(2η κριτική, πρώτη δείτε εδώ)
Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το διαχρονικό και καθολικό έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, «Άμλετ», πρωτοπαρουσιάστηκε τον 17ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα το έτος 1602 με τίτλο «Η Τραγική Ιστορία του Άμλετ, Πρίγκιπα της Δανιμαρκίας». Στη χώρα μας έφθασε μετά από κάτι περισσότερο από τρεις αιώνες και παρουσιάστηκε το έτος 1937.
Πάμε όμως να δούμε πως μεταφέρθηκε το συγκεκριμένο έργο στο σύγχρονο ελληνικό κοινό κατά την καλοκαιρινή περίοδο του 2024.
Πρόκειται για την ιστορία εκδίκησης του Δανού πρίγκιπα Άμλετ εναντίον του σφετεριστή του θρόνου, θείου του. Θα θρηνήσει, θα περιθωριοποιηθεί, θα φθάσει στα όρια της μανίας και της τρέλας για να αποδείξει την αδικία και το έγκλημα, που διαπράχθηκε εις βάρος του οίκου του. Το σχέδιο του είναι καλοστημένο, όπως ακριβώς μία θεατρική παράσταση!Ο Άμλετ δε θα διστάσει να θυσιάσει τον κόσμο γύρω του, για να αποδώσει τη δικαιοσύνη, ακόμα και αν αυτό οδηγήσει στην ίδια του την καταστροφή…
Επί τω έργω:
Ο Θέμης Μουμουλίδης έχει διττό ρόλο στην απόδοση του έργου, όπως άλλωστε συνηθίζει να έχει στις παραστάσεις του. Αρχικά, υπογράφει την επεξεργασία του μεταφρασμένου από τον Γιώργο Χειμώνα κειμένου. Δευτερευόντως, αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση της σκηνοθεσίας της παράστασης με τη συνδρομή της Κατερίνας Λιαποπούλου.
Ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται τις ικανότητες του θιάσου του και αφήνει τα μέλη του να πρωταγωνιστήσουν αρκούμενος σε παρασκηνιακές οδηγίες. Ας μην ξεχνάμε, ότι τα έργα του Σαίξπηρ είναι «χαρακτηροκεντρικά», με τους ηθοποιούς να προβαίνουν σε μονολόγους, οι οποίοι διακατέχονται από πομπώδεις εκφράσεις και λεξιλόγιο με στόμφο. Αυτή, η κατά τα άλλα πιστή προσέγγιση, ίσως να κουράσει ένα κοινό, καθήμενο και μαθημένο σε γρήγορες διαδράσεις και εναλλαγές. Αυτός είναι και ο λόγος που η διάρκεια του έργου μειώνεται σε σχέση με αυτό που γνωρίζουμε. Η καλή δουλειά εντούτοις διαφαίνεται σε αυτό ακριβώς στο σημείο. Σε μία διασκευή, η οποία εμπεριέχει όλα τα ζωτικής σημασίας συστατικά στοιχεία του έργου, αλλά αποκλείει τις μακρηγορίες και καλύπτει τα κενά με ερμηνείες. Δίχως αυτό τον ελιγμό, το έργο θα ήταν πολύ πιο αργό, βαρύ και στυφό. Τώρα, το πλαίσιο αλλάζει, με τον πρωταγωνιστή Αναστάση Ροϊλό να κατακτά την σκηνή και τους ηθοποιούς να τον πλαισιώνουν σε μία σχετικά άμεση εναλλαγή σκηνών και χαρακτήρων.
Με τον ρυθμό λοιπόν να είναι σχετικά σταθερός και με τις ερμηνείες των ηθοποιών να αυξάνουν την ένταση του, ο τόνος διατηρείται αμετάβατος και σοβαρός. Πρόκειται εξάλλου για τραγωδία, δεν χωράνε σκηνές με στιγμές ανάλαφρης χαλάρωσης. Ωστόσο, ορισμένες διαθέτουν ένα είδος ιδιόμορφου χιούμορ στο περιεχόμενο του λόγου τους. Αυτό όμως είναι κακεντρεχές, κυνικό και μαύρο και μεταφέρεται από συγκεκριμένο χαρακτήρα που ενσαρκώνει τους προαναφερόμενους προσδιορισμούς.
