Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Εν Συντομία Εισαγωγή:
Η ταινία για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα αποτελεί στο άκουσμα της κινηματογραφικό γεγονός. Δυστυχώς, μονάχα στο άκουσμα έμειναν οι ελπίδες και οι προσδοκίες, ότι θα ήταν ισάξια της προκατόχου της. Πράγματι, δεν πρόκειται για μία αυθεντική ταινία αλλά συνέχεια υπάρχουσας, γεγονός σύνηθεςπια στην αμερικανική βιομηχανία κινηματογράφου. Ο λόγος λοιπόν για τη συνέχεια του αριστουργηματικού «Μονομάχου» (Gladiator, 2000) με τον ανέμπνευ στο τίτλο «Μονομάχος 2» (Gladiator 2, 2024). Αυτή η ταινία δεν προσβάλλει τους/τις θεατές της, όπως άλλες της εποχής της, προσβάλλει πρωτίστως τον ίδιο της τον εαυτό, με το να αδικεί την ιδέα πίσω από τη σύσταση της, αλλά και την ιστορία από την οποία και αφορμάται την ύπαρξη της.
Πάμε να δούμε τι πήγε τόσο λάθος και στραβά, που μας αναγκάζει να μιλήσουμε με αυτά τα λόγια για έναν πολυαγαπημένο δημιουργό, τον τελευταίο του είδους του, Σερ Ρίντλει Σκότ.
Πλοκή;
Βρισκόμαστε στο 200 μ.Χ. με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αν και σε επιθετική επέκταση, να βρίσκεται σε βαθιά παρακμή. Με τον στρατηγό Μάρκο Ακάκιο να ολοκληρώνει με επιτυχία την εκστρατεία του στη Νουμίδια, ο Άνων θα βρεθεί αιχμάλωτος πολέμου στη Ρώμη. Οι εξαιρετικές του ικανότητες ως μαχητής και πολεμιστής θα προσελκύσουν τα βλέμματα των επιτήδειων. Ένας από αυτούς είναι ο Μακρίνος, ιδιοκτήτης μονομάχων που επωφελείται από τον θάνατο τους στη αρένα, με την σκοτεινή φιλοδοξία να ανέλθει ιεραρχικά στη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Μακρίνος θα εκμεταλλευθεί την «οργή» του Άνωνα, ο οποίος αποκρύβει την πραγματική του ταυτότητα, και θα τον εξαπολύσει στη αρένα μάχης του Κολοσσαίου. Μέσα σε ένα κλίμα πλεκτανών, πραξικοπημάτων και αποκαλύψεων για τη διαδοχή του αληθινού αυτοκράτορα, Μάρκου Αυρήλιου, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες μέχρι τότε προκλήσεις της.
Πίσω από τις κάμερες:
Στη θέση του σκηνοθέτη επιστρέφει ο μοναδικός Ρίντλει Σκότ, ο οποίος παρά το πεπερασμένο της ηλικίας του, κάθε χρόνο κυκλοφορεί και μία καινούργια ταινία. Μαζί του επιστρέφει και ο «όχι και τόσο μοναδικός» σεναριογράφος Ντέιβιντ Σκάρπα. Η συνεργασία των δύο ανδρών μετράει από το 2017με την ταινία «Όλα Τα Λεφτά Του Κόσμου» (All The Money In The World) και την πρόσφατη ταινία τους «Ναπολέων» (Napoleon, 2023). Καμία από τις δύο δεν ενθουσίασε, ενώ την αποτυχία τους καρπώθηκε ο Ρίντλει Σκότ που βγήκε εμπρός. Παρά την απογοήτευση, ο δημιουργός εμπιστεύεται για τρίτη φορά τον μη χαρισματικό σεναριογράφο, και όλα καταρρέουν σε επίπεδο ανάπτυξης λογικής πλοκής, εξέλιξης φύσει χαρακτήρων και κινηματογραφικών στιγμών που εντυπωσιάζουν από την κλίμακα και το μέγεθος τους. Η ταινία διαθέτει πολλές σκηνές, αλλά λιγοστές στιγμές. Σε αυτό το κομμάτι δεν ευθύνεται η σκηνοθετική προσέγγιση, αλλά η σεναριακή. Σε μεγάλο βαθμό αντιγράφει σκηνές της πρώτης ταινίας, δίχως επιτυχία. Με το που αρχίσει από την άλλη να δείχνει κάτι καινούργιο, το παρουσιάζει τόσο βιαστικά και πρόχειρα, χωρίς μίαπρωθύστερη ικανοποιητική επένδυση σε επίπεδο πλοκής και χαρακτήρων. Το σενάριο προσπαθεί υπερβολικά να συνδεθεί με την πρώτη ταινία, που ξεχνά ότι είναι μία ξεχωριστή οντότητα από μόνο του. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει ψυχή στην ταινία και όλα συμβαίνουν διεκπαιρεωτικά ψυχρά.
