Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Ήταν αναμενόμενο ότι η ταινία «Υπάρχω» για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλουθα σαρώσει, σημειώνοντας τη μεγάλη εμπορική επιτυχία της χρονιάς…
Πρώτον διότι καταπιάστηκε με έναν θρύλο του λαϊκού τραγουδιού, του οποίου μέχρι σήμερα οι πολυπληθείς φανατικοί θαυμαστές ορκίζονται στο όνομά του και δεν υπήρχε περίπτωση να μη συρρεύσουν για να παρακολουθήσουν τη ζωή του σε ταινία… Και δεύτερον η απρόβλεπτη επιλογή του Χρήστου Μάστορα στο πρωταγωνιστικό ρόλο, πέραν του ότι ξένισε πολλούς προκαλώντας αναπόφευκτα έντονο ενδιαφέρον, ήταν αναμενόμενο να προσελκύσει (και) το νεανικό κοινό των φανς του pop δημοφιλούς τραγουδιστή των «Μελλισών», έστω κι αν αγνοούν λόγω ηλικίας τον Καζαντζίδη… Που σημαίνει «με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια», εξασφαλίζοντας τη μαζική προσέλευση τόσο του ώριμου ηλικιακά κοινού λόγω αναμνήσεων κι ενός θρυλικού ονόματος, όσο και του νεανικού λόγω πρωταγωνιστή ως ευφυέστατη κίνηση των συντελεστών, έχοντας εκ προοιμίου την επιτυχία στο τσεπάκι…
Ομολογώ ότι προσωπικά ουδέποτε υπήρξα θαυμάστρια του Στέλιου Καζαντζίδη, ούτε καν ακροάτρια των τραγουδιών του που έβρισκα πολύ θλιβερά, βαριά κι ασήκωτα για τα γούστα μου, παρότι φυσικά αναγνώριζα το τεράστιο μέγεθος μιας φωνής αξεπέραστης με όγκο που παρόμοιος δεν εμφανίστηκε ξανά, καταφέρνοντας να «μπουκώνει» τα μικρόφωνα και να κυριαρχεί «ασφυκτικά» στους χώρους που τραγουδούσε… Ωστόσο το ρεπερτόριό του, μελωδικά και στιχουργικά ήταν πολύ μακριά από τα δικά μου ακούσματα – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που αργότερα εκτίμησα- κι έτσι ουδόλως με άγγιξε το «φαινόμενο Καζαντζίδη» την εποχή που μεσουρανούσε, αποκτώντας το πιστότερο κοινό που ποτέ αξιώθηκε τραγουδιστής εντός και εκτός συνόρων και κερδίζοντας καθολική αποδοχή σε βαθμό λατρείας ως υπέρτατο λαϊκό είδωλο… Δεν γινόταν όμως να μη λάβω γνώση αργότερα για την ιστορική διαμάχη του με τις δισκογραφικές εταιρίες που συγκλόνισε το πανελλήνιο φτάνοντας μέχρι τη Βουλή, όπου πλέον ανακάλυψα τον άνθρωπο πίσω από τον θρυλικό ερμηνευτή, διαπιστώνοντας αυθεντικές αρετές αλλά και μοιραίες αδυναμίες, όπως άλλωστε η πλειονότητα των μεγάλων μεγεθών που υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο…