Η Μικαέλα Λιακάτα επιμελείται το σκηνικό της παράστασης. Εκ πρώτης όψεως ίσως να θεωρηθεί απλό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Είναι επιβλητικό, καθώς πρόκειται για πτέρυγα κάστρου, ίσως ένας πύργος, του οποίου η αρχιτεκτονική είναι μοντέρνα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κομμάτι φουτουριστικού ανακτόρου που πατάει σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Με αυτό δε γεμίζει μονάχα η σκηνή για τους ηθοποιούς και το μάτι των θεατών, αλλά εξυπηρετεί εξίσου πολλούς σκοπούς. Υπάρχει το κέντρο του, υπάρχουν κρυφές πόρτες, φανερά σκαλοπάτια, εξογκώματα στα οποία σκαρφαλώνουν και στέκονται οι ηθοποιοί, φωτισμοί ενταγμένοι και εντοιχισμένοι εντός του σκηνικού. Μία αριστοτεχνική κατασκευή που προσφέρει μια γεμάτη και πλούσια εικόνα, ενώ δίνει την πληροφορία για την ατμόσφαιρα της παράστασης. Είναι κάτι κλασικό, με μοντέρνα ματιά και ατμόσφαιρα από μία σύμπραξη ανάμεσα σε εξπρεσιονισμό και μοντέρνας γκόθικ αισθητικής. Πολλές επιρροές από πολλά ρεύματα και τομείς, ένα ευτυχές πάντρεμα!
Η Βασιλική Σύρμα αναλαμβάνει την ένδυση των ηθοποιών και των χαρακτήρων τους. Το έργο τοποθετείται σε ένα μεσαιωνικό πλαίσιο. Η κυρία Σύρμα κρατάει την ιδέα πίσω από την αντίστοιχη αμφίεση και την φέρνει στο σήμερα και ίσως και στο αύριο. Τα κουστούμια είναι σκούρα για να αναδειχθεί αφενός το πένθος, αφετέρου η φύση των χαρακτήρων. Μονάχα, ένας από τους ήρωες, ο «Πολώνιος», τον οποίο υποδύεται ο Θοδωρής Σκυφτούλης, φοράει κάτι πιο «ζωντανό» στον βαθμό και το πλαίσιο της απόχρωσης αυτού. Η χρυσή τομή είναι στην επιλογή του υφάσματος. Έχει επιλεχθεί το αντίστοιχο του βελούδου, μία ενδυματολογική επιλογή που παραπέμπει σε ένα σεβαστό ποσοστό σε αρχοντικό μεσαιωνικό ρούχο. Φορέματα και κοσμήματα ενισχύουν την προϋπάρχουσα ιδέα της συλλογικής εικόνας. Μπορούμε να σταθούμε στα ρούχα του πρωταγωνιστή. Είναι τα πιο μοντέρνα, σα να υπάρχει συνειδητή επιλογή να απομακρυνθεί ακόμη και σε στυλιστικό επίπεδο από το σύνολο. Πρόκειται για μαύρο πανωφόρι με κουκούλα, το οποίο βγαίνει εύκολα στα ερμηνευτικά ξεσπάσματα του κυρίου Ροϊλού.
Ο Νίκος Σωτηρόπουλος αναλαμβάνει να φωτίσει και να αναδείξει τα ήδη υπάρχοντα χρώματα στην σκηνή. Οι φωτισμοί του είναι ως επί το πλείστον ψυχροί για να αποδώσουν τη ζοφερότητα που επικρατεί στο ανάκτορο της Δανίας. Προέρχονται εκτός της σκηνής, αλλά και εντός, φωτίζοντας κάτω από τα πόδια των ηθοποιών δημιουργώντας σκιές που ξεπερνούν το σκηνικό. Ο πιο ενδιαφέρων φωτιστικός ελιγμός -ναι, θα τον συμπεριλάβουμε σε αυτό το κομμάτι, αν και ανήκει στο σκηνοθετικό-φωτογραφικό αντίστοιχο- είναι η εμφάνιση του φαντάσματος, του δολοφονημένου βασιλιά. Εντυπώνεται πάνω στο σκηνικό, και χρησιμοποιείται ένα φίλτρο με έντονη αυξομείωση αυτού που λέμε «contrast». Η εικόνα είναι απόκοσμη και κατακτά σε επίπεδο φωτισμού την σκηνή στην οποία εμφανίζεται. Αναστάση Ροϊλέ γνωρίζουμε ότι εσείς ήσασταν η σκιά του φαντάσματος!
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος αποτελείται από 9 ηθοποιούς, με τους τέσσερις από αυτούς να διαθέτουν μεγαλύτερο ρόλο και σκηνικό χρόνο.
