«Mια κοινωνία που χορεύει πάνω σε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί».
Jean Renoir
Eπικίνδυνο, καταραμένο, αναρχικό στην ιδεολογία του, δεν γεννήθηκε ξαφνικά, αλλά σαν όλα τα μεγάλα έργα τέχνης θερίζει σπορά αιώνων.
“Κανείς δε συνέλαβε την αληθινή φύση της οθόνης καλύτερα από τον Ρενουάρ.
Η οθόνη είναι μια μάσκα που περισσότερο κρύβει παρά αποκαλύπτει την πραγματικότητα” – André Bazin
«Ο «Κανόνας του παιχνιδιού» είναι το σύμβολο της πίστεως για κάθε σινεφίλ, η ταινία των ταινιών, στην πλήρη, χωρίς περικοπές εκδοχή του.
Το 1939 οι προβολές απαγορεύτηκαν από το γαλλικό κράτος «γιατί είχαν μια όχι επιθυμητή επιρροή στο νεανικό κοινό».
Ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου που με τόσο σύνθετο, λεπτό και ευφάνταστο τρόπο, διηγείται μεγάλα μυστικά.
Όλα ξεκινούν σαν μια ελαφριά φάρσα. Μια παιχνιδιάρικη κωμωδία δωματίου, στην οποία τα φλερτ και τα ερωτικά μυστικά κινητοποιούν τους χαρακτήρες και καθοδηγούν την ίντριγκα. Καθώς όμως η υπόθεση περιπλέκεται όλο και περισσότερο, αποκαλύπτεται ένας ασφυκτικός μικρόκοσμος και ο «Κανόνας του Παιχνιδιού» φανερώνει το πραγματικό, βαθιά σκοτεινό του πρόσωπο.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Ο αεροπόρος Αντρέ Ζιριέ προσγειώνεται στο Παρίσι, αφού διέσχισε τον Ατλαντικό σε χρόνο ρεκόρ. Απογοητεύεται που δεν συναντά μέσα στο πλήθος των θαυμαστών του, στο αεροδρόμιο του Ορλί, τη γυναίκα που έχει ερωτευθεί, Κριστίν ντε λα Σεσνέ. Οδηγώντας το αυτοκίνητό του προκαλεί αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο φίλος του Οκτάβ προσπαθεί να τον παρηγορήσει και επιτυγχάνει να προσκαλέσουν τον Ζιριέ στον πύργο του μαρκησίου ντε λα Σεσνέ, στη Σολόν, όπου διοργανώνεται ένα μεγάλο κυνήγι. Η Κριστίν είναι η σύζυγος του μαρκησίου, ο οποίος αποφασίζει να τα χαλάσει με την επίσημη ερωμένη του Ζενβιέβ ντε Μαράστ και να «επιστρέψει» στη σύζυγό του. Ο θηροφύλακας Σουμάχερ πιάνει το συμπαθητικό λαθροκυνηγό Μαρσό αλλά ο μαρκήσιος τον προσλαμβάνει στην υπηρεσία του. Ο Μαρσό φλερτάρει τη γυναίκα του Σουμάχερ Λιζέτ, καμαριέρα της μαρκησίας. Οργανώνεται μεγάλη γιορτή στον πύργο, όπου τα ζευγάρια μπερδεύονται ενώ ο έξαλλος Σουμάχερ κυνηγάει οπλισμένος τον Μαρσό….
«Ο κανόνας του παιχνιδιού» γυρίστηκε ακριβώς στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με τον Ρενουάρ στο απόγειο της δημιουργικής του δύναμης. Είναι τόσο σύνθετο, τολμηρό και μορφολογικά νεωτεριστικό έργο, ώστε σημείωσε παταγώδη αποτυχία και κόπηκαν μέρη του από τον παραγωγό του. Αποκαταστάθηκε σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, όταν η φήμη του είχε ξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Σήμερα κερδίζει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις, σε όλες τις «σφυγμομετρήσεις» κριτικών και σκηνοθετών για τις καλύτερες ταινίες του κινηματογράφου. Ο Ρενουάρ εμπνέεται από τους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ. Εξωτερικά είναι ένα μεγάλο ντιβερτιμέντο, ένα πολυπρόσωπο γιορτινό παιχνίδι ερώτων, εξαπατήσεων, μεταμφιέσεων, σε σχεδόν χορευτική μορφή. Στο βάθος είναι μια ανελέητη έκθεση των παθών και των διαβρωμένων ηθών μιας κοινωνίας σε «τέλος εποχής». Οι πλούσιοι και οι ευγενείς χορεύουν θαρρείς ανεύθυνα πάνω στο ηφαίστειο, διεφθαρμένοι και κυνικοί, οι λαϊκοί άνθρωποι «πέφτουν με τα μούτρα» στο υπονομευμένο παιχνίδι και τιμωρούνται, όπως και οι λίγοι αθώοι και ειλικρινείς, γιατί παραβαίνουν τον «κανόνα του παιχνιδιού».