Το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στον Σκότ είναι αρχικά η εμπιστοσύνη του στο σενάριο. Έπειτα, ακολουθεί η μεταφορά και περάτωση του στην ασημένια οθόνη. Αν και η παραγωγή της ταινίας δαπάνησε υπέρογκα ποσά για τα επιβλητικά της σκηνικά, τα οποία θα προσέδιδαν μία λάμψη από την προηγούμενη ταινία, η τελική εικόνα καταλήγει να δείχνει επεξεργασμένη και ψηφιακή. Είναι κρίμα, καθώς με αυτό τον τρόπο αποκρύπτεται ο τομέας της παραγωγής που πραγματικά θα μπορούσε να λάβει διθυραμβικά εύσημα. Στο κομμάτι από την άλλη που ο καλλιτέχνης βασίζεται αποκλειστικά στο ψηφιακό εφέ, μέσο, η εμπιστοσύνη του κλονίζεται και προδίδεται διαρκώς, από τη αρχική ναυμαχία μέχρι και την εμφάνιση των άγριων θηρίων στην αρένα. Ακόμα, ορισμένες επιλογές αναφορικά με το καδράρισμα των ηρώων και των πράξεων τους κρίνονται ατυχείς και αντιαισθητικές. Κλείνοντας, ο βετεράνος σκηνοθέτης φαίνεται να μην έχει δώσει αρκετή σημασία στο κομμάτι των ερμηνειών των ηθοποιών του. Αφήνει το σύνολο τους να προχωρήσει με αυτό που θεωρούν οι ίδιοι ως δόκιμο και επιθυμητό, δίχως καθοδήγηση. Αυτό έχει ως συνέπεια, ενώ ο ρυθμός είναι τάχιστος, ο τόνος να μη συμβαδίζει και να δημιουργείται ασυνεννοησία και παραφωνία.Τέλος, μιλώντας για παραφωνία, ο Χάνς Ζίμμερδ εν επιστρέφει στην ενορχήστρωση του θέματος της ταινίας, με το τελευταίο να πάσχει από την έλλειψη επικού ήχου, επιμέρους κομματιών και ατμοσφαιρικών φωνητικών.Κάποιες σκορπισμένες νότες ακούγονται εδώ και εκεί, με ελάχιστα νέα θέματα να εισάγονται από τον Χάρρυ ΓκρέγκσονΓουίλιαμς.
Μπροστά από τις κάμερες:
Η δεύτερη ταινία, όπως άλλωστε και η πρώτη, έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ένα ταλαντούχο σύνολο ηθοποιών, οι οποίοι κάνουν το καλύτερο δυνατό με το πρωταρχικό υλικό που διαθέτουν. Για άλλη μία φορά όμως, οποιαδήποτε απόπειρα, δοκιμή, επιχείρηση για μεγαλείο αποτυγχάνει, ναυαγεί, ακριβώς όπως οι προσδοκίες μας για την ταινία.
Στο πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκουμε τον νεοφερμένο ηθοποιό Πώλ Μέσκαλ. Είναι το κεντρικό πρόσωπο των εξελίξεων και των αποκαλύψεων, αλλά δεν καταφέρνει να επιβάλλει το ερμηνευτικό του εκτόπισμα. Η ιστορία του θυμίζει την πορεία που έλαβε η αντίστοιχη του χαρακτήρα του Ράσελ Κρόου. Ο τελευταίος όμως διέθετε την εμπειρία χρόνων, τόσο σε επίπεδο υποκριτικής, όσο και σε επίπεδο άποψης για τον ίδιο του τον χαρακτήρα. Είναι γνωστά τα ξεσπάσματα του Κρόου για το ημιτελές σενάριο ή για την αδυναμία των σεναριογραφών να δώσουν ένα ικανοποιητικό τέλος για τον χαρακτήρα του. Ο χαρακτήρας του Μέσκαλ, βάσει της ιστορίας βρίσκεται σε θλίψη και λύπη, αλλά ο ηθοποιός δεν εξωτερικεύει το συναίσθημα. Αντιθέτως, διατηρεί ένα διαρκές χαμόγελο στο πρόσωπο του, παρά το γεγονός ότι η ζωή του, η ύπαρξη του έχει σημαδευτεί από διαδοχικές τραγωδίες.Σίγουρα, ο ηθοποιός έχει γυμναστεί, έχει δουλέψει πολύ για τον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει, με τις ευθύνες να βαραίνουν σκηνοθέτη, σεναριογράφο και στο τέλος τον ίδιο, που απομένει αβοήθητος.