Άνθρωποι γεννημένοι με αστέρι και ευλογημένοι με σπάνιο χάρισμα, που δεν «χωρούν» στα κοινά μέτρα, προορισμένοι για την υπέρβαση… είτε του ύψους είτε του βάθους και ο Καζαντζίδης με το πληθωρικό ταπεραμέντο μετείχε και στα δύο! Από τη μια η τεράστια φωνή, η λατρεία του κόσμου, το προσκύνημα των δισκογραφικών, ο αγνός ιδεαλισμός, η αυθεντική λαϊκή ψυχή, οι ηθικές αξίες και από την άλλη ο εκρηκτικός χαρακτήρας, η προσκόλληση στη μάνα, η μοιραία έπαρση, ο αυτοκαταστροφικός παρορμητισμός, τα σκληρά στερεότυπα, το αδιέξοδο πείσμα κλπ. διαμόρφωσαν μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα με σπάνιες ευαισθησίες αλλά και αιχμηρές «γωνίες» κοφτερές σαν μαχαίρι… Και πώς αλλιώς για ένα προσφυγόπουλο που έζησε από τα μικράτα του τον ξεριζωμό, την πείνα, τη στέρηση, τον διωγμό, που είδε να σκοτώνουν μπρος στα μάτια του τον πατέρα του, που μεγάλωσε δίπλα σε μια ηρωική και πονεμένη μάνα- βράχο, που δούλεψε σαν σκυλί για το μεροκάματο, που έζησε στο πετσί του την αδικία και εκμετάλλευση, μέχρι η μοίρα να του χαμογελάσει και να τον ανταμείψει γενναιόδωρα για το θεϊκό χάρισμα της φωνής του…
Είναι αλήθεια ότι η ταινία συμπεριέλαβε τους βασικούς σταθμούς της βιογραφίας του, με τη μορφή συνέντευξης του τραγουδιστή- σε ώριμη ηλικία και αποτραβηγμένος πλέον στη βάρκα του- στον δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη, αποδίδοντας με συνεχή φλας μπακ τα καθοριστικά στιγμιότυπα της ζωής του… Ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια με τα τραυματικά βιώματα, την εφηβεία της σκληρής βιοπάλης στην Αθήνα, τις πρώτες εμφανίσεις σε απόμερες ταβέρνες, την ανακάλυψη του ταλέντου του από τη μουσική βιομηχανία, τον θρίαμβο που ακολούθησε με τα σκληρά παρατράγουδα της νύχτας, τον θυελλώδη δεσμό του με την Καίτη Γκρέυ, τη καταλυτική σχέση με τη μάνα του, τη γνωριμία και το γάμο με την Μαρινέλλα, τα μεγάλα ονόματα που συνεργάστηκε, την πολεμική σύγκρουση με την Μίνως, την απομόνωση στο καλύβι του δίπλα στη θάλασσα που λάτρευε… κι όλα αυτά διανθισμένα φυσικά με εμβληματικά τραγούδια του, χαραγμένα πλέον ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη ενός λαού… Είναι επίσης αλήθεια ότι σε επίπεδο παραγωγής όσον αφορά σε κοστούμια, αξεσουάρ, χώρους, πλάνα κλπ. αποδόθηκε με αληθοφάνεια η εποχή των δεκαετιών ’50, ’60, ’70, με πειστική ατμόσφαιρα κυρίως στα τότε μαγαζιά και τις γειτονιές, όπως επίσης αναδείχθηκαν συναισθήματα νοσταλγίας και ενίοτε συγκίνησης…
Μιλώντας για τον πρωταγωνιστή Χρήστο Μάστορα στον ρόλο του Καζαντζίδη, παρότι προσωπικά διατηρούσα τεράστια επιφύλαξη γνωρίζοντας μέσω του τηλεοπτικού Voice έναν τύπο χαζοχαρούμενο, αμήχανο, με σαχλά αστεία, ενοχλητική ελαφράδα, ανόητες αμερικανιές κλπ. ομολογώ ότι εν προκειμένω με εξέπληξε θετικά… διότι δεν περίμενα με τίποτα ένας μη ηθοποιός και μάλιστα με το συγκεκριμένο στυλάκι της χαριτωμενιάς και ένας τραγουδιστής μακριά από το λαϊκό ρεπερτόριο, να καταφέρει να υποδυθεί