Γράφει ο Στέφανος Γκιζλής
Ταινία: Όσλο, 31 Αυγούστου (Oslo, 31 August)
Σκηνοθεσία: Joachim Trier
Έτος Παραγωγής: 2011
«Υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, αν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, αν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, έπονται. Είναι παιχνίδια. Πρέπει πρώτα να απαντήσουμε» (Οι πρώτες γραμμές από τον Μύθο του Σίσυφου του Αλμπέρ Καμύ)
.

.
«Am I the only one, crashed by the weight of the world»? (Antimatter)
Ένα νορβηγικό φιλμ του 2011 ακολουθεί την πορεία ενός χαρακτήρα, από μια απόπειρα αυτοκτονίας, την προσπάθεια απεξάρτησης από την ηρωίνη και το αλκοόλ και την περιπλάνηση του στο Όσλο την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Ο Άντερς, έτσι λέγεται ο ήρωας του φιλμ «Όσλο, 31 Αυγούστου», έχει μάθει να αποφεύγει την πραγματικότητα μέσω των ουσιών. Η κατάθλιψη γίνεται μια σκιά που καλύπτει τα πάντα. Παρά τη φαινομενική ψυχραιμία του ο ήρωας της ταινίας του Joachim Trier συνειδητοποιεί ότι η ασφυξία μέσα στον λάκκο που έχει ο ίδιος σκάψει, αργά η γρήγορα, θα τον σκοτώσει. Έτσι αποφασίζει, από τη στιγμή που αδυνατεί να αλλάξει την τροπή και την κατάληξη των πραγμάτων, να επιλέξει τον χρόνο, τον τρόπο και τον τόπο, ίσως ως μια ύστατη προσπάθεια ελέγχου του βίου του.
.
Το τείχος της καταθλιπτικής προσωπικότητας αρχίζει και χτίζεται από την αδιαφορία προς οτιδήποτε και καταλήγει σε μια απονενοημένη διαπίστωση, που κατατρώει όλο και περισσότερο ότι έχει απομείνει από την πνευματική διαύγεια, πως η κατάσταση αυτή είναι μη αναστρέψιμη. Τα λόγια του Άντερς στον επικεφαλής της κλινικής αποτοξίνωσης στις πρώτες στιγμές του φιλμ είναι ξεκάθαρα «Τις τελευταίες μέρες δεν είχα δυνατά συναισθήματα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Νοιώθω κουρασμένος».
Πως το έλεγαν οι Antimatter σε εκείνο το χαρούμενο τραγούδι; «Μήπως τελικά είμαι ο μόνος που συνθλίβεται από το βάρος τούτου του κόσμου»;

.
«Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση – …ίσως η απαρχή ομοίων ημερών» (Μανόλης Αναγνωστάκης)
Οι καταστροφικές εξαρτήσεις έχουν τις ρίζες τους πάντα στο πρόσφορο έδαφος της αποποίησης ευθύνης. Ο εξαρτημένος βουλιάζει νιώθοντας ότι ο βάλτος που υπάρχει γύρω του, δεν είναι δικό του δημιούργημα αλλά μια κατάσταση στην οποία περιήλθε κυρίως λόγω μιας, σχεδόν μεταφυσικής, πίστης πως ο ίδιος δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά έρμαιο παιδικών τραυμάτων που προκλήθηκαν από κοντινά πρόσωπα. Αυτή η πίστη είναι η βασική εξάρτηση και παρελκόμενα αυτής οι εμφανείς εξαρτήσεις. Όπως και σε οποιαδήποτε αυτοκαταστροφική τάση έτσι και εδώ υπάρχει μια επιθυμία προσκόλλησης και ανάγκης για οίκτο από τους άλλους η οποία συνυπάρχει η μετατρέπεται σε εκδικητικότητα για τα πρόσωπα που αποτελούν τον κοινωνικό μικρόκοσμο. Όπως ένα παιδί κλαίει για να τραβήξει την προσοχή έτσι και ένας εξαρτημένος με τον τρόπο του αποζητά, εμμονικά, την συμπόνια προδίδοντας την αδυναμία του να υπάρξει ανεξάρτητος. Είτε πρόκειται για μια ναρκισσιστική δομή προσωπικότητας είτε το αντίθετο, η βάση δεν παύει να είναι μια κατάσταση εγρήγορσης λόγω της χρόνιας συναισθηματικής ανασφάλειας. Παρ’ ότι η ταινία του Trier δεν είναι μια κατ εξοχήν ταινία που κεντράρει στην εξάρτηση, η ψυχολογία του εξαρτημένου δεν μπορεί παρά να παραμείνει αναλλοίωτη.

