Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.

Ο ήλιος δεν σβήνει. Όσο κι αν θες να κρύψεις την αλήθεια, αυτή θα καίει πάντα την άνεση της σκιάς σου.
Είναι δυνατόν μια τόσο μικρή πατρίδα, επιτηδευμένα αδιάφορη και ανοργάνωτη στους βασικούς τομείς του πολιτισμού και του αθλητισμού, να εμφανίζεται χρόνια τώρα ανάμεσα στους βασικούς διεκδικητές των μεταλλίων; Ναι, είναι. Το ερώτημα όμως δεν είναι πια αν «είναι δυνατόν», αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό το δυνατόν. Διότι εδώ δεν μιλά η στατιστική· μιλά η αρετή. Κι η αρετή δεν είναι τύχη, είναι έξη: μια σταθερή επιλογή να κατευθύνεις τη δύναμή σου προς το άξιο, ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω σε σπρώχνει προς το εύκολο.

Οι λίγοι που κρατούν την πατρίδα ψηλά δεν είναι προϊόντα συστήματος· είναι αντισώματα. Ανθρώποι που, κάθε μέρα, συμφιλιώνουν το ψυχικό τους «θέλω» με το σωματικό τους «δεν μπορώ» και μετατρέπουν την αδυναμία σε δρόμο. Αφαιρούν το «α» από το «αδύνατον» όχι με φωνές, αλλά με πράξεις: με προπόνηση πριν χαράξει, με σιωπή όταν περισσεύει ο θόρυβος, με ευγένεια όταν περισσεύει ο κυνισμός. Αυτή είναι η μυστική τους γεωμετρία: να κατευθύνουν τη δύναμη (δύναμις) σε πράξη (ἐνέργεια) χωρίς να ζητούν πιστοποιητικά θαυμασμού.

Απέναντί τους στέκει η εποχή μας, μια εποχή της επίδειξης. Μετράμε ακόλουθους, όχι ακολουθίες ζωής· χειροκροτήματα, όχι χειροπιαστές αρετές. Θέλουμε το αποτέλεσμα, όχι τη μορφή που το γέννησε. Γι’ αυτό και τα αληθινά πρότυπα δεν θρέφουν τις άδειες μας ζωές: δεν παράγουν άμεσο ντόπινγκ εντυπώσεων, δεν προσφέρονται σε ρίμες και σύντομα βίντεο, δεν χωράνε σε «στοιχήματα» και «αποδόσεις». Επενδύουν στο ρήμα, όχι στη ρίμα. Κυνηγούν το θάμα, όχι το γάμα. Κλαίνε από χαρά, όχι από οίκτο. Κι έτσι, αντί να μας διασκεδάζουν, μας εκθέτουν. Μπροστά τους μικραίνει η σκιά μας, και αυτό πονά.

Εδώ αρχίζει η φιλοσοφία της άρνησης. Ό,τι μας κρίνει σιωπηλά, το κάνουμε αόρατο. Ό,τι μάς δείχνει το έλλειμμά μας, το βαφτίζουμε «ελιτίστικο», «αντιπαθές», «γραφικό». Θέλουμε να σβήνουμε ήλιους για να μην ενοχλεί το φως τους το σκοτάδι της συνήθειάς μας. Μα ο ήλιος δεν σβήνει· μόνον εμείς κλείνουμε τα βλέφαρα. Κι όταν τα μάτια συνηθίσουν το σκοτάδι, κάθε σπίθα μοιάζει επικίνδυνη.
Ας το πούμε καθαρά: τα πρότυπα που αξίζουν δεν είναι «ευχάριστα». Είναι ωφέλιμα. Δεν μας χαϊδεύουν· μας νουθετούν. Το ήθος τους δεν είναι σλόγκαν, είναι μέτρο. Το μέτρο δεν είναι περιορισμός, είναι απελευθέρωση: σε προστατεύει από την ασυδοσία του εγώ και σε εισάγει στο κοινό καλό. Εκεί γεννιέται ο πολιτισμός: όχι ως θεατρικό σκηνικό, αλλά ως εσωτερική πειθαρχία που καταλήγει σε κοινό έργο

Θα πουν κάποιοι: «Μα κι αυτοί, αν είχαν περισσότερη προβολή, θα ήταν αλλιώς». Ίσως. Αλλά το ουσιώδες δεν αλλάζει: η αρετή δεν γίνεται θέαμα χωρίς να χάσει την αλήθεια της. Και η αλήθεια δεν γίνεται προϊόν χωρίς να φτηνύνει. Η εποχή μάς ζητά να διαλέξουμε ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι. Να αποφασίσουμε αν θέλουμε ζωή σε προοδευτικό καρέ ή σε διαρκή κίνηση.
Η νουθεσία, λοιπόν, δεν είναι ηθικολογία. Είναι πρόσκληση. Όχι «κάνε όπως εγώ», αλλά «γίνε ό,τι μπορείς». Γιατί αυτό που μας λείπει δεν είναι οι ήρωες, αλλά οι μιμητές της ουσίας τους: άνθρωποι που θα επιλέξουν την εργασία αντί του θορύβου, τη διάρκεια αντί της συγκυρίας, το μέτρο αντί του μέτριου. Μια κοινωνία δεν βελτιώνεται με απονομές, αλλά με καθημερινές προαιρέσεις. Η προαίρεση είναι η βούληση που παίρνει σχήμα: αυτό που αποφασίζεις να είσαι όταν κανείς δεν σε βλέπει.

Κι αν έχει νόημα να θαυμάζουμε τους λίγους που σηκώνουν μόνοι τους τη σημαία, είναι για να σηκώσουμε ο καθένας τη δική του μικρή γωνία της. Το μετάλλιο τους είναι αφορμή, όχι άλλοθι. Όχι για να πούμε «κάποιοι το κάνουν για μας», αλλά για να αναρωτηθούμε «τι κάνω εγώ για τον εαυτό μου και για τους άλλους». Η αρετή, όταν μένει ιδιωτική, μαραίνεται· όταν γίνεται κοινή πράξη, πολλαπλασιάζεται.
Στο τέλος όλα απλοποιούνται: ή θα συνεχίσουμε να προσκυνούμε την ταχύτητα του κενού ή θα επιβραδύνουμε αρκετά ώστε να ακούσουμε τον εσωτερικό μας ρυθμό. Ή θα μείνουμε παθητικοί θεατές του θεάματος ή θα μετατραπούμε σε πολίτες με μέτρο. Το πρώτο χαρίζει στιγμιαία λάμψη· το δεύτερο χτίζει διάρκεια.
Παρόλα ταύτα το ερώτημα παραμένει, όχι ως «είναι δυνατόν;», αλλά ως «είναι θέληση;». Γιατί η δύναμη υπάρχει· το ζήτημα είναι αν θέλουμε και μπορούμε να την κατευθύνουμε. Οι λίγοι μάς άνοιξαν δρόμο. Το αν θα βαδίσουμε με τα παπούτσια τους είναι δική μας υπόθεση.

Το δυστυχές όμως παραμένει, πως αυτά συνήθως τα πρότυπα ανθρώπων δεν μας ταιριάζουν, γιατί μικραίνουν την σκιά μας, γι’ αυτό τα θέλουμε μανιωδώς “σβηστά”.
Όμως … πως μπορείς να σβήσεις έναν ήλιο μικρέ μου μαλάκα;
Δείτε όλα τα άρθρα του Μιχαήλ Χατζηαναστασίου με μια ματιά ΕΔΩ