με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, τόσο υποκριτικά όσο και φωνητικά, έναν άκρως ιδιαίτερο χαρακτήρα στην κατηγορία του θρύλου και του το αναγνωρίζω, ειδικά στο τραγουδιστικό κομμάτι με εντυπωσιακή ομοιότητα στη χροιά και τις δυνατότητες της φωνής… όπως επίσης του αναγνωρίζω την εκφραστικότητα του προσώπου και κυρίως τον αυτοέλεγχο, αποφεύγοντας την συνήθη για ερασιτέχνη παγίδα της υπερβολής, καθοδηγούμενος σωστά από τον έμπειρο σκηνοθέτη…
Ωστόσο δεν διέθετε επουδενί το βαρύ εκτόπισμα και την γνήσια, λαϊκή αυθεντικότητα του Καζαντζίδη, αφήνοντας μέσα από αδιόρατες «χαραμάδες» ή λεπτές αποχρώσεις του ρόλου να διαφανεί ότι υποκρίνεται μιμούμενος και όχι ενσαρκώνει ψυχή τε και σώματι… ότι παριστάνει με προσπάθεια τον ήρωα και δεν μπήκε στο πετσί του, απολύτως κατανοητό βέβαια για κάποιον που δεν κατέχει την τέχνη και τεχνική του ηθοποιού… ειδικότερα στα σημεία με το περιπαιχτικό ύφος ήταν καθαρά ο Μάστορας, ενώ του έλειπαν τόσο η πειστική βαριά κινησιολογία, όσο και ο δυναμισμός του χαρακτήρα εκδηλωμένος συχνά με επιθετικότητα, αγριάδα, άξεστη συμπεριφορά, καθώς εν προκειμένω επιχειρήθηκε ένα κομψό «στρογγύλεμα» με απάλειψη των «γωνιών» στην προσωπογραφία…
Επιπλέον το υπόλοιπο καστ θεωρώ ότι αδικήθηκε, υποβαθμίζοντας άξιους ηθοποιούς (και πραγματικούς χαρακτήρες με καθοριστική συμβολή σαν τον Νικολόπουλο) με ρόλους περιφερειακούς, διεκπεραιωτικούς, πολύ περιορισμένους, σχεδόν διακοσμητικούς, εκ των οποίων διασώθηκαν μόνο η Κλέλια Ρένεση ως χυμώδης, παθιασμένη Καίτη Γκρέυ και η Αγορίτσα Οικονόμου ως δυναμική και συνάμα συγκινητική μάνα… Αντίθετα, η Ασημένια Βουλιώτη στον ρόλο της Μαρινέλλας με μια ψυχρή, άνευρη, επίπεδη ερμηνεία χωρίς ψυχή, πειθώ και ταλέντο, υπήρξε ιδιαίτερα ατυχής επιλογή…
Πέραν τούτων εντοπίστηκαν κενά στο σενάριο όσον αφορά στην αλληλουχία των γεγονότων και τη συνοχή της πλοκής, κάποιες ασάφειες που δεν αιτιολογούν επαρκώς τις εξελίξεις, καθώς και ορισμένες κοιλιές στη σκηνοθεσία με τραβηγμένα πλάνα ή φλύαρες σκηνές ξεχειλώνοντας άνευ ουσίας τη διάρκεια… Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι οι γνωρίζοντες παλιοί δεν αποκόμισαν κάτι καινούργιο ή ενδιαφέρον για τον Καζαντζίδη ενώ οι αγνοούντες νέοι εισέπραξαν μια μάλλον παραποιημένη- ωραιοποιημένη εικόνα του, προσωπικά βρίσκω υπερβολικό τον χαμό για μια υπερεκτιμημένη ταινία που κατά βάση, με αφορμή ένα λαϊκό είδωλο, περιορίζεται στην νοσταλγική ηθογραφίαμιας χαμένης εποχής, όπως τόσες άλλες αντίστοιχες… Ή αλλιώς «ώδινεν όρος, έτεκε μυν», που σημαίνει κοιλοπονούσε κοτζάμ βουνό για να γεννήσει ένα ποντίκι…
Βαθμολογία: 5,8/10