|
Γράφει η Μαρία Γρηγοριάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ένας από τους πυλώνες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ήταν αδιαμφισβήτητα ο συνθέτης που κατάφερε να παντρέψει την ποίηση με τη λαϊκή μουσική, να βάλει λόγιους και σπουδαίους ποιητές όπως τον Ελύτη, τον Γκάτσο, το Ρίτσο κι άλλους στα χείλη, στα σπίτια, στις ψυχές και στη ζωή των απλών καθημερινών ανθρώπων. Ήταν εκείνος που ένωνε το Λόγο με τη Μουσική για να μιλήσει απευθείας στο λαϊκό αίσθημα. Μέσα στα σπουδαία έργα που μελοποίησε όπως ο “Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου, “Επιφάνια” του Γιώργου Σεφέρη και το αξεπέραστο “Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη, ήταν και το “Μάουτχάουζεν” του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το “Μάουτχάουζεν” όμως δε μοιάζει με κανένα από τα άλλα έργα του δημιουργού.

Αρχικά στο “Μάουτχάουζεν” ο Ιάκωβος Καμπανέλλης πραγματεύεται τον έρωτα δυο κρατούμενων στο ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έμπνευση του συγγραφέα αποτέλεσε η βιωματική εμπειρία που είχε καθώς ήταν ένας από τους κρατούμενους αυτού του στρατοπέδου, ενός στρατοπέδου στο οποίο εξοντώθηκαν 100.000 και πλέον άνθρωποι που εναντιώθηκαν στο ναζισμό. Μετά την απελευθέρωσή του ο Καμπανέλλης επιδόθηκε στην καταγραφή όλων των βασανιστηρίων και τραγικών γεγονότων που έζησε, τα οποία αργότερα αποτέλεσαν τη δημιουργική πρώτη ύλη του. Ταυτόχρονα με την έκδοση του βιβλίου, ο Καμπανέλλης συμπυκνώνει την ερωτική ιστορία των δυο κρατουμένων σε τέσσερα ποιήματα τα οποία έδωσε να τα μελοποιήσει ο καλός του φίλος και πρωτοπόρος συνθέτης της εποχής, Μίκης Θεοδωράκης. Καθώς και ο ίδιος ο Θεοδωράκης είχε φυλακιστεί κατά τη γερμανική κατοχή, είχε βιώσει επίσης τη φρίκη του πολέμου, τον πόνο, τα βασανιστήρια αλλά και την απελευθέρωση.

Το έργο που κυκλοφόρησε από τη σύμπραξη των δυο δημιουργών ονομάστηκε “Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν” και αποτελούνταν από τέσσερα μελοποιημένα ποιήματα, το περίφημο “Άσμα Ασμάτων”, “Ο Αντώνης”, “Ο δραπέτης” και το “Όταν τελειώσει ο πόλεμος”. Στο “Άσμα Ασμάτων” περιγράφεται μοναδικά, σ’ ένα από τα ωραιότερα τραγούδια- μελοποιημένα ποιήματα που έχουν γραφτεί κατά τη γνώμη μου, η αναζήτηση του κρατούμενου για να βρει την αγαπημένη του και δηλώνει ¨τι ωραία που είναι η αγάπη μου” αλλά ταυτόχρονα ¨κανείς δεν ήξερε πως ήταν τόσο ωραία” καθώς μέσα στη φρίκη του πολέμου και του στρατοπέδου δε μπορούσαν να ξεχωρίσουν οι άνθρωποι. “Ο Αντώνης” αναφέρεται στα βασανιστήρια και τις κακουχίες που βιώνουν οι κρατούμενοι Εβραίοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ενώ “ο δραπέτης” αναφέρεται στο Γιάννο ο οποίος είναι ένας αθώος άνθρωπος ο οποίος δραπέτευσε από τη φυλακή γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι του, αλλά τελικά πέφτει στα χέρια των Ες-Ες , οι οποίοι πηγαίνουν να τον σκοτώσουν. Το “Όταν τελειώσει ο πόλεμος” μοιάζει με τη συνέχεια και την ολοκλήρωση του “Άσματος Ασμάτων” καθώς ο ήρωας λέει στην αγαπημένη του να μην τον ξεχάσει όταν τελειώσει ο πόλεμος και της ζητά να αγαπηθούν ακόμα και “στις κάμαρες των αερίων”.