.
Όλα έχουν γίνει κατανοητά, εκτός από το πώς να ζούμε (Jean Paul Sartre)
Ο Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ (στο βιβλίο του οποίου στηρίζεται το φιλμ για το οποίο μιλάμε) θα αυτοπυροβοληθεί τον Μάρτη του 1945 λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Μπραζιγιάκ. Υπέρμαχος της κυβέρνησης ανδρείκελων του Βισύ, θιασώτης του εθνικοσοσιαλισμού τον οποίο όμως απέρριψε προς το τέλος της ζωής του για να στραφεί στην ανατολική φιλοσοφία. Το πολιτικό του στίγμα δεν ήταν τόσο καθαρό ακριβώς γιατί το μεγάλο θέμα του Ντριέ Λα Ροσέλ δεν ήταν η αποδοχή του χιτλερισμού ως μοντέλου διακυβέρνησης, αλλά περισσότερο διότι αυτό λειτουργούσε ως αντίβαρο στο παρηκμασμένο αστικό μοντέλο και την επακόλουθη διαφθορά του πνεύματος μέσω της κενότητας της υπάρχουσας κοινωνικής διάταξης. Η «Φλόγα που τρεμοσβήνει» το βιβλίο στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία του Τρίερ είχε διασκευαστεί πρώτα από τον Λουί Μαλ στα 1963. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μια ιστορία εξαρτήσεων και εξαρτημένων αλλά για την διάβρωση κάθε ηθικής αξίας στο βωμό του αστικού συστήματος, του καταναλωτισμού και του αφόρητου κομφορμισμού ως τρόπου ζωής και επιβίωσης. Έτσι στο βιβλίο του Ντριέ Λα Ροσέλ όπως και στο φιλμ του Τρίερ η εξάρτηση στα ναρκωτικά δεν εμφανίζεται παρά ως αποτέλεσμα της απόρριψης της εναλλακτικής που προσφέρει η αστική πραγματικότητα.

.
«Αν με την αιωνιότητα δεν εννοούμε άπειρη χρονική διάρκεια αλλά αχρονικότητα, τότε αιώνια ζει αυτός που ζει στο παρόν»
(L. Wittgenstein/ Tractatus Logico Philosophicus)
Ο Νιτσεϊκός αφορισμός «Έχουμε την τέχνη για να μη μας καταστρέψει η αλήθεια» δεν είναι παρά η αναγωγή της αισθητικής ενατένισης σε έναν ακόμη θεό. Ο θεός, ως έννοια, είναι κάτι άχρονο και άχωρο και στη βάση του αποτελεί μια πυξίδα στην αναζήτηση νοήματος σε έναν χαώδη κόσμο. Ως θεός δε νοείται μονάχα ο υπεραρχιτέκτονας του σύμπαντος αλλά οποιαδήποτε συναισθηματική και αισθαντική κατάσταση η οποία εξωραΐζει την «αλήθεια», λειτουργώντας ως ναρκωτικό με τη βοήθεια του οποίου προσεγγίζονται απρόσιτα μονοπάτια της νόησης. Με αυτό τον τρόπο ψηλαφίζεται ο πυρήνας της αχρονικότητας και συνεπώς βιώνεται μια περίοδος λήθης αναφορικά με τη θνητότητα. Η τέχνη, η θρησκευτική πίστη, ο κοινωνικός ιδεαλισμός, οι ουσίες, ο έρωτας και ότι, τέλος πάντων, δύναται να λειτουργήσει ως σκάφος εξερεύνησης της πνευματικότητας και της ανθρώπινης φαντασίας, ανά στιγμές παίρνει την μορφή θεού κι αυτό διότι χαρίζει ψήγματα αθανασίας φωτίζοντας κομμάτια της σκοτεινιάς της ύπαρξης.
.
Όταν απομείνεις δίχως θεό, πρέπει να είσαι ικανός να αντέξεις το βάρος της ματαιότητας, πράγμα διόλου εύκολο. Για τον Άντερς στο φιλμ του Trier έμειναν μόνο οι ουσίες. Αλλά και αυτές δεν μπορούσαν πλέον να του δείξουν τον δρόμο σε έναν αχανή λαβύρινθο.
.
Υπήρξαν τρείς κομβικές στιγμές μέσα στην ταινία που ουσιαστικά κατέδειξαν το όλο κενό. Κι ήταν η τελευταία μέρα του Αυγούστου εκεί στον βορρά της γης.

