.
Με δύο αντιμαχίες μας έχουν απασχολήσει μέχρι στιγμής οι Γάλλοι. Η πρώτη είναι ανάμεσα στον Ζαν – Πωλ Σαρτρ και τον ‘Αλμπερτ Καμύ, θεμελιωτές του υπαρξισμού. Η δεύτερη είναι ανάμεσα στον Ζαν – Λυκ Γκοντάρ και τον Φρανσουά Τριφό, πρωτεργάτες του γαλλικού νέου κύματος (Nouvelle Vague).
Οι δύο Ζαν λοιπόν, υποστήριζαν την επανάσταση, ο Ζαν – Πωλ Σαρτρ πήρε το μέρος της Σοβιετικής ‘Ενωσης στον Ψυχρό Πόλεμο, πιστεύοντας ότι μόνο με αίμα θα λυνόταν το πρόβλημα και ο Ζαν – Λυκ Γκοντάρ, επηρεασμένος από τα γεγονότα του Μάη του ’68, άλλαξε την προσέγγισή του ως προς τον τρόπο που γύριζε ταινίες, πολιτικοποιήθηκε και αποφάσισε κατά τα λεγόμενά του να δημιουργήσει μια τέχνη επαναστατική. Ο ‘Αλμπερτ Καμύ από την άλλη, τάχθηκε με την πλευρά της ζωής, πίστευε πως κανένας πόλεμος δεν θα έλυνε το πρόβλημα, μία προσέγγιση παρόμοια με εκείνη του Φρανσουά Τριφό, ο οποίος παρέμεινε ανεπηρέαστος απέναντι στα γεγονότα του Μάη του ’68 και συνέχιζε να γυρίζει τις ίδιες ταινίες, γεμάτες τρυφερότητα και πάθος, ελπίζοντας για ένα καλύτερο αύριο.

Σαν σήμερα, στις 6 Φεβρουαρίου, ο Φρανσουά Τριφό (1932-1984) ήρθε στη ζωή, ένας από τους μεγαλύτερους γάλλους σκηνοθέτες και σεναριογράφους. Τον πρωτογνωρίσαμε μέσω του Αντρέ Μπαζέν, με τη βοήθεια του οποίου, άρχισε από μικρή ηλικία να γράφει κριτικές στο θρυλικό περιοδικό Cahiers du cinéma.
.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε με την ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, «Τα 400 χτυπήματα» (Les Quatres Cents Coups, 1959), για την οποία κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών. Ο τίτλος του αναφέρεται στους ανυπότακτους κατοίκους της Μοντομπάν που δεν έσκυψαν το κεφάλι μετά τις 400 κανονιές του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ’, όπως και ο ήρωάς του, ο Αντουάν (Ζαν-Πιερ Λεό), ένας έφηβος που δεν υπακούει στους κανόνες, επιλέγοντας μια πιο ατίθαση ζωή.
.

.
Με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, έθεσε τα θεμέλια στο κίνημα που αργότερα θα ονομαζόταν Νουβέλ Βαγκ.
‘Εναν χρόνο αργότερα, συνεργάζεται ξανά με το alter ego του, Ζαν-Πιερ Λεό, στο «Πυροβολήστε τον Πιανίστα» (Tirez sur le pianist, 1960). Με μια διάθεση απομυθοποίησης του αμερικάνικου film noir, αλλά και επαναδιατύπωσής του με νέους όρους, ο Τριφό πειραματίζεται με το μοντάζ ασυνέχειας και μια πιο αφηρημένη πλοκή, χαρίζοντάς μας μια ακόμα μεγάλη επιτυχία.

Το 1962, επανέρχεται με την ταινία «Ζιλ και Τζιμ» (Jules et Jim), όπου χαρτογραφεί το αρχετυπικό κινηματογραφικό ménage a trois. Με φόντο τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ένα ερωτικό τρίγωνο δημιουργείται, δύο φίλοι ερωτεύονται την ίδια κοπέλα, την Κατρίν, προσπαθώντας να συνυπάρξουν σε μια ιδιότυπη σχέση. Ο Ζιλ στον ρόλο του συζύγου και ο Τζιμ σε εκείνον του εραστή.
.

