2894
Δεν είναι ότι έφυγες κι έμεινα μονή με τις σκέψεις μου, ολομόναχη με τον εαυτό μου. Είναι που είχα τόσα πολλά να σου δώσω και δεν ξέρω πια τι να τα κάνω.
Στοιβάζονται τα “σ ‘αγαπώ” μου σαν άπλυτα ρούχα μέσα στην παγωμένη μου καρδιά. Το θεώρησα άδικο και για σένα και για μένα να ακουμπήσω σε ξένα χέρια τον έρωτα που μου γεννήσεις εσύ.
Η αυλαία έπεσε πριν την παράσταση, το παραμύθι είχε κακό τέλος. Αλλά θα μου πεις υπάρχει καλό τέλος; Είναι δυο λέξεις αντιδιαμετρικά αντίθετες μέσα μου.
Δεν είναι ότι έφυγες κι έμεινα μονή με τις σκέψεις μου, ολομόναχη με τον εαυτό μου. Είναι που είχα τόσα πολλά να σου δώσω και δεν ξέρω πια τι να τα κάνω.
Στοιβάζονται τα “σ ‘αγαπώ” μου σαν άπλυτα ρούχα μέσα στην παγωμένη μου καρδιά. Το θεώρησα άδικο και για σένα και για μένα να ακουμπήσω σε ξένα χέρια τον έρωτα που μου γεννήσεις εσύ.
Τώρα, πίσω απ’ τον ώμο σου, βλέπω όσα δεν έβλεπα τις ώρες που σε κοίταζα, όσα μου έκρυβες για να με προστατέψεις. Δεν ήμουν έτοιμη για αυτή την αλλαγή, ούτε με προετοίμασε η στάση σου. Ίσως βεβαία αρνήθηκα να διαβάσω τα σημάδια σου και να το διαπιστώσω. Τώρα πια μοιάζει ο κόσμο μου σαν πρόωρη γέννα, κι εγώ ένα απροστάτευτο και παρατημένο βρέφος στην κούνια μου που κλαίω και σ αναζητώ μάταια. Σε είχα κάνει απαραίτητο, λάθος μου.
Τόσο η νέα μου πραγματικότητα, όσο και η ψυχολογία μου κάνουν κύκλους. Μια αδιάκοπα ατάραχη καθημερινότητα από την άρνηση, στον θυμό και στην θλίψη, στην αποδοχή της νέας κατάστασης και πάλι πίσω στην αρχή. Και εκεί που λέω έφυγες και κάνω χώρο για καινούργιες εμπειρίες, βγαίνω βόλτες, πίνω ποτά, γυρίζω στο σπίτι και με περιμένει η σκιά σου στο κατώφλι μου. Και όταν δεν με περιμένεις είναι τότε που σε αναζητώ μανιασμένα. Ψάχνω απεγνωσμένα τα σημάδια σου στη μέρα μου, γιατί η δική σου απουσία είναι πιο γνώριμη και πιο ανώδυνη από τις φτηνές παρουσίες που με περιτριγυρίζουν.
Καμιά φορά, εκεί γύρω στις 04:00 τα ξημερώματα που η μοναξιά θερίζει, αναρωτιέμαι αν πονάς, αν με γυρεύεις μέσα στη μέρα σου, αν με συναντάς στις μικρές μας συνήθειες. Τις νύχτες το χέρι μου ψάχνει το δικό σου, ξυπνάω ταραγμένη και απαρηγόρητη. Χτες είδα ένα χαμόγελο στο πλήθος που σου έμοιαζε, αλλά ευθύς ασχήμυνε όταν συνειδητοποίησα ότι δεν περιτριγυριζόταν από τα δικά σου μάτια, και έσβησε με μιας και το δικό μου χαμόγελο. Μοιάζει αστείο, αλλά μια σκέψη περνάει συνέχεια από το μυαλό μου: “Γυρεύω μια αγκαλιά που να σου μοιάζει, μα να μη σε θυμίζει.”
Άρχισα να μ’ αγαπάω δειλά-δειλά, να κάνω πράγματα για μένα, θα χαιρόσουν θαρρώ αν το μάθαινες. Ξέρεις, φαντάζει περίεργο αλλά βρήκα μια πρωτόγνωρη ελευθερία που δεν ξέρω πως να τη διαχειριστώ. Αρχίζω τη μια δραστηριότητα μετά την άλλη και πριν προλάβω να ενθουσιαστώ με έχει ήδη κουράσει η σκέψη της. Κάπως έτσι και με τους καινούργιους μου φίλους. Προσπαθώ απεγνωσμένα να γεμίσω τα κενά μέσα μου, τις ρωγμές που άφησες φεύγοντας και τις ώρες, μήπως περάσει κάποιο λεπτό δίχως να σε σκεφτώ και νιώσω νικήτρια. Μα ότι κάνω, ότι δω, ότι ονειρευτώ θέλω να τρέξω να στο πω. Σαν να σβήνει η μισή απόλαυση χωρίς το “μπράβο” σου. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο σφίγγεται η καρδιά μου, αυξάνονται οι σφυγμοί μου, και έπειτα θυμώνω μαζί σου, σαν να περιμένω κάτι ακόμα, αντί να θυμώσω με μένα.
Έχω πολλά να σου πω κι απόψε, για τα παιδιά στη γειτονιά που βρήκαν τελικά το σκύλο, την καινούργια γειτόνισσα που μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο, κι ένα σωρό νέα. Και κάπως έτσι βαραίνει η μοναξιά μέσα μου και νιώθω την ανάγκη σου. Ανάγκη να ανήκω, να μοιράζομαι χωρίς να σκορπίζομαι, ανάγκη για κατανόηση. Πάντα θα έχω μια λέξη παραπάνω να σου δώσω που θα κλαίει μέσα μου σιωπηλά τα βράδια. Πρέπει να αφήσω τη σκέψη σου να φύγει, να πάει να ανταμώσει το σώμα σου, μα νιώθω αδύναμη ακόμα. Το “τέλος” γράφτηκε, είναι αυτή η τελεία που με παιδεύει και ξαποσταίνω στην σκιά σου.
.
Η ώρα 19:45, κοιτάω το ηλιοβασίλεμα που σβήνει και αναθεωρώ: Ίσως και στο τέλος να κρύβεται μια ομορφιά.
Φωτογραφικό υλικό