Φρανσουά Τρυφώ για τον «Κανόνα του Παιχνιδιού»
«Ο «Κανόνας του παιχνιδιού» είναι το σύμβολο της πίστεως για κάθε σινεφίλ, η ταινία των ταινιών, το φιλμ που περιφρονήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο στην πρώτη προβολή του κι αυτό που γνώρισε την καταξίωση με την τρίτη επανέκδοσή του στην πλήρη, χωρίς περικοπές εκδοχή του. Σε αυτή την «δραματική κωμωδία» ο Ρενουάρ εκφράζει πολλές γενικότερες ή πιο συγκεκριμένες ιδέες του, χωρίς εμμονές και πιο πολύ εκφράζει την μεγάλη του αγάπη για τις γυναίκες. Ο «Κανόνας του Παιχνιδιού» μαζί με τον «Πολίτη Κέην» είναι αναμφίβολα τα δύο φιλμ που πυροδότησαν τις καριέρες των περισσοτέρων σκηνοθετών. Αντί να απολαμβάνουμε ένα ολοκληρωμένο προϊόν που παραδίδεται για να ικανοποιήσει την περιέργεια μας, νιώθουμε πως είμαστε παρόντες στην ίδια τη δημιουργία του φιλμ, σχεδόν νομίζουμε πως βλέπουμε τον Ρενουάρ να οργανώνει τα πάντα ενώ συγχρόνως παρακολουθούμε την προβολή. Για μια στιγμή σκεφτόμαστε: «Θα περάσω και αύριο να δω αν όλα εξελιχθούν με τον ίδιο τρόπο». Κι αυτός είναι ο λόγος που μπορούμε να περάσουμε μερικές από τις καλύτερες βραδιές μας βλέποντας τις ταινίες του.»
«Ο «Κανόνας του Παιχνιδιού» μαζί με τον «Πολίτη Κέην» είναι αναμφίβολα τα δύο φιλμ που πυροδότησαν τις καριέρες των περισσοτέρων σκηνοθετών. Αντί να απολαμβάνουμε ένα ολοκληρωμένο προϊόν που παραδίδεται για να ικανοποιήσει την περιέργεια μας, νιώθουμε πως είμαστε παρόντες στην ίδια τη δημιουργία του φιλμ, σχεδόν νομίζουμε πως βλέπουμε τον Ρενουάρ να οργανώνει τα πάντα ενώ συγχρόνως παρακολουθούμε την προβολή. Για μια στιγμή σκεφτόμαστε: «Θα περάσω και αύριο να δω αν όλα εξελιχθούν με τον ίδιο τρόπο». Κι αυτός είναι ο λόγος που μπορούμε να περάσουμε μερικές από τις καλύτερες βραδιές μας βλέποντας τις ταινίες του.»
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
Reg ledujeu
Σκηνoθεσία: JeanRenoir
Σενάριο: Jean Renoir, Carl Koch
Μουσική: Pierre-Alexandre Monsigny
Φωτογραφία: Jean-Paul Alphen Jean Bachelet
Παίζουν: Nora Gregor, Paulette Dubost, Mila Parely.
Διάρκεια: 110 λεπτά
Γλώσσα: Γαλλικά
Υπότιτλοι: Ελληνικά
Γαλλία, 1939, Ασπρόμαυρο
Διανομή: NEW STAR
Ζαν Ρενουάρ: Σκηνοθετώντας τον 20ο αιώνα
Ο δεύτερος γιός του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1894, στην Μονμάρτρη της Γαλλίας. Ο Ρενουάρ μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από καλλιτεχνικά βλέμματα, καλλιεργώντας έτσι και την προσωπική του αδυναμία για το ωραίο.
