Είδαμε και σχολιάζουμε.
Υπάρχουν παραστάσεις που βγαίνοντας, τα αισθήματα, θετικά ή αρνητικά, είναι απολύτως ευανάγνωστα, καθρεφτισμένα στα πρόσωπα. Υπάρχουν και άλλες, που τα αινιγματικά πρόσωπα μπερδεύουν και αδυνατείς να αποκρυπτογραφήσεις όσα κουβαλούν εντός… ένα περίεργο κράμα «χαρμολύπης», μια απροσδόκητη ακροβασία μεταξύ γοητευτικού και από-γοητευτικού, μια μείξη θαυμασμού και απορίας, αποτυπωμένα στα βλέμματα… Ιδανικό «προσάναμμα» βεβαίως για μακριές συζητήσεις, σαν αυτές που πυροδότησε η παράσταση «ΑΜΑΡΑΝΤΑ» από την bijoux de Kant και σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, της οποίας την πρεμιέρα παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς.
Πυρήνας της ιστορίας ένα περιφερόμενο μπουλούκι θεατρίνων τσίρκου και κεντρικός ήρωας ο πρωταγωνιστής Μέμος, που παραμονή μιας πολυαναμενόμενης πρεμιέρας κηδεύει τον για χρόνια συνεργάτη και σύντροφό του Στάμο. Καταρρακωμένος από την απώλεια, σχεδόν θυμωμένος με τη μοίρα, θρηνεί κι αναθυμάται με καημό ή σαρκασμό στιγμές από την κοινή τους πορεία, ενώ πασχίζει να μαζέψει τα κομμάτια του και να βγει στη σκηνή, για πρώτη φορά μόνος. Δίπλα του στα παρασκήνια τη σημαδιακή αυτή νύχτα θα βρεθεί η Μερόπη, η πρώην γυναίκα του νεκρού Στάμου με το σκοτεινό, αμφιλεγόμενο παρελθόν, ενώ από τον κόσμο των νεκρών θα «αναδυθεί» η τραγική μορφή της Αντώνιας, παλιάς καλλιτέχνιδας του μπουλουκιού, για να αφηγηθεί τους δικούς της διαδοχικούς επώδυνους θανάτους… ενόσω ο συντετριμμένος Μέμος ετοιμάζεται για τη μοναχική του εμφάνιση στο κοινό, λίγο πριν έρθει «το κακό» με τα λυσσασμένα, πεινασμένα σκυλιά…
Ομολογουμένως πρόκειται για παράσταση ιδιαίτερη με σοβαρό βαθμό δυσκολίας, τόσο στη σκηνική απόδοση της ουσίας της, όσο και στην εκφορά γνώμης γι αυτήν, καθώς οι ακροβασίες που επιχειρεί σε νοηματικό, συναισθηματικό και αισθητικό επίπεδο, δύσκολα αποδίδονται λεκτικά με ακρίβεια. Ωστόσο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα ζητούμενα με το διαθέσιμο οπλοστάσιο λέξεων και χωρίς σαφή διαχωρισμό θετικών και αρνητικών στοιχείων, καθότι τα όριά τους συγχέονται με ταυτόχρονη συνύπαρξη σε όλα τα επίπεδα. Και έχοντας κατά νου ότι σχολιάζουμε μια δουλειά της «ομάδας» bijoux de Kant, με τους μη συμβατικούς καλλιτεχνικούς στόχους, και κατά πόσο τους πέτυχε κατά τη γνώμη μας…
Ξεκινώντας από τα κείμενα της παράστασης, γραμμένα από τον Παύλο Μάτεσι και την Γλυκερία Μπασδέκη, θα πούμε καταρχήν ότι εντοπίσαμε σκόρπια μικρά διαμάντια στο σύνολο (+), με δυνατές καταλυτικές εικόνες, έντονο συναίσθημα, ποιητικότητα, ευφυείς αλληγορίες, με το στοιχείο του συμβολισμού να κυριαρχεί κατά μείζονα λόγο, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο διακριτό. Άλλωστε το υπονοούμενο στην τέχνη αποτελεί αδιαμφισβήτητο κομμάτι της γοητείας της, κι εδώ τα καλυμμένα υπονοούμενα, έστω κι αν ενίοτε δυσκόλεψαν στην αποκρυπτογράφησή τους, προσέφεραν γόνιμο πεδίο για πολλαπλές/ ατομικές αναγνώσεις κι αναζητήσεις, στον αντίποδα μιας εύπεπτης μασημένης τροφής. Οι σκοτεινές ή φαιδρές ιστορίες των ηρώων, τα πολλαπλά τραύματα, η διάχυτη παρακμή, η ανελέητη στέρηση, η βίαιη «λύτρωση» ή η τελική απογύμνωση, παρέπεμπαν σε θλιβερά κοινωνικά πρότυπα μιας ρημαγμένης χώρας, ένα βήμα πριν κατασπαραχθεί από πεινασμένα σκυλιά.
