Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ: Τα αναπόδραστα “θέλω” μας που σκοτώσαμε νηφάλια.
Μας μάθανε να κυνηγάμε το όνειρο, αλλά φρόντισαν να γεράσουμε στο καθήκον. Γιατί όταν καταλάβουμε τι δεν θέλουμε, είναι ήδη πολύ αργά — έχουμε υπογράψει με αίμα το συμβόλαιο των «πρέπει».
Πριν μεγαλώσεις, ο κόσμος σου είναι ένα θαμπό παζλ από επιθυμίες τρίτων. Θέλεις ό,τι σου σερβίρουν. Τσιρίζεις για παιχνίδια, ουρλιάζεις για αποδοχή. Δεν ξέρεις τι θέλεις, γιατί δεν είσαι ακόμη εσύ. Είσαι μια λευκή κόλλα που βάφεται με τηλεοπτικά διαφημιστικά, γονεϊκές ανασφάλειες και σχολικές προσταγές.
Και μετά;
Μετά μεγαλώνεις ή, για να είμαστε πιο ακριβείς σε μεγαλώνουν. Σου δίνουν όνομα, ύψος, βαθμούς, target group. Σου χτίζουν σταδιακά μια ταυτότητα, όπως χτίζεις μια αποθήκη για να κλείσεις μέσα πράγματα, όχι για να απελευθερώσεις τον εαυτό σου. Κι έτσι κάποια στιγμή νομίζεις ότι ξέρεις τι θέλεις. Θέλεις καριέρα, αποδοχή, προαγωγή, σπίτι με κήπο, “ισορροπία” – ένα ψυχαναγκαστικό τελετουργικό της μεσαίας τάξης, που αρκετές φορές σε οδηγεί υποσυνείδητα να αναζητήσεις σε βοήθεια, κάποιο … χέρι οργής, ένα “φιλοσοφικό μαχαίρι” ή απλώς έναν καθρέφτη με γωνίες για να εκτονώσεις την εσωτερική σου απόγνωση.
Όμως είναι ψέμα.
Γιατί το «θέλω» σου είναι δανεικό. Ξεπατικωμένο από τα trends, τις συγκρίσεις, τις επιταγές της αγοράς και την ανία του ατομισμού. Δεν το διάλεξες εσύ, σου δόθηκε. Σου δόθηκε μαζί με το πρώτο σου ΑΦΜ και το όραμα της Εφορίας.
Μέχρι που φτάνεις σε εκείνο το ύπουλο, σιωπηλό απόγευμα – ίσως στα 35, ίσως στα 50 – κάπου εκεί…στο ημίφως μιας ψυχικής κούρασης που δεν έχει πια λέξεις, σ’ ένα βλέμμα χαμένο πάνω από το τιμόνι στη Λεωφόρο, στην πέμπτη μπίρα που πλέον δεν σε πιάνει — εκεί καταλαβαίνεις και ανακαλύπτεις κάτι ανατριχιαστικά απλό: Ξέρεις τι ΔΕΝ θέλεις.
Δεν θέλεις άλλο corporate bullshit. Δεν θέλεις άλλο traffic στις 8 το πρωί. Δεν θέλεις άλλο LinkedIn χαμόγελο. Δεν θέλεις να είσαι «αποδοτικός», «ευέλικτος», «συνεργάσιμος». Δεν θέλεις να εξηγείς την κούρασή σου με powerpoint. Δεν θέλεις να κοιτάς το ρολόι και να μετράς ώρες «ελευθερίας» το σαββατοκύριακο σαν φυλακισμένος με άδεια.
Αλλά τώρα είναι αργά.
Γιατί τα θέλω σου τα σκότωσες αργά, μεθοδικά και μάλιστα με διάθεση νηφάλια.
Τα έκαψες στο τζάκι της προσαρμογής. Γιατί κάποιος (ή όλοι) σε έπεισαν πως πρέπει να είσαι «ρεαλιστής». Γιατί πλέον έχεις παιδιά, δάνεια, αρτηρίες που δυσφορούν, νεύρα που τρέμουν. Έχεις χτίσει ένα κάστρο από “πρέπει” και κάθε του πέτρα είναι ένα “θέλω” που καταπνίγηκε. Και το χειρότερο; Το έχτισες μόνος σου. Κανείς δεν στο επέβαλε με το ζόρι — απλά σ’ έμαθαν να το ζητάς κι’ εδώ ξεκινά και τελειώνει η φιλοσοφική σου τραγωδία.
Ο Σαρτρ είπε πως είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι. Αλλά κανείς δεν είπε πως αυτή η ελευθερία έρχεται με τόσο υψηλό τίμημα: την απόλυτη ευθύνη της ύπαρξης. Και για να μην την αντέξεις, υπογράφεις την εθελοντική σου υποδούλωση. Διαλέγεις το κλουβί με θέα και σαν να μην έφτανε αυτό, χρεώνεσαι και πανωτόκια για να πληρώνεις τα δεσμά σου σε δόσεις.
Η επιστήμη της ψυχολογίας το λέει γνωστική ασυμφωνία: το μυαλό για να μη σπάσει, προσαρμόζει τις επιθυμίες του στην πραγματικότητα, και όχι το αντίστροφο. Με λίγα λόγια, πείθεις τον εαυτό σου ότι αυτό ήθελες πάντα. Ότι οι υποχωρήσεις σου είναι “ώριμες”, τα όνειρα σου “ανώριμα”, και το σύστημα “απλώς ο τρόπος που δουλεύει ο κόσμος”.
Και κάπως έτσι, το νήμα κόβεται.
Το παιδί μέσα σου – εκείνο που δεν ήξερε τι ήθελε, αλλά ήθελε με πάθος – πνίγηκε κάτω από το γραφείο σου, μαζί με το τελευταίο του σκίτσο και μια ψιθυριστή διαμαρτυρία: “μα δεν ήταν αυτό που θέλαμε…”
Και τούτη είναι η πιο σκληρή διαπίστωση.
Μπορείς ακόμα να αλλάξεις, ναι. Θα χρειαστείς όμως ψυχολογικό εκσκαφέα. Θα πρέπει να ξεριζώσεις ολόκληρες δεκαετίες ταυτότητας. Να αποδομήσεις συνήθειες, να χαλάσεις σχέσεις, να ζήσεις χωρίς GPS και το χειρότερο, θα χρειαστεί να ξαναμάθεις να θέλεις. Όχι σαν πελάτης. Σαν ζωντανός άνθρωπος.
Αλλά εσύ … Είσαι ήδη πολύ κουρασμένος και ο λογαριασμός της ΔΕΗ ήρθε πάλι φουσκωμένος.
Δείτε όλα τα άρθρα του Μιχαήλ Χατζηαναστασίου με μια ματιά ΕΔΩ