.
Και να, κάτω απ’ τον ήλιο, τρυπώνει η παγωνιά (DylanT homas/Isee the boys of Summer)
Η συνάντηση του Άντερς με τον πρώην συνοδοιπόρο του στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά του έδειξε μια εναλλακτική ζωής που του έμοιαζε κενή. Ο φίλος του παντρεμένος με παιδί είχε αφήσει πίσω του το ταραγμένο παρελθόν για να δεθεί στο κατάρτι ενός μικροαστικού παρόντος. Ο συμβιβασμός ήταν ολικός.
«Αλλά είναι κάπως γαμημένη η κατάσταση. Βλέπω χαρούμενους ανθρώπους. Πάντα πίστευα πως οι χαρούμενοι άνθρωποι, πρέπει να είναι ηλίθιοι». Λόγια του Άντερς. Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξαν.
.
Η δεύτερη στιγμή και ίσως η κομβικότερη ήταν αυτή στην καφετέρια. Ο Άντερς παράταιρος και μόνος σε ένα τραπέζι με ανθρώπους γύρω του να συνδιαλέγονται. Παιδιά και γονείς. Δυο γυναίκες μιλάνε για τα όνειρα τους. «Να ζήσω ως τα εκατό. Να είμαι παντρεμένη μέχρι να πεθάνω. Να τρέξω έναν μαραθώνιο. Να ξεπεράσω τις φοβίες μου. Να διαβάσω ένα βιβλίο που θα θυμάμαι για όλη μου τη ζωή. Να ζωγραφίσω πράγματα που θα δείχνουν ακριβώς πως αισθάνομαι. Να έχω μια καλή δουλειά. Να μου κάνουν μια ρομαντική πρόταση γάμου. Να με αγαπήσουν». Το βλέμμα του Άντερς παγωμένο. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δικό του όνειρο. Τίποτα από όλα αυτά δεν τον άγγιζε πραγματικά. Ο ίδιος έβλεπε μόνο τη μοναξιά και το θάνατο πίσω από τις λέξεις. Ολοκληρωτικό κενό. Λίγα λεπτά αργότερα γέμισε το πρώτο του ποτήρι αλκοόλ. Είχε πια αποφασίσει.

.
«Ξέχασε μες στη σκληρή της ευτυχία, ότι ακόμη και οι εραστές πνίγονται» (W.B. Yeats The Mermaid)
Το τρίτο σημείο; Ναι υπάρχει και αυτό. Ένας ακόμη από τους θεούς. Ο έρωτας. Ο εφήμερος. Αυτός της μιας νύχτας. Γνωρίζει ένα κορίτσι. Πιωμένος πια. Η νύχτα έχει ήδη μπει. Καταλήγουν μαζί για εκείνες τις στιγμές που τους αναλογούν. Ίσως μια τελευταία αχτίδα. Η τελευταία αχτίδα, στο τελευταίο καλοκαίρι, του τελευταίου έτους. Τα ρολόγια για λίγο σπάνε. Ένα χαμόγελο. Κι εκείνα τα μεγάλα λόγια. Ο Άντερς κατανοεί την παροδικότητα και το εφήμερο. Δεν θα μπορούσε να είναι πάντα έτσι. Της μιλάει χαϊδεύοντας το πρόσωπο της. «Θα έχεις χιλιάδες νύχτες σαν κι αυτή. Δεν θα τις θυμάσαι καν. Όλα θα ξεχαστούν. Γιατί αυτό είναι το φυσιολογικό. Κάτι σαν κανόνας της φύσης».
Λίγο αργότερα η ίδια ημίγυμνη μπαίνει σε μια πισίνα. Τον καλεί να την ακολουθήσει. Έχει ήδη ξημερώσει. Χαμογελάει. Την κοιτάζει να μπαίνει στο νερό. Ο ίδιος δεν θα μπει. Θα φύγει. Όπως η νύχτα και το καλοκαίρι. Ότι ήταν να γίνει, έγινε. Όλα θα ξεχαστούν. Γιατί αυτό είναι το φυσιολογικό. Κάτι σαν κανόνας της φύσης…
.

.
Φωτογραφικό υλικό