Δύο χρόνια πριν, τον Μάρτιο του 2019, μας αποχαιρέτησε η σπουδαία σκηνοθέτις και δημιουργός ταινιών, Ανιές Βαρντά. Πολύχρωμα μπουκέτα γέμισαν το πεζοδρόμιο έξω απ’ το μοβ σπίτι, στο νούμερο 86 της rue Daguerre, το σπίτι στο Παρίσι όπου ζούσε από τη δεκαετία του 1950. Αν ζούσε σήμερα, θα είχε τα γενέθλιά της και θα έκλεινε τα 92 της χρόνια, όμως έφυγε πλήρης ημερών στα 90 της χρόνια, ακούραστη, γεμάτη πάθος για την τέχνη της μέχρι και το τελευταίο λεπτό.
Γεννημένη το 1928 στο Βέλγιο, η Ανιές – ή Αρλέτ, όπως ήταν το βαπτιστικό της όνομα, – ενώ σπούδασε Λογοτεχνία και Κοινωνιολογία στη Σορβόννη, πολύ γρήγορα κατάλαβε το ενδιαφέρον της για τις τέχνες και συνέχισε τις σπουδές της στην Ιστορία και τη Φωτογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα δουλεύοντας ως φωτογράφος σε γάμους και βαπτίσεις, μέχρι τη στιγμή που ο φίλος της Ζαν Βιλάρ τη διόρισε φωτογράφο στο νεοσύστατο θέατρό του, Théâtre National Populaire.

Το 1955, έκανε την πρώτη της κινηματογραφική προσπάθεια με το «La Pointe Courte», που από πολλούς θεωρείται η απαρχή του γαλλικού Νέου Κύματος. Μας περιγράφει σε ασπρόμαυρο φόντο το ταξίδι ενός ζευγαριού στο χωριό Πουάντ Κουρτ, το μέρος όπου ο άντρας περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια. Το ζευγάρι αντί να έρθει πιο κοντά, βρίσκεται σε μια διαρκή σύγκρουση, και παρουσιάζει τόσο το προσωπικό όσο και το κοινωνικό στοιχείο, προβάλλοντας παράλληλα και τον καθημερινό αγώνα των ντόπιων για επιβίωση.

Τρία χρόνια μετά, το 1958, γνωρίζει τον σκηνοθέτη Ζακ Ντεμί (λίγο πριν κάνει τις «Ομπρέλες του Χερβούργου») και μοιράζονται μαζί σχεδόν μια ζωή, μέχρι τον θάνατο του Ντεμί, το 1990. Είναι και οι δύο μέλη της Αριστερής Όχθης (Left Bank), όπου δεξιά όχθη είναι η ομάδα του Cahiers du Cinema. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι οι σκηνοθέτες της Αριστερής Όχθης ήταν λιγότερο τρελαμένοι με τον κινηματογράφο και τον έβλεπαν σαν όμοιο με άλλες τέχνες, όπως η λογοτεχνία. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε καμία αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο ομάδες, αντιθέτως υποστήριζαν η μία την άλλη.

Το 1962, σκηνοθετεί μία απ’ τις γνωστότερες ταινίες της, την «Η Κλεό από τις 5 στις 7» που είναι επίκαιρη μέχρι και σήμερα. Η Βαρντά, η μοναδική γυναίκα σκηνοθέτης του κινήματος, αποτελεί εξαίρεση σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο και παρουσιάζει τη δική της, φεμινιστική προσέγγιση. Περιγράφει τη ζωή ενός μοντέρνου κοριτσιού, που ζει στις όχθες του Σηκουάνα και γνωρίζει την επιτυχία ως τραγουδίστρια της ποπ.