Κορυφή της ομάδας είναι ο πρωταγωνιστής Αναστάσης Ροϊλός. Ο ρόλος του πηγαίνει απίστευτα ταιριαστά, με τον ηθοποιό να γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να φέρει στην σκηνή. Υπάρχει ένταση και νεύρο στην ερμηνεία του. Η σκηνή υποτάσσεται στο ερμηνευτικό του διάβημα, το οποίο ακολουθεί διαφορετικά μονοπάτια ως προς την περάτωση του. Τον βλέπουμε να αρχίζει ως ο πρίγκιπας που θρηνεί και πενθεί και να μετατρέπεται σιγά σιγά σε έναν άνθρωπο με κίνητρο την εκδίκηση. Αυτή η μεταστροφή γίνεται μέσα από την ανάληψη ενός δεύτερου ρόλου εντός των πλαισίων του έργου. Πρόκειται για ένα «ερμηνευτικό inception», ένας ρόλος μέσα σε έναν ρόλο, με τον Αναστάση Ροϊλό να αποδίδει με σοβαρότητα τη μανία που διακατέχει τον χαρακτήρα του, Άμλετ. Δε λείπουν ωστόσο οι σκηνές απροκάλυπτης πρόκλησης προς τους συμπρωταγωνιστές του. Σε συνεννόηση με την Πατρίσια Απέργη προβαίνει σε χορευτικές μοντέρνες κινήσεις με ευφάνταστη κατάληξη. Αξίζουν εύσημα στον ηθοποιό για την τελική σπαθογραφία, μία χορογραφία την οποία ο ίδιος οργάνωσε και συνέθεσε.
Οι επόμενοι τρεις ηθοποιοί αποτελούν το ανταγωνιστικό τρίπτυχο του πρωταγωνιστή. Αν και μοιράζονται την κατηγορία είναι αμιγώς διαφορετικοί.
Πρώτος είναι ο Μιχάλης Συριόπουλος στον ρόλο του σφετεριστή θείου, «Κλαύδιου». Ο ηθοποιός φέρνει στον ρόλο του την αψεγάδιαστη φωνή του. Πρόκειται για μια χροιά καθαρή σα διαμάντι, με τις ατάκες και τα λόγια να βγαίνουν αβίαστα και ηχηρά. Τα λόγια που έχουν προσαρμοστεί στον ρόλο του μεταφέρονται με θεατρικότητα, καθώς και αυτός υποδύεται έναν ρόλο εντός της παράστασης. Αυτόν του αθώου, αλλά μόνο αθώος δεν είναι, κάτι που αποδίδεται με συναισθηματική αμφιβολία, όσο αναπτύσσεται η πλοκή, μετον φόβο του για την αποκάλυψη της αλήθειας τον βάλλει διαρκώς.
Μοιράζεται αρκετές σκηνές με την Ιωάννα Παππά, η οποία ερμηνεύει τον ρόλο της «Γερτρούδης», μητέρας του Άμλετ και συζύγου πλέον του προδότη βασιλιά.Η ηθοποιός έχει μεταμφιεστεί με την συνδρομή αφενός της Βασιλικής Σύρμα, που την ντύνει με ένα μαύρο αρχοντικό φόρεμα, αφετέρου της Όλγας Φαλέι, που έχει αναλάβει το μακιγιάζ των ηθοποιών. Ο ρόλος της εκ φύσεως δεν της επιτρέπει να μας χαρίσει τις συνήθεις μεγάλες ερμηνευτικές της εκπλήξεις. Βρίσκεται συχνά στην σκηνή ως ερμηνευτικό αντίβαρο είτε του Αναστάση Ροϊλού, είτε του Μιχάλη Συριόπουλου. Δίχως βέβαια τη συνδρομή της, οι ηθοποιοί δε θα κατάφερναν να ξεχωρίσουν! Προς το τέλος της παράστασης υπάρχει μία σκηνή που μοιράζονται μητέρα και γιος, Παππά και Ροϊλός με τους δύο ηθοποιούς να τα δίνουν όλα για όλα! Ο Ροϊλός με τη σωματικότητα του και η κυρία Παππά με την αντίδραση της σε αυτή, δίνει σε όλους να καταλάβουν ότι πλησιάζει η καταλυτική λύση του έργου, και αυτή θα επιτευχθεί δια της βίας.