.
Ο Τριφό θίγει την ρομαντική κατάρα αυτού του τριγώνου, καθώς ξεκινάει σαν ένα αντισυμβατικό ειδύλλιο που καταλήγει σε τραγωδία. Δεν γνωρίζουμε πως θα εξελισσόταν η ταινία αν ο Τριφό τη γυρνούσε λίγα χρόνια αργότερα, αν δηλαδή, θα σχολίαζε τα γεγονότα του Μάη του’68, ή όχι. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι όμως, το τόλμησε πολλά χρόνια αργότερα, το 1991, με τους «Ονειροπόλους» (The Dreamers), όπου τρεις φοιτητές με φόντο την ταραχώδη πολιτική περίοδο των γεγονότων της άνοιξης του ’68, δοκιμάζουν τα όριά τους.
Το 1966, αποφασίζει να γυρίσει την πρώτη του έγχρωμη ταινία και ταυτόχρονα την πρώτη του μεγάλη παραγωγή σε αγγλική ομιλούσα. Ο τίτλος αυτής «Φαρενάιτ 451» (Fahrenheit 451), η οποία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Ρέυ Μπράντμπερυ.

Ο Τριφό περίτεχνα αποκλείει τα εφέ της επιστημονικής φαντασίας και αναφέρεται σε μια κοινωνία όπου απαγορεύεται η ανάγνωση και η κατοχή βιβλίων. Ο πυροσβέστης Μόνταγκ, ενώ στην αρχή βάζει φωτιά στα βιβλία, αντί να τη σβήνει, γοητεύεται εν τέλει από τη μαγεία της ανάγνωσης και καταφεύγει στα δάση, όπου ζουν οι παράνομοι βιβλιόφιλοι, προσπαθώντας να μάθουν τα αγαπημένα τους βιβλία απ’ έξω και να τα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1968, με τα «Κλεμμένα Φιλιά» (Baisers volés), δεν επικεντρώνεται στην ταξική αντιπαράθεση της εποχής, αλλά παρουσιάζει την ιστορία ενός 20χρονου θυρωρού που ερωτεύεται την κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερή του, σύζυγο του αφεντικού του. Για πολλούς η ταινία αυτή έμοιαζε με μια άτυπη απάντηση του γαλλικού σινεμά στο φαινόμενο του «Πρωτάρη», που γυρίστηκε έναν χρόνο πριν, στις ΗΠΑ.
To 1974, κερδίζει το ‘Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας με την «Αμερικάνικη νύχτα» (La nuit Americaine). Δανειζόμενος λοιπόν, τον τίτλο της από την τεχνική ορολογία του κινηματογράφου (νυχτερινή σκηνή που γυρίζεται τη μέρα), εικονογραφεί το μικρόκοσμο του σινεμά, δημιουργώντας μια «ταινία μέσα στην ταινία».
Σε ένα από τα αγαπημένα φιλμ των απανταχού κινηματογραφιστών, ο Τριφό αποκαλύπτει τα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ενός φιλμ. Μιλά για συνεργασία και ασυνεννοησία, για έρωτες που κρατούν λίγο, για ανασφαλείς σταρ, για καπρίτσια, για απρόοπτα και αναποδιές, καθώς και για μια σειρά από άσχετα με την παραγωγή άτομα που βρίσκονται διαρκώς στο πλατό.
Ο Φρανσουά Τριφό έφυγε από τη ζωή στις 21 Οκτωβρίου του 1984, σε ηλικία 52 ετών. Ασταμάτητος μέχρι τέλους, το κύκνειο άσμα του ήταν το «Οπωσδήποτε την Κυριακή» (Vivement Dimanche!), το 1983.

‘Ενας σκηνοθέτης που σίγουρα διαμόρφωσε τον τρόπο που βλέπουμε, αλλά και γράφουμε για το σινεμά.
Φωτογραφικό υλικό