Ωστόσο, παρά τις μεμονωμένες, δυνατές συγγραφικές στιγμές, στην ολότητά του το εγχείρημα θεωρούμε ότι έπασχε (–) ως θεατρικό κείμενο σε βασικά στοιχεία, όπως: η εσωτερική συνοχή, η αλληλουχία στην εξέλιξη, οι στέρεα δομημένοι χαρακτήρες, ο ευκρινής στόχος. Με άλλα λόγια, μια ιστορία με ευδιάκριτη αφετηρία και ξεκάθαρο προορισμό, στηριγμένη σε ολοκληρωμένους χαρακτήρες με σαφή ταυτότητα και δράση, ικανή να διεγείρει μυαλό και συναίσθημα προς στοχευμένη κατεύθυνση. Εν προκειμένω, η απουσία κάθε «οριοθέτησης» ως συνειδητή επιλογή και στα πρότυπα μιας «διαφορετικής» καλλιτεχνικής πρότασης, επέφερε ένα βαθμό σύγχυσης, με ασάφειες, ερωτήματα και κάποιες θολές/ δυσερμήνευτες αλληγορίες, που μοιραία κάμπτουν το ενδιαφέρον σε νοητικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο, ως αλληλένδετη ενότητα μετέχοντας στη θεατρική πράξη. Δίνοντας την αίσθηση ότι δεν διέκρινε ενιαίο, συγκεκριμένο όραμα/ σύλληψη ιδέας τους δύο συγγραφείς, ούτε «βάδισαν» σε κοινούς δρόμους, κρίνοντας από την ανομοιογένεια και έλλειψη συνάφειας των κειμένων.
Εξίσου διχασμένους μιας βρίσκει και η σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, με στιγμές αφενός ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικά έως και εμπνευσμένες, κι αφετέρου προβληματικές, που η πηγή τους εντοπίζεται κατά βάση στα κείμενα. Στις ευτυχείς στιγμές (+) θα κατατάξουμε την πειστική σκηνική ατμόσφαιρα από τα παρασκήνια του μπουλουκιού, που παρέπεμπε εικαστικά σε κλίμα εποχής με αίσθηση παρακμής και νοσταλγίας… κάποια σκηνοθετικά ευρήματα με υπόγειους συμβολισμούς ή τρυφερό συναίσθημα αναφορικά με τη σχέση των δύο ανδρών… τις εναλλαγές ανάμεσα σε τραγικότητα και σαρκασμό, κυνισμό ή πικρό χιούμορ, τονίζοντας τις συναισθηματικές αντιφάσεις… τον εύστοχο χειρισμό σκηνοθετικά των αφηγήσεων της νεκρής Αντώνιας, που τις κατέθετε από διαφορετικές θέσεις «κυκλωτικά» της σκηνής, σαν ασφυκτικός κλοιός και σαν να «στοίχειωνε» με την παρουσία/ απουσία της τον θίασο, μέχρι που ολόγυμνη, αποβάλλοντας όλα όσα τη βάραιναν στους απανωτούς θανάτους της, βυθίστηκε οριστικά στον αιώνιο ύπνο ξαλαφρωμένη γιατί «τώρα θέλω να πεθάνω μόνη μου, δεν έχω ανάγκη να με πεθάνει κανείς»… Μία από τις εξαιρετικές ατάκες του έργου…
Ως συνολικό αποτέλεσμα όμως, υπήρχαν και αδυναμίες (–) εν μέρει αναμενόμενες, κυρίως εξαιτίας του συγκεχυμένου περιεχομένου και των ασαφειών. Που οδήγησαν τη σκηνοθεσία σε χαοτικά μονοπάτια, είτε με θολές σκηνές χωρίς νόημα, είτε με υπερβολές χωρίς ουσία, είτε με αρκετά «περιττά» χωρίς αιτιολογία. Έλειπε εντελώς η αρετή της ακρίβειας, σύμφωνα με την οποία και το παραμικρό επί σκηνής οφείλει με κάποιον τρόπο να αιτολογείται, να έχει λόγο ύπαρξης, ρεαλιστικό ή συμβολικό. Διαφορετικά το πράγμα πλατειάζει, ξεχειλώνει, αφήνει κενά να αιωρούνται, κουράζει, Όπως εδώ, που κοντά στις απολαυστικές καλλιτεχνικά στιγμές, υπήρξαν και άλλες που κούρασαν με τη δυσνόητη αναπαράστασή ή τη φλυαρία, ή τον αργό- συχνά στατικό ρυθμό σε σημεία, με το πρόσχημα μιας «τελετουργίας», όταν όμως η ουσία και απόδοση των δρώμενων δεν αρκούσαν για να την υποβάλλουν, παρά μόνο σε ορισμένες σκηνές, όπως πχ. στην απογύμνωση της Αντώνιας ή του Στάμου.