Τρίτος ηθοποιός που συμπληρώνει και ολοκληρώνει την τριάδα είναι ο Θοδωρής Σκυφτούλης, ο οποίος κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση στις σκηνές του. Ο ρόλος του χαρακτήρα του, «Πολώνιου», είναι γραμμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στο κοινό με τον κυνισμό του. Είναι ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, απειλητικός, αλλά όχι επικίνδυνος, τουλάχιστον όχι για τον Άμλετ. Ο ηθοποιός καταφέρνει όπως η ζυγαριά να ανανεώσει το πλαίσιο με την εμφάνιση του, και να ελαφρύνει το κλίμα, εντείνοντας όμως παράλληλα την αποπνικτική ατμόσφαιρα με τις ραδιουργίες του. Ερμηνεύει και δεύτερο ρόλο στην παράσταση, τον νεκροθάφτη, ο οποίος επειδή ακολουθεί τις ίδιες επιταγές ηθικής, οδηγεί τον/την θεατή να αναρωτηθεί, αν είναι ο ίδιος χαρακτήρας μετά θάνατον ή αν όλος ο λαός της Δανίας έχει παραδοθεί στην ανηθικότητα.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί του θιάσου έρχονται και φεύγουν από τις σκηνές ανανεώνοντας το πρωταγωνιστικό σύνολο συμβάλλοντας στην αμεσότητα του ρυθμού. Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου με τον Θανάση Δόβρη αποτελούν ένα δίδυμο που εμφανίζεται μαζί στις σκηνές που τους συμπεριλαμβάνουν. Ο ρόλος τους στα πλαίσια της προκειμένης πλοκής δεν είναι ζωτικής σημασίας, αλλά η ερμηνευτική τους συνεννόηση είναι κάτι που θα έκανε αισθητή την απουσία τους, αν έλειπε.
Τέλος, ο θίασος ολοκληρώνεται με την προσθήκη τριών νέων ηθοποιών, οι οποίοι όπως όλα δείχνουν θα απασχολήσουν στο μέλλον με τις ερμηνείες τους. Οι ρόλοι τους είναι μικροί, αλλά έχουν ηχηρό ερμηνευτικό στίγμα στην παράσταση. Πρόκειται για την Τζένη Καζάκου στον ρόλο της «Οφηλίας» με την ηθοποιό να αποδίδει άψογα τόσο το ρομαντικό ιδεώδες του ρόλου της πριγκίπισσας, όσο και την τρέλα του θρήνου που οδηγεί στο αναπόφευκτο. Στο δεύτερο ιδίως κομμάτι, η κυρία Καζάκου έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει περαιτέρω την υποκριτική της τέχνη. Ακολουθεί ο Άρης Νινίκας στο ρόλο του πιστού «Οράτιου». Ο ηθοποιός εμφανίζεται στην σκηνή στην αρχή και στο τέλος με την ερμηνευτική αλληλεπίδραση του με τον πρωταγωνιστή να ομολογεί τη μεταξύ τους στενή συνεργασία. Ας μη ξεχνάμε οι δύο ηθοποιοί πρωταγωνιστούν στη σειρά με τίτλο: «Η Μάγισσα» (2023). Τέλος, ο Δημήτρης Αποστολόπουλος στον ρόλο του «Λαέρτη» οδηγεί το έργο στην τελική του πράξη και μοιράζεται με τον πρωταγωνιστή μία εξαιρετική ξιφομαχία.
Αποτίμηση:
Θετικά (+): Η παράσταση είναι αποτέλεσμα μίας μεστής παραγωγής. Η μεταφορά είναι μοντέρνα και υποστηρίζει πλήρως αυτή την κατεύθυνση στο τεχνικό της κομμάτι. Όλα βρίσκονται στη θέση τους και είναι έτοιμα να εκμεταλλευθούν από τους ηθοποιούς. Στα πλαίσια του τελευταίου, οι ερμηνευτές των καθολικών αυτών ρόλων δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό στον βαθμό που τους επιτρέπει το έργο και η διασκευή του. Ο Αναστάσης Ροϊλός είναι μία αποκάλυψη και δείχνει σε σημεία ότι έχει εντρυφήσει στον ρόλο του Άμλετ σε εκείνο τον βαθμό, ώστε να γίνεται λόγος ίσως για «method acting». Δίψα για εκδίκηση και μανία ενώνονται σε μία ερμηνεία που εξυψώνει την παράσταση στο σύνολο της.
Αρνητικά (-): Στο έργο συντελούνται παρεμβάσεις για την βελτίωση του όσον αφορά τον ρυθμό του. Οι ρίζες όμως του Ουίλιαμ Σαίξπηρ είναι βαθιές και αδυσώπητες. Παρά τις αλλαγές, το έργο δεν καταφέρνει πλήρως να ακολουθήσει μία διαρκή οργανική ροή. Σε σημεία ίσως να κουράσει, αλλά αυτή είναι η φύση του έργου. Η προσέγγιση των συντελεστών στο σύνολο της δουλεύει, καθώς υποστηρίζεται με επάρκεια, αλλά δε ξεπερνάει τον ίδιο της τον εαυτό.
Κλείνοντας, η παράσταση ανήκει στην κατηγορία των πετυχημένων διασκευών, με τα δεδομένα θέματα που ανακύπτουν στην πορεία.
Βαθμολογία 6,9/10
1η κριτική:
Με αξιόλογα στοιχεία ο «Άμλετ» αλλά επίπεδος… Είδαμε και σχολιάζουμε