Μια μέρα λοιπόν, ενώ όλα στη ζωή της πηγαίνουν καλά, νιώθει πόνο στην κοιλιά της και πηγαίνει για εξετάσεις. Περιμένοντας με αγωνία τα αποτελέσματα της βιοψίας, περιπλανιέται στην πόλη του Παρισιού, όπου εκεί συναντάει εραστές, γνωστούς και φίλους, σε έναν περίπατο που στο τέλος θα τη βρει λίγο πιο σοφή και σίγουρα πιο ερωτευμένη. Όπως η ίδια είχε δηλώσει: «Η πρώτη φεμινιστική πράξη μιας γυναίκας είναι να κοιτάξει. Να παραδεχτεί πως γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, αλλά να αποκτήσει τη δύναμη να γυρίσει το βλέμμα και να παρατηρήσει κι αυτή.»

Η πρώτη της έγχρωμη απόπειρα έρχεται το 1965 με την ταινία «Η Ευτυχία» όπου αποσπά το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Η ταινία περιγράφει τη ζωή ενός ευτυχισμένου ζευγαριού, του Φρανσουά και της Τερέζ, που με τα δύο τους παιδάκια ζούνε σε ένα προάστιο του Παρισιού, περνώντας ανέμελα τις μέρες τους. Η ζωή τους μοιάζει σα να είναι βγαλμένη από διαφήμιση, χωρίς καμία δυσκολία. Ο Φρανσουά μια μέρα, γνωρίζει την Εμιλί (που μοιάζει επίτηδες φυσιογνωμικά τη γυναίκα του) και συνάπτει ερωτικό δεσμό μαζί της, όμως πάλι δεν διαταράσσεται η οικογενειακή τους ευτυχία. Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη γυναίκα και την ερωμένη του καθώς όπως αναφέρει: «η ευτυχία λειτουργεί σωρευτικά». Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής το ανακοινώνει στη γυναίκα του, λέγοντάς της πως νιώθει πιο χαρούμενος από ποτέ και ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μεταξύ τους. Το ζευγάρι θα κάνει έρωτα, αλλά όταν ο Φρανσουά ξυπνήσει το επόμενο πρωί θα ανακαλύψει ότι η σύζυγός του πνίγηκε στο παρακείμενο ποτάμι. Η οικογένεια συνεχίζει κανονικά τη μέρα της και τη θέση της μητέρας παίρνει η ερωμένη του, Εμιλί.

Η Βαρντά δήλωσε ότι με την «Ευτυχία» ήθελε να κάνει μια ταινία που θα μοιάζει με ένα τέλειο φρούτο, μέσα στο οποίο κρύβεται ένα σκουλήκι. Όσο γυαλιστερό και να μοιάζει απ’ έξω, μέσα του υπάρχει ένα σκουλήκι που το κατασπαράζει. Επίσης, προμηνύοντας το δεύτερο κύμα του φεμινισμού στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, η ταινία υπογραμμίζει διαρκώς πώς η πατριαρχία έχει υπονομεύσει το ρόλο των γυναικών σε μια αναλώσιμη κι αντικαταστάσιμη υποστήριξη του κυρίαρχου αρσενικού. Ο Φρανσουά αντικαθιστά δίχως δεύτερη σκέψη τη γυναίκα του και συνεχίζει να ζει ευτυχισμένος.
Το 1985, γοητεύει τους κριτικούς στο Φεστιβάλ της Βενετίας και κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα για την ταινία «Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο». Αφηγείται την ιστορία μιας περιπλανώμενης γυναίκας, της Μόνα, που επιλέγει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και αντιτίθεται στους κανόνες της κοινωνίας.

Έχοντας γυρίσει πάνω από 50 ταινίες και ντοκιμαντέρ, ακούραστη μέχρι την τελευταία στιγμή, η Ανιές Βαρντά άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το Σινεμά. Η αίσθηση ρεαλισμού που προκαλούσε με την κάμερα στο χέρι, αποτέλεσε θεμελιώδες στοιχείο για το Γαλλικό Νέο Κύμα.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο να έχεις μια ιδέα, αλλά το πως θα αποφασίσεις να υλοποιήσεις αυτή την ιδέα. Το 2017 έλαβε τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική της προσφορά.
.

..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..