Όλη αυτή η συγκλονιστική και δραματική ιστορία έρχεται ο Μίκης Θεοδωράκης και τη ντύνει με μια ξεχωριστή μουσική επένδυση, ευαίσθητη και επαναστατική, ερωτική και αγωνιστική, πλούσια αλλά και λαϊκή έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά και την υπογραφή του συνθέτη. Σε κάθε εκδοχή/διασκευή που μπορεί να ακούσει κανείς θα ανακαλύψει διαφορετικές πλευρές του έργου όμως σε όλες είναι φανερή η αντιπολεμική διάθεσή του καθώς ακόμα και σ’ ένα φρικτό στρατόπεδο κρύβεται ζωή, αγάπη, έρωτας.

Η δισκογραφική ελληνική έκδοση του έργου (1966) περιλαμβάνει άλλα 6 τραγούδια-ποιήματα τα: «Κουράστηκα να σε κρατώ» του Δημήτρη Χριστοδούλου, «Ο ίσκιος έπεσε βαρύς» του Γεράσιμου Σταύρου, «Πήρα τους δρόμους του ουρανού» του Τάσου Λειβαδίτη, και «Στου κόσμου την ανηφοριά», «Το εκκρεμές» και «Τ’ όνειρο καπνός» του Νίκου Γκάτσου όλα ερμηνευμένα από τη νεαρή μούσα του Μαρία Φαραντούρη. Στη γερμανική ηχογράφηση που έγινε κατά την περίοδο 1995-1999 περιλαμβάνονται τα τέσσερα μελοποιημένα ποιήματα του Καμπανέλλη σε τρεις γλώσσες, την Ελληνική, την Εβραϊκή και την Αγγλική.
“Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν” του Θεοδωράκη ήταν ένα έργο που ακόμα και ο Μάνος Χατζιδάκις θαύμασε, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι οι δυο μεγάλοι Έλληνες τραγουδοποιοί αποτελούσαν δυο διαφορετικές αντίπαλες πλευρές αλλά στην πραγματικότητα ήταν πιο κοντά απ’ όσο πιστεύουμε.

Το έργο απέκτησε μεγάλη απήχηση εντός κι εκτός συνόρων, παρουσιάστηκε μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν, “ο Αντώνης” αποτέλεσε τη μουσική επένδυση της ταινίας Ζ του Κώστα Γαβρά ενώ άξια αναφοράς είναι η κριτική που γράφτηκε στους “Times” της Νέας Υόρκης που ανέφεραν ότι αποτελεί “το σημαντικότερο έργο για το Ολοκαύτωμα που γράφτηκε ποτέ” και στο Ισραήλ θεωρείται σαν ένας άλλος Εθνικός Ύμνος. Ένα ακόμη συγκλονιστικό γεγονός που φανερώνει την ακτινοβολία του Μίκη Θεοδωράκη και του έργου του είναι ότι το 2003 όταν το ΝΑΤΟ ανέλαβε τη διοίκηση του Αφγανιστάν μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν, ο αφγανικός στρατός μπήκε στην Καμπούλ τραγουδώντας τον “Αντώνη” στη γλώσσα τους.

Τέλος, “Ή μπαλάντα του Μάουτχάουζεν” αποτελεί ένα διαχρονικό και παγκόσμιο έργο που χαίρει διεθνούς αναγνώρισης μέχρι και σήμερα και μεταφέρει τις ιστορίες και τα μηνύματα του Μίκη Θεοδωράκη και του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε όλη την υφήλιο.

Σήμερα η Ελλάδα αποχαιρέτησε το Μίκη Θεοδωράκη, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας της, ένα Μεγάλο μουσουργό που στιγμάτισε τη σύγχρονη ελληνική μουσική και διέδωσε τα ηχοχρώματα της Ελλάδας στα πέρατα του κόσμου. Γι’ αυτά και για πολλά ακόμα η Ελλάδα ευγνωμονεί το Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος σήμερα μπορεί να οδηγείται στην τελευταία του κατοικία, αλλά το έργο του θα μείνει για πάντα ζωντανό.
Φωτογραφικό υλικό