Ένα από τα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή του ήταν το ξέσπασμα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου στην ηλικία των 20 ετών. Η εμπειρία του ως στρατευμένος θα του επιτρέψει να δει τον πόλεμο ως μία κινητήρια δύναμη που φέρει την αλλαγή σε έναν κόσμο που για χρόνια παρέμενε επιφανειακά σταθερός. Την περίοδο εκείνη ανακαλύπτει τη μαγεία του κινηματογράφου, που μόλις είχε ξεκινήσει να κερδίζει έδαφος μεταξύ των καλλιτεχνικών κύκλων. Παρόλα αυτά, υπηρετώντας ακόμα στον στρατό, η κινηματογραφική τέχνη αποτελούσε ακόμα ένα θέαμα για τον Ρενουάρ.
Παρόλα αυτά δεν επιθυμούσε να κάνει την τέχνη το επάγγελμά του. Κινήθηκε από την διαχείριση επιχειρήσεων, στην κεραμική όταν, το 1920 αποφάσισε να ανοίξει δικό του εργοστάσιο κεραμικών. Ζήτησε τη βοήθεια του Πωλ Σεζάν, του γιου του μεγάλου ζωγράφου, ο οποίος τον έφερε σε επαφή για πρώτη φορά με την ηθοποιό και μέλλουσα σύζυγο του Κάθριν Χέσλινγκ. Ήταν εκείνη η γνωριμία που θα τον φέρει κοντά στον κόσμο του κινηματογράφου και θα τον παρακινήσει ώστε να γράψει το πρώτο του σενάριο. Το «Κάθριν»(1923) αποτελεί το ντεμπούτο του ενώ σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία το 1924 με τίτλο «La Fille de l’eau» σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με το γαλλικό avant garde.
Αρχίζει να πειραματίζεται με τα έργα του Έμιλ Ζολά και σκηνοθετεί ταινίες όπως το «Nana». Παρόλα αυτά οι ταινίες δεν αποτελούν επιτυχίες και παρουσιάζουν τεχνική αδεξιότητα. Το ταλέντο του όμως στη σκηνοθεσία φαίνεται από τα πρώτα έργα του. Ο ομιλών κινηματογράφος αν και έφερε μαζί του νέες τεχνικές δυσκολίες, έδωσε το εναρκτήριο σήμα για τη δημιουργικότητα του Ρενουάρ. Ταινίες όπως οι «On purge bébé»(1931)και «La Chienne»(1931) αποδεικνύουν τη προσαρμοστικότητα του στην τεχνολογική αλλαγή.
Στη δεκαετία του ‘30
Η αλλαγή της δεκαετίας έρχεται μαζί με την αλλαγή του ύφους των ταινιών του, την εύρεση του στιλ του και των θεμάτων που τον ενδιέφεραν, στοιχεία που οδήγησαν στη δημιουργία μερικών από των καλύτερων έργων της μεγάλης οθόνης.
Το «Toni»(1935) θεωρείται από τις σκληρότερες και πιο σκοτεινές του ταινίες. Με σχεδόν εξολοκλήρου ερασιτέχνες ηθοποιούς και γυρισμένο αποκλειστικά στην Νότια Γαλλία, η ταινία καταφέρνει να απαθανατίσει την αλήθεια της ζωής σε μία Ιταλία που αργά πορευόταν προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Προς το τέλος της δεκαετίας παρατηρούμε μία στροφή προς την Ιδεολογία του Γαλλικού Μετώπου η οποία απαθανατίζεται και στις ταινίες του. Τα προβλήματα της εργατικής τάξης τον επηρεάζουν και αντανακλώνται συχνά στους πρωταγωνιστές του και στις καταστάσεις που θέτει στα σενάρια του. Ταινίες όπως οι «Une partie de campagne»(1936), «La crime de monsieur Lange»(1935) είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το 1937, τα δεινά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παίρνουν μορφή στην αριστουργηματική και γνωστότερη ταινία του «La Grande Illusion».
Η φιλειρηνική ιστορία των δύο στρατοπέδων παρουσιάζει την ουσία του πολέμου που ο Ρενουάρ βίωσε στη πρώτη γραμμή: έναν πόλεμο που είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση των ευρωπαϊκών αξιών. Η ταινία αναδεικνύει έντονα του ανθρωπιστικό βλέμμα του σκηνοθέτη της και αποτελεί μία κωμωδία ηθών.
Η επόμενη μεγάλη του επιτυχία είναι το «La regle du jeu»(1939) μια ταινία γεμάτη πορτραίτα χαρακτήρων που απόλυτα συνοψίζουν τα λάθη τους ως αποτελέσματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θεωρείται από πολλούς μία από τις καλύτερες ταινίες που έχουν παιχτεί στη μεγάλη οθόνη. Παρόλα αυτά, την εποχή που βγήκε η ταινία θεωρήθηκε εμπορική αποτυχία.
