Ποτέ την Κυριακή…
Από τη Βασιλική Γκουντσίδου
Την πασίγνωστη αυτή Ελληνική ταινία δεν την είδα όταν πρωτοπαίχτηκε, γιατί ήμουν πολύ μικρή για να πάω στον κινηματογράφο για να δω κάτι ακατάλληλο για παιδιά, εντάξει σταματείστε να υπολογίζετε την ηλικία μου. Οι συνθήκες ήταν ποιο αυστηρές από ότι τώρα με την ταινία Joker και δεν υπήρχαν περιθώρια για jokes ακόμα και αν ήθελες fun. Ωχ, κάνω και γω σαν τη γιαγιά μου που συνήθιζε να λέει “όταν αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την πατρίδα ήμουν κοριτσάκι”. “Γιαγιάκα, κοριτσάκι αλλά πόσο ακριβώς 2 ή 14 χρονών;” “Δεν σου έμαθα να είσαι ευγενική και διακριτική; Τί να σου απαντήσω τζιέρι μου, θα πάω και στην εκκλησία αύριο”. Κάθε Κυριακή και οι δύο γιαγιάδες μου απαραίτητα θα πήγαιναν στην εκκλησία, περιποιημένες στην τρίχα και φορώντας τα ταγιεράκια τους, που ήταν έτοιμα από το προηγούμενο βράδυ. Πρωί πρωί με ξυπνούσαν με το ζόρι, φορούσα τα καλά μου και από νωρίς με έστελναν να πιάσω στασίδια, τέσσερα παρακαλώ για τις δύο γιαγιάδες, τη μαμά και μια θεία, δίνοντας πραγματική μάχη με τα υπόλοιπα πιτσιρίκια.
Στις παιδικές αναμνήσεις η Κυριακή είναι συνδεδεμένη με την ξεκούραση, το οικογενειακό τραπέζι και τη συνάντηση με το σόι. Τότε βλεπόμασταν και κουβεντιάζαμε, όχι μέσω facebook αλλά δια ζώσης. Πώς να το εξηγήσεις αυτό στους εφήβους σήμερα; Το κλού της βραδιάς ήταν βόλτα στην παραλία για πάστα στο Αχίλλειο ή για γύρο στου Στρατή. Η παραλία γεμάτη από κόσμο, σκέτο νυφοπάζαρο και κάτι μικροπωλητές πουλούσαν μηλαράκια και φουρφούρια χρωματιστά, που πολύ μου άρεσαν. Μια φορά είχα αρπάξει μόνη μουι ένα και έφυγα και απορούσα γιατί φώναζε ο καλός κύριος και ησύχασε μόνο όταν ο πατέρας μου του έδωσε κάτι κέρματα. Είχαν πάρει φαίνεται τα μιαλά μου αέρα από το στροβιλισμό των φουρφουριών, χωρίς βέβαια ακόμη να γνωρίζω την αξία των χρημάτων και τί εστί οικονομία και ότι αν πληρώνει κάποιος άλλος τα χρέη σου, μπορεί να σε επιπλήξει και να σου βάλλει και τιμωρία. Δεν μιλάω γενικά για οικονομικές υποχρεώσεις χωρών ή επιχειρήσεων, αναφέρομαι στο συγκεκριμένο συμβάν και στη στέρηση της σοκολατίνας την Κυριακή εκείνη.
Τότε σχολείο είχαμε και το Σάββατο, αλλά λιγότερες ώρες. Αναλογιζόμενη κάθε Δευτέρα πόσο πολύ πρέπει να περιμένω για να ρθεί η Κυριακή και όταν ερχόταν, πόσο γρήγορα περνούσε, κατάλαβα εν μέρει πώς είχε συλλάβει ο Αινστάιν τη σχετικότητα του χρόνου. Είναι βέβαια να απορείς, πόσο απελπιστικά αργά κυλά ο χρόνος όταν είσαι παιδί και πόσο γρήγορα όταν μεγαλώσεις.
Τα χρόνια πέρασαν και μόλις άρχισα να εργάζομαι καθιερώθηκε και η αργία του Σαββάτου. Επιτέλους, γιατί ακούγαμε τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους να μιλούν για weekend και εμείς εδώ δεν ξέραμε τί είναι! “Τώρα μάλιστα γίναμε Ευρώπη, Ευρώπατα γκελντί”, όπως έλεγε ο παππούς αστειευόμενος, που ήταν πρόσφυγας από την Πόλη. “Και εσείς και κυρίως τα παιδιά σας θα ζήσετε άνετα, σε πολύ καλύτερες μέρες από μας, που τόσα τραβήξαμε με την προσφυγιά και τους πολέμους. Ταλαιπωρηθήκαμε, πολεμήσαμε αλλά χαλάλι για τις επόμενες γενιές, συνέχιζε”. Αχ παππού!

.
Με τον ερχομό των παιδιών είναι γνωστή η μεταμόρφωση των περισσοτέρων από μας στη γνωστή μορφή της Μαίρης Παναγιωταρά στην καθημερινότητα μας. Ευτυχώς υπήρχε η αργία της Κυριακής, αξεπέραστο δώρο, κεκτημένο δικαίωμα για μας τις εργαζόμενες, για να …εργαζόμαστε υπερεντατικά στο σπίτι. Τα παιδιά απολάμβαναν τις αργίες, αλλά και τις…απεργίες. “Ξέρεις τι είναι απεργία;” άκουσα κάποτε την τετράχρονη κόρη μου να λέει σε μια φίλη της από το βρεφονηπιακό. Νηπιοσυνδικαλισμός αναλογίστηκα και έστησα αμέσως αυτί. “Απεργία κάνουν όσοι έχουν δουλειά και θέλουν να την κάνουν καλύτερη. Εγώ χαίρομαι τότε, γιατί αντί να μας ξυπνούν και να περνά το σχολικό ή είναι η μαμά στο σπίτι και παίζουμε, ή μας πάει στη γιαγιά και περνάμε τέλεια!”.
Συνταξιούχα πλέον σε μια δύσκολη εποχή που διανύουμε όλοι μας, ας ολοκληρώσω τις σκέψεις μου ευχάριστα με κάποιο από τα τραγούδια που σιγοψυθυρίζαμε όταν είμασταν νέοι και γλεντούσαμε.
“Όλου του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου”, Λευτέρης Παπαδόπουλος.
.

.
“Κυριακή γιορτή και σχόλη νάταν η βδομάδα όλη”, ούτε η Βουγιουκλάκη μπορούσε στη δύσκολη εποχή του 60, να διανοηθεί ότι θα εργαζόταν κάποιος τέτοιες μέρες, αν δεν μπορούσε να βρει άλλη δουλειά. Βέβαια στις υπεραισιόδοξες ταινίες της για “όλη την οικογένεια”, στο εργοστάσιο που ήταν αφεντικίνα είχε τις Κυριακές τα φορτηγά στη διάθεση των εργαζομένων για να κάνουν το θαλασσινό τους μπάνιο. Κάτι τέτοιο στις μέρες μας δεν…υπάρχει για να χρησιμοποιήσω και τη γνωστή έκφραση της νεολαίας μας. Μπάνιο όχι, ψυχρολουσία πιθανόν.
“Συννεφιασμένη Κυριακή”, πλησιάζω στο mood των ημερών, που λένε και οι τηλεπερσόνες, τώρα που έχουμε φθινόπωρο.
Νομίζω τελικά το πέτυχα: “Σε τί κόσμο μπαμπά μ’ έχεις φέρει να ζήσω, δεν μου κάνει μαμά επιστρέφεται πίσω”.
Φωτογραφικό υλικό