Συμπρωταγωνιστής του, αλλά σε σημεία αποκλειστικός πρωταγωνιστής είναι ο Ντενζέλ Ουάσινγκτον στον ρόλο του «Μακρίνου». Η είδηση ότι ο ηθοποιός επρόκειτο να συμμετάσχει σε ταινία του Ρίντλει Σκότ εξέπληξε ευχάριστα. Ας μη ξεχνάμε την στενή σχέση συνεργασίας που είχε με τον αδερφό του Ρίντλει, Τόνι Σκότ. Μαζί με τον ενθουσιασμό ήρθε και η περιέργεια, μα ποιον θα μπορούσε να υποδυθεί στην ιστορική εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας; Ο χαρακτήρας του βασίζεται στο αληθινό πρόσωπο του διοικητή, έπαρχου των πραιτοριανών φρουρών του αυτοκράτορα, που κατέλαβε την εξουσία. Στην ταινία παρουσιάζεται ως ιδιοκτήτης σκλάβων ως απάντηση στον χαρακτήρα του Όλιβερ Ρίντ, «Πρόξιμο». Δεδομένης της ιστορίας και των περιορισμών σύμφωνα με την εποχή της, κάποια πράγματα δε δύνανται να συμβούν, και στην ταινία όχι μόνο συμβαίνουν, αλλά γίνονται και με βιασύνη. Ο Ουάσινγκτον, όμως σε αντίθεση με τον Μέσκαλ έχει περισσότερα κοινά με τον Κρόου, όχι σε επίπεδο χαρακτήρα, αλλά εμπειρίας. Καταφέρνει να κάνει τον ρόλο του απολύτως δικό του, όπως συνηθίζει με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνει, και να μαγνητίσει τόσο τα βλέμματα, όσο και τους προβολείς της αφήγησης πάνω του. Βέβαια, αυτή η δυναμική του δεν αποβαίνει πάντοτε σε καλό. Ο Σκότ τον εμπιστεύεται, αλλά θα μπορούσε ίσως να μετριάσει για χάρη του αληθινού πρωταγωνιστή, αλλά και του τόνου της ταινίας, την ωμή υποκριτική δύναμη που απαντάει στο όνομα Ντενζέλ Ουάσινγκτον. Στο τέλος της ημέρας, ο χαρακτήρας του έχει περισσότερα κοινά με τον «Αλόνζο» από την ταινία του Αντουάν Φουκούα, «Ημέρα Εκπαίδευσης» (TrainingDay, 2001), παρά με το ιστορικό πρόσωπο του «Μακρίνου».
Συμπρωταγωνιστής των προαναφερομένων είναι η ασφαλής επιλογή του Χόλυγουντ που απαντάει στο όνομα Πέδρο Πασκάλ, στον ρόλο του στρατηγού «Μάρκου Ακάκιου». Ο χαρακτήρας του είναι πιο συμπαθής της ταινίας, δεν έχει ιστορική διάσταση και αποτελεί μία ενδιαφέρουσα εικασία, πτυχή του αντίστοιχου χαρακτήρα του Ράσελ Κρόου. Τι θα γινόταν στην πρώτη ταινία, αν ο Μάξιμος δεχόταν την προσφορά του Κόμοδου; Η απάντηση βρίσκεται στην αψίδα χαρακτήρα του Ακάκιου και ως εκ τούτου στην ερμηνεία του Πασκάλ. Είναι από τους λίγους χαρακτήρες που φαίνεται να λαμβάνει μία καθοδήγηση από τον σκηνοθέτη του, καθώς αρχικά παρουσιάζεται ως ένας από τους κύριους, αν όχι ο κύριος ανταγωνιστής της ιστορίας, το απόλυτο αντίπαλο δέος του πρωταγωνιστή. Αυτή όμως είναι μία άλλη ταινία! Στον «Μονομάχο 2» δεν ισχύει καλώς ή κακώς κάτι τέτοιο, με τον ηθοποιό να βγαίνει «αλώβητος» από την ταινία, καθώς αποδίδει μία συναισθηματική ερμηνεία που δεν προκαλεί και δεν προσβάλει,με τους/τις θεατές να θέλουν περισσότερες σκηνές με τον χαρακτήρα του.
Το καστ συμπληρώνει η Κόνι Νίλσεν που επιστρέφει στον ρόλο της «Λουκίλλας» από την πρώτη ταινία. Η ηθοποιός αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο χάσμα των δύο ταινιών και δε μεταβάλλει τον τρόπο με τον οποίο απέδωσε τον χαρακτήρα της. Σε σημεία ίσως να φαίνεται λίγο πιο υπερβολική σε σχέση με το πρώτο μέρος. Ο χαρακτήρας της βρίσκεται ανέκαθεν και διαχρονικά σε ανησυχία και καημό, μόνο που στην πρώτη ταινία διατηρήθηκαν ψιλές ισορροπίες που υπογράμμισαν εκκωφαντικά την ερμηνεία της. Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρείται μία διαταραχή αυτών, δίχως να καταρρέει η συνολική εικόνα.