Αυτό που χαρακτήριζε την αισθητική του Ρενουάρ ήταν η σύνδεση δραματικού και κωμικού ενώ ταυτόχρονα εξετάζονται στενά οι ανθρώπινες σχέσεις και οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής. Αυτό που κατάφερε ο Ρενουάρ είναι να καταλάβει πως η κάμερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει όσο και για να κρύψει, πως υπάρχει ένας κόσμος και εκτός του πλάνου. Ήταν από τους πρώτους σκηνοθέτες που χρησιμοποίησαν το μονοπλάνο, δηλαδή μία συνεχόμενη λήψη χωρίς κατ που έδειχνε την ολότητα ενός χώρου.
Προς το τέλος
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, ο Ρενουάρ αφήνει τη Γαλλία για να συνεχίσει τη καριέρα του στο Χόλυγουντ. Εκεί φτιάχνει ταινίες όπως «The Southerner»(1945), «The Diary of a Chambermaid»(1946) και «The Woman on the Beach»(1947). Το 1951 σκηνοθετεί το «The River» στην Ινδία, την πρώτη του έγχρωμη ταινία.
Το τέλος του πολέμου αναζωπυρώνει το πάθος του για τον πειραματισμό, ενώ οι ταινίες του γίνονται πιο καλλιτεχνικές. Ώριμος πλέον αι σίγουρος για το στιλ του, επιστρέφει στη Γαλλία για να φτιάξει ταινίες όπως «Le carosse d’or»(1952) και «Elena et les hommes»(1956). Την περίοδο εκείνη σκηνοθετεί και το «French Cancan» (1955), μία ωδή στη γαλλική κουλτούρα και τη Μονμάρτρη όπως ο ίδιος τη βίωνε μέσα από το καλλιτεχνικό βλέμμα που του έδωσε ο πατέρας του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέχισε να δημιουργεί ταινίες με λιγότερη επιτυχία αλλά εξίσου μαγευτικές όπως το «Le Caporal Epingle» και το «Le petit theatre de Jean Renoir»(1969), μία σπονδυλωτή αφήγηση που προοριζόταν για την τηλεόραση.
Στη ζωή του έγραψε τρία βιβλία :το μυθιστόρημα «Les cahiers de capitaine Georges»(1966), ένα βιβλίο για τη ζωή με τον πατέρα του με τίτλο «Renoir, My Father»(1962) και τα απομνημονεύματα της δικής του ζωής «My Life and My Films»(1974).
Στο τέλος της ζωής του στέφθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία και δέχθηκε τιμητικό Όσκαρ από την Ακαδημία. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1979.
Γενική φιλμογραφία:
La Fille de l’eau (1925)
Nana (1926)
Sur un air de charleston (1927)
Marquitta (1927)
Une vie sans joie (1927)
La Petite marchande d’allumettes (1928) (short)
Tire au flanc (1928)
Le Tournoi dans la cite (1928)
Le Bled (1929)
On purge bébé (1931)
La Chienne (1931)
Boudu sauvé des eaux (1932)
La Nuit du carrefour (1932)
Chotard et Cie (1933)
Madame Bovary (1934)
Toni (1935)
Le Crime de Monsieur Lange (1936)
La vie est à nous (1936) (collective)
Les bas-fonds (1936)
La Grande Illusion (1937)
La Marseillaise (1938)
La Bête Humaine (1938)
La Règle du jeu (1939) (The rules of the game)
Tosca (1941) (selected scenes, uncredited)
Swamp Water (1941)
The amazing Mrs. Holliday (1943) (uncredited)
This Land Is Mine (1943)
Salut à la France (1944) (short)
The Southerner (1945)
The Diary of a Chambermaid (1946)
Partie de campagne (1946) (short)
The Woman on the Beach (1947)
The ways of love (1950) (segment Aday in the Country)
The River (1951)
Le carrosse d’or (1952)
French Cancan (1954)
Elena and Her Men (1956)
Le Testament du docteur Cordelier (1959) (TV movie)
Le Déjeuner sur l’herbe (1959)
Le Caporal épinglé (1962)
Il fiore e la violenza (1962) ((segment La scampagnata)
Le Petit Théâtre de Jean Renoir (1970) (TV movie)