πινελιές και εν μέσω συνεχών κραυγών… που πιθανόν σε στιγμές κούραζαν, όμως είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον παρέμενε σε όλη τη διάρκεια στραμμένο στη σκηνή.
Δυναμικό επίσης στοιχείο συνιστούσαν οι ερμηνείες των ηθοποιών, με το κύριο βάρος να σηκώνει ο σκηνοθέτης και ταυτόχρονα πρωταγωνιστής Στάθης Μαυρόπουλος, σε έναν ρόλο που θα χαρακτηρίζαμε εξοντωτικό, όπως περίπου και των υπολοίπων τριών μελών της οικογένειας, όντες αναγκασμένοι αντί να μιλούν φυσιολογικά, να κραυγάζουν βρίζοντας με ένταση. Πρόκειται για τρομερή καταπόνηση των φωνητικών χορδών και σε πρακτικό επίπεδο αναρωτιέται κανείς πώς καταφέρνουν να τις διαφυλάσσουν ακέραιες για κάθε παράσταση! Ο δε πατέρας – Σ. Μαυρόπουλος το κάνει σχεδόν ακατάπαυστα για 70 λεπτά, ωστόσο πέραν της ιδιαίτερης εκφοράς του λόγου και της σωστής κινησιολογίας, πείθει απόλυτα για τον λαϊκό, αυταρχικό, φωνακλά ήρωα – εν τέλει ευνουχισμένο και βαθιά τραυματισμένο, αποδίδοντας ρεαλιστικά όλες τις πτυχές του, φανερές και υπόγειες, με επαγγελματισμό, υποκριτική ωριμότητα, μελετημένη ενέργεια.
Εξίσου αληθοφανής στις εκρηκτικές αντιδράσεις η γυναίκα του, με πειστικό «τσαμπουκά», βίαια ξεσπάσματα, αμεσότητα και ετοιμότητα, όπως και οι γιος και κόρη με εμφανή σκηνική άνεση και δουλεμένη εκφορά του λόγου, παραπέμποντας άμεσα σε αναγνωρίσιμα σημερινά πρότυπα. Από τους υπόλοιπους τρείς, εξαιρετική θα χαρακτηρίζαμε τη λιτή ερμηνεία της φιλοξενούμενης Μαργαρίτας με τις μελετημένες ισορροπίες και το απρόσμενο ρεαλιστικό ξέσπασμα, αξιοπρεπή τον συνεργάτη του μαγαζιού και ελαφρώς πιο αδύναμο τον κουνιάδο, που υπολειπόταν σε «συμμετοχή» και πειστικότητα ενός χαρακτήρα καθημερινού, ίσως του πλέον «φυσιολογικού» σε ένα περιβάλλον ακροτήτων.
Μένοντας στα θετικά, θα εξάρουρε το εμπνευσμένο σκηνικό, αποτελούμενο από ανάκατα παλιακά έπιπλα στοιβαγμένα σε σωρό γύρω από ένα υπερυψωμένο «βάθρο» με την πολυθρόνα του αφέντη, ενώ χάρτινα «σκουπίδια» καλύπτουν όλο το πάτωμα… ένα αφαιρετικό σκηνικό που με τη σοφή λιτότητα του, απέδωσε εξαιρετικά την παρακμιακή ατμόσφαιρα με άψογους συμβολισμούς – ακόμη και στα δύο πλαίσια – πόρτες για την είσοδο και έξοδο από το «άρρωστο» σπίτι. Για τα συμβατικά επαρκή κοστούμια δεν έχουμε να σχολιάσουμε κάτι, σε αντίθεση με τις ατμοσφαιρικές και εν μέρει απρόβλεπτες μουσικές επιλογές και τους εύστοχους φωτισμούς που εστίασαν στα κατάλληλα σημεία δράσης.
Η κύρια ένσταση που αφορά στην ουσία (-), έχει να κάνει με το περιεχόμενο του έργου του Γιάννη Οικονομίδη (στη θεατρική μεταφορά σε σύμπραξη με την Λένια Σπυροπούλου), από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την ανάπτυξη και τον τελικό στόχο. Καθώς επικεντρώνει σε μια ελληνική οικογένεια των μέσων λαϊκών στρωμάτων, οδηγώντας την σε ακραία μορφή ως ένα σπάνιο, βαθιά αρρωστημένο πρότυπο, όπου η κατάχρηση της υπερβολής και βρισιάς αφενός κουράζει κι αφετέρου καθιστά τους χαρακτήρες γραφικούς, ενίοτε στα όρια καρικατούρας, με ασαφή όρια μεταξύ τραγικού – κωμικού. Κυρίως όμως αυτό που εκλείπει είναι ο «προορισμός», σε ένα κείμενο που από την αρχή μέχρι το τέλος αναλώνεται σε επαναλαμβανόμενο υβρεολόγιο – πιθανόν τα «μαλάκα» και «γαμήσου» είναι περισσότερα από τα «και»- για να δείξει το προφανές, χωρίς να οδηγεί κάπου βαθύτερα στην ουσία. Ακόμα και η ανατροπή της αποκάλυψης δεν προχωρά πέραν της επιφάνειας, αφήνοντας ένα ρηχό φινάλε ως επίγευση και το (κυριολεκτικό εδώ) ερώτημα στον θεατή «προς τί λοιπόν το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός;»
Κλείνοντας (=) θα πούμε ότι με δεδομένο ένα ανέμπνευστο κείμενο φορτωμένο υπερβολή, στήθηκε μια παράσταση με τη δική της αξιόλογη δυναμική, που χάρη σε μια ισορροπημένη σκηνοθεσία με ζωντάνια και εύστοχες ερμηνείες, καταφέρνει να κρατά τον θεατή προσηλωμένο…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
5,5 ΣΤΑ 10
.
Για τη παράσταση, διαβάστε εδώ
.
Φωτογραφικό υλικό