Κλείνοντας με τις ερμηνείες, θα αποτελούσε παράλειψη, αν δε γινόταν έστω μία αναφορά στους Τζόσεφ Κουίν και Φρέντ Χέτσινγκερ, που ενσαρκώνουν τους αυτοκράτορες «Γέτα» και «Καρακάλλα». Επιλέγεται συνειδητά από τον σεναριογράφο να αντιγράψουν την ανεπανάληπτη ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ ως «αυτοκράτορας Κόμμοδος». Το αποτέλεσμα είναι τραγικό, προκλητικό, εκνευριστικό. Αρχικά, δε φαίνεται πως πρόκειται για αληθινούς χαρακτήρες, αλλά για κάποιου είδους «καρτούν». Το παίξιμο του είναι αχρείαστα πομπώδες και υπερβολικό, με τους χαρακτήρες τους να μην έχουν το παραμικρό βάθος, σε αντίθεση με τη διαταραγμένη προσωπικότητα του «Κόμοδου». Δεν γνωρίζουμε τις προθέσεις των ηθοποιών, αλλά όποιες και να ήταν, το αποτέλεσμα, όχι μόνο δεν τους δικαιώνει, φθάνει να μην είναι και κολακευτικό.
Καταλυτικός Επίλογος:
Η ταινία «Μονομάχος 2» αποδεικνύει έμπρακτα ότι ακόμα και για έναν «εμπειροπόλεμο» σκηνοθέτη, όπως ο Σερ Ρίντλει Σκότ, υπάρχει χώρος για βελτίωση. Δεν είναι ότι κάνει κάτι λάθος ή σφάλλει στα κομμάτια που αφορούν την προσέγγιση της σκηνοθεσίας. Εμπιστεύεται όμως τους συνεργάτες περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Αναμφίβολα, αυτή η εμπιστοσύνη του στις δυναμικές συνεργασίες είναι αυτή που τον ανέδειξε από κοινού με τους συντελεστές του εμπρός και πίσω από την κάμερα. Η σύγχρονη όμως εποχή και η κρίση του αμερικανικού εμπορικού κινηματογράφου συνιστούν άλλη μέθοδο, μία πιο αυστηρή, πειθαρχημένη, συγκροτημένη προσέγγιση, με περιθώρια προφανώς για νέες ιδέες. Αν ο σεναριογράφος είχε εστιάσει σε μία πιο ειλικρινή απόδοση των ιστορικών γεγονότων, οι ηθοποιοί ακολουθούσαν ένα ερμηνευτικό, κοινό όραμα και ο σκηνοθέτης φρόντιζε να μην παρεκκλίνουν αμφότεροι από τις προσηλωμένες αρμοδιότητες τους, τότε θα γινόταν λόγος για μία καλή ταινία. Αυτό δε συνέβη, άρα θα προσδιορίσουμε την ταινία ως «απογοητευτική», κενή στον πυρήνατης, δίχως λόγο ύπαρξης, αν δεν συνδυαστεί ή ταυτιστεί με την πρώτη.
Θα έβαζα με «βαρβαρότητα» για πρώτη φορά ένα 4,9/10, έναν ιστορικά χαμηλό βαθμό για ταινία του Ρίντλει Σκότ, η οποία όμως την ίδια στιγμή είναι απείρως καλύτερη από το μέσο κοστοβόρο αμερικάνικο «blockbuster».
Διάρκεια: 2 ώρες και 28 λεπτά Είδος: Ιστορικό έπος
Σκηνοθεσία: Ρίντλε ιΣκότ. Πρωταγωνιστές: Πώλ Μέσκαλ, Ντενζέλ Ουάσινγκτον, Πέδρο Πασκάλ, Κόνι Νίλσεν, Τζόσεφ Κούιν, Φρέντ Χέτσινγκερ.
3 comments
Μεγάλη Απογοήτευση! Έπρεπε ο Sir. Ridley Scott στη πρώτη μάχη στην Mini-Arena να βάλει τα Xenomorphs του αντί για ψηφιακούς μπαμπουίνους! Ίδια η υπόλοιπη ταινία αλλά με αυτή την αλλαγή γίνεται υποφερτή!
Δυστυχώς, ναι, εκεί καταλήγουμε, ότι η ταινία παρέκκλινε κατά πολύ από την πρώτη, ενώ η πλειοψηφία των συντελεστών πίσω από τις κάμερες επέστρεψε σχετικά δριμύτερη… Πράγματι χαχαχαχαχαχα, αυτή η ταινία θα μπορούσε να έχει πληθώρα τίτλων, από “Training Day 200 A.D.” μέχρι “Alien: Macrinus”
μαθε να κρινεις και μετά να γράφεις, άσχετε