Από τις ερμηνείες ξεχωρίσαμε την εξαιρετική του Αλέκου Συσσοβίτη, ιδανικού ερμηνευτή αντισυμβατικών ρόλων με σκοτεινά, ιδιαίτερα στοιχεία, που εν προκειμένω στον ρόλο του Μέμου, απέδωσε έναν πολυσύνθετο και απαιτητικό χαρακτήρα, με τις απαιτούμενες δόσεις τραγικότητας, έντασης και πάθους, τρυφερότητας, χιούμορ, καταθέτοντας με περίσσια εκφραστικότητα, θερμό ταμπεραμέντο, επαγγελματισμό, μια μεγάλη γκάμα αντιφατικών συναισθημάτων. Μια μικρή λεπτομέρεια που θα επισημαίναμε, αφορά στο ιδιόλεκτο που επέλεξε για τον ήρωα, τη «βλάχικη» δηλαδή προφορά, που κάποιες στιγμές του ξέφευγε και δεν την ακολουθούσε με συνέπεια.
Η Μαρία Σκουλά στο ρόλο της Μερόπης, παρότι φάνηκε δουλεμένη ηθοποιός με δυνατότητες και ιδιαίτερη ευαισθησία στον αποκαλυπτικό της μονόλογο, θεωρούμε ότι αδικήθηκε από τη σκηνοθετική καθοδήγηση (και την αχανή συγγραφική ταυτότητα της ηρωίδας), υπακούοντας σε μια περίεργη, αδόκιμη κινησιολογία και γενικότερη σουρεαλιστική εικόνα με υπερβολές, ενώ θα πρέπει επίσης να βελτιώσει την άρθρωση- εκφορά του λόγου.
Η Μπέτυ Βακαλίδου ως Αντώνια, αποδείχθηκε επαρκής στην εντελώς λιτή, σχεδόν αποστασιοποιημένη αλλά ουσιαστική ερμηνεία της, εστιάζοντας αποκλειστικά στον λόγο που κατάφερε να μεταδώσει συναίσθημα, αν και υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης στον χρωματισμό των αφηγήσεων.
Για τον Αλέξανδρο Παπαϊωάννου στο ρόλο του νεκρού Στάμου, δεν έχουμε να πούμε κάτι διότι μετείχε ως βουβό και κατά βάση ακίνητο πρόσωπο, πέραν μιας τελικής εξομολόγησης με δυνατό συμβολισμό, που απέδωσε συγκινητικά.
Ωραιότατο, πειστικό, με την ανάλογη αισθητική θα χαρακτηρίζαμε το «γεμάτο», ατμοσφαιρικό σκηνικό, πολύ εύστοχα για τους χαρακτήρες και τον συμβολισμό τους τα κοστούμια, εξαιρετικά αποτελεσματικούς τους φωτισμούς για την χρονικές και συναισθηματικές εναλλαγές, ενώ η μουσική με ταιριαστές επιλογές εποχής ενίσχυσε το κλίμα- καταλήγοντας στο δημώδες «Αμάραντος», με μόνη παρατήρηση το μοτίβο με το κλαρίνο ως βασική υπόκρουση, που σε στιγμές κούρασε με τη μονοτονία του.
Καταλήγοντας (=), η πρώτη βασική διαπίστωση αφορά στην ταυτότητα της παράστασης που κακώς αναφέρεται ως κωμωδία και υπόσχεται γέλιο, ενώ πρόκειται για ουσιαστικά δραματικό έργο ή έστω για πικρή- πολύ πικρή «κωμωδία» με τραγικό υπόβαθρο. Οι επόμενες διαπιστώσεις αναφέρονται ήδη επιγραμματικά στον τίτλο που περιγράφει επακριβώς το «δια ταύτα»… Μια παράσταση ιδιαίτερη, με παράξενη γοητεία, με βαθιές αλληγορίες, αλλά και αναπόφευκτες ενστάσεις…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6 ΣΤΑ 10
Πληροφορίες για τη παράσταση, έως Κυριακή 8/10, θα βρείτε ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό