Ισχυρίζομαι πως η ώριμη πια γενιά του ’90 και η επόμενη νεότατη γενιά Ελλήνων δημιουργών του τραγουδιού δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τις προηγούμενες. Πιστεύω πως οι δημιουργοί που εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και, με περισσότερη «ένταση», από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχουν δώσει στον πολιτισμό του ελληνικού τραγουδιού πολλά και σημαντικά δώρα. Κι ακόμα, σε παγκόσμιο επίπεδο, η στιχουργική αυτών των δημιουργών και των τραγουδιών τους βρίσκεται στην πρωτοπορία, μακράν του παγκόσμιου μέσου όρου, που εξαντλείται σε φτηνές κατασκευές και λεκτικές υπεραπλουστεύσεις. Και οι σημερινοί ταλαντούχοι τριαντάρηδες έχουν πολλά περισσότερα (είμαι βέβαιος) να πουν και θα τα πουν. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Επειδή, αν διαβάσει κανείς τις μουσικές κριτικές για το σώμα της μουσικής δημιουργίας της εικοσαετίας (1985-2005), αλλά και της τελευταίας δεκαετίας της “κρίσης” (2005-2015), θα διαπιστώσει οτι (με ελάχιστες εξαιρέσεις) η κριτική άποψη στη χώρα υποστηρίζει πως σχεδόν τίποτε καθοριστικής σημασίας ή έστω άξιο λόγου δεν έχει συμβεί στα μουσικά μας πράγματα μετά το 1980. Την ίδια, δυστυχώς, εντύπωση αποκομίζει κανείς κι από σχόλια και συνεντεύξεις δημιουργών μεγαλύτερης ηλικίας (της γενιάς του ’60 – πάλι με την τιμητική εξαίρεση κάποιων, λίγων ωστόσο), οι οποίοι είτε αποφεύγουν οποιαδήποτε αναφορά σε νεότερους δημιουργούς είτε ισχυρίζονται πως δεν βρίσκουν κανένα καλό τραγούδι που να έχει γραφεί από τους νεώτερους, πως η τριακονταετία είναι περίπου ανάξια λόγου κι αναφοράς (!!!).
Υποστηρίζω πως μια βασική αιτία υποβάθμισης της πραγματικής δυναμικής της ελληνικής μουσικής δημιουργίας (μαζί με τα ανεκδιήγητα πρωινάδικα media, τις δισκογραφικές εταιρίες των πληκτικών «σουξέ», τα premiums, την πειρατεία και τα playlists) είναι ο τρόπος που ασκείται στον τόπο μας η μουσικοκριτική. Μα κανείς δεν διαβάζει κριτικές – θα μου αντιτάξει κάποιος. Τις «διαβάζουν» ως μέσο κοινωνικής ακύρωσης και κατάταξης όσοι αντλούν από αυτές χρήσιμα για το ιδεολογικό αλαλούμ της εποχής επιχειρήματα διάλυσης, θα απαντήσω. Κι ας μην νομίσει ο αναγνώστης πως επιζητώ την κολακεία, τον έπαινο και την εύκολη αποδοχή της κριτικής. Αυτό που ζητώ είναι ο δημιουργικός διάλογος, η αγαπητική προσέγγιση με το έργο και τον δημιουργό του, η γόνιμη κρίση και το αίσθημα πως η κριτική δεν κάνει επίδειξη ύφους και γενικής παιδείας, ούτε ναρκισσεύεται, ούτε περιαυτολογεί, ούτε ισοπεδώνει για να αναδείξει τον εαυτό της σε υπερδιαιτητή και τιμητή των πάντων. ΑΚΟΜΑ – ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ – Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΟΜΙΛΕΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΕΝΟΣ ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΜΕΝΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ (όπου οι “τότε” δημιουργοί, εξυβρισμένοι και παρεξηγημένοι εξίσου στην γόνιμη δημιουργική τους στιγμή, προβάλλονται ως πρότυπα αξεπέραστα ακριβώς όταν το έργο τους έχει ουσιαστικά τελειώσει) ΟΣΟ ΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ, ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ ΚΙ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟ «ΣΉΜΕΡΑ». Είναι αστείο αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας, με την άκρατη ηρωοποίηση των δημιουργών όταν έχουν πια μπει (για τα καλά) στην τρίτη ηλικία: Αναγορεύονται “κλασσικοί” και μεταχρονολογημένα σπουδαίοι και η τύψη μιας κοινωνίας που δεν τους τίμησε την στιγμή που όφειλε (αντίθετα, τους έβγαλε την ψυχή), οδηγεί σε ένα επιδερμικό εκ των υστέρων «γλύψιμο» που, φυσικά, στρέφεται έμμεσα εναντίον της δράσης και της αγωνίας των τωρινών δημιουργών που πρέπει να περιμένουν την…σειρά τους να γεράσουν και να ονομαστούν σημαντικοί και πάει λέγοντας. Θέλετε παραδείγματα; Διαβάστε «κριτικές» της εποχής (όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο τέχνης) για μουσικές και τραγούδια (αλλά και για θεατρικές παραστάσεις, πεζογραφήματα, ποιητηκές συλλογές, έργα ζωγραφικής κλπ) που έχουν πια πάρει την θέση τους στην ιστορία του πολιτισμού μας. Θα μείνετε με το στόμα ανοιχτό (από την επιπολαιότητα, την κακεντρέχεια, την ευκολία απόρριψης, τον «τουπέ», την αερολογία). Είπαμε – λίγες, κι ακριβώς γι’ αυτό πολύτιμες, οι λαμπρές εξαιρέσεις.
*Ένα τμήμα του κειμένου δημοσιεύτηκε το 2007 στο περιοδικό ΔΙΑΠΑΣΩΝ.
Φωτογραφικό υλικό