Καλοκαιράκι ελληνικό και σούπερ… οικολογικό!
Γράφει η γεωπόνος Πίτσα Στασινοπούλου.
Η διπλανή παρέα στο καφέ έχει κέφια και καταστρώνει καλοκαιρινά σχέδια σε υψηλά… ντεσιμπέλ. Δυο ζευγάρια του «μέσου όρου», που η διακριτικότητα δεν είναι το δυνατό τους σημείο, ερίζουν για τον τόπο των κοινών διακοπών πάνω στο κρίσιμο δίλλημα «κάμπινγκ ή ξενοδοχείο»;
-Σούλα μου, εμείς δεν το διαπραγματευόμαστε! Εδώ και χρόνια με τον Μπάμπη ψηφίζουμε κάμπινγκ δαγκωτό, είμαστε υπέρ της φυσικής ζωής. Καλά, δεν το ξέρετε ότι είμαστε οικολόγοι;
Αμάν, τί λαβράκι είναι αυτό! σκέφτηκα ιδιοτελώς και έκατσα πιο αναπαυτικά, άναψα τσιγάρο κι έκανα νόημα στη φίλη μου όλο σημασία…
– Εντάξει ρε Ματίνα, ξέρω ότι ψωνίζεις βιολογικά, ότι φτιάχνεις κάτι μαντζούνια, αλλά για κάμπινγκ και οικολόγος δεν ήξερα… Γιατί κι εμένα μ’ αρέσει η φυσική ζωή, αλλά..
– Τί θα πει «αλλά» χρυσή μου… Φυσική ζωή και ξενοδοχείο; Πάς καλά; Ίδιο είναι να βουτάς από τη σκηνή στη θάλασσα, να έχεις όλη μέρα την ενέργεια της φύσης, να κοιμάσαι σε επαφή με τη δόνηση της γης;
Ώπα! Εδώ έχει πολύ ψωμί (ξανα)σκέφτηκα κι έκανα ότι κάτι σημειώνω για να μη καρφώνομαι άγαρμπα. Από δίπλα η Σούλα ψέλλισε κάτι σαν:
– Μα όλη μέρα στη θάλασσα και στη φύση θα είμαστε… μόνο για έναν ύπνο… αγριεύομαι να κοιμάμαι έξω… φοβάμαι και τα μαμούνια…
– Και μετά μου λες «φυσική ζωή» και τρίχες! Μα αν δε ζήσεις έτσι το καλοκαίρι, τί νόημα έχει; Αλλά πού να καταλάβετε εσείς οι καλομαθημένοι από οικολογία… ε, Μπάμπη; ήρθε η απάντηση – καταπέλτης της Ματίνας με ύφος θριαμβευτικό, ενώ ο άλαλος συμβίος Μπάμπης έσκουξε κάτι ακατάληπτο…
Και πάνω που φτιάχτηκα με τις ατάκες της Ματίνας και περίμενα τα καλύτερα, οι άτιμοι πλήρωσαν κι έφυγαν και μ’ άφησαν με την απορία: πού θα καταλήξουν τελικά; Σε κρεβάτι ξενοδοχείου σαν «καλομαθημένοι» ή κατάχαμα σ’ επαφή με τη δόνηση της γης και τα μαμούνια σαν «οικολόγοι»; Μέγας προβληματισμός, ικανός να διαλύσει φιλίες χρόνων, γιατί πλέον το ζήτημα δεν είναι πρακτικό αλλά ιδεολογικό. Πώς να συνυπάρξουν αρμονικά ένας καλομαθημένος συμβατικός με έναν εναλλακτικό οικολόγο; Και μάλιστα σε διακοπές, που – καλά να’ ναι – αλλά έχουν τινάξει στον αέρα ρομαντικούς έρωτες, ευτυχισμένες οικογένειες, αγαπημένα σόγια, χωρίς να υπάρχουν καν τέτοιες… χαώδεις ιδεολογικές διαφορές. Πού πάτε ρε παιδιά ξυπόλητοι στ’ αγκάθια; Ξανασκεφθείτε το πριν έχουμε δράματα…

Γιατί είναι αλήθεια ότι το καλοκαιράκι, είναι η ιδανική εποχή για να σου βγάλει τον καλύτερο, τον πιο ευαίσθητο, τον πιο προχωρημένο… οικολογικό σου εαυτό! Το είπε και η Ματίνα: «αν δεν ζήσεις ΕΤΣΙ το καλοκαίρι, τί νόημα έχει;» Τώρα βέβαια στο «έτσι» χωράνε πολλά… ας πούμε οι αγαπημένοι κάμπερς της Ματίνας. Που όμως δεν περιορίζονται στα οργανωμένα κάμπινγκ, αλλά προτιμούν τα αυθεντικά… ελευθέρας βοσκής ολούθε. Σε δάση, βουνά, ρεματιές, ερημικές παραλίες. Όπου ξάφνου μέσα στην απάτητη, παρθένα (νομίζεις) φύση, αντικρίζεις χρωματιστά τσαντίρια, απλωμένες μπουγάδες, αναμμένες φωτιές, πλαστικές σακούλες, αμέτρητα μπουκάλια, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα φύγουν μαζί με τους «φυσιολάτρες». Καθώς απομεινάρια –ενθύμια προηγούμενων, συναντάς συχνά –πυκνά στη βόλτα σου στη φύση από λογής «φυσιολάτρες» που στις καλοκαιρινές τους αποδράσεις σε τοπία ονειρεμένα, δεν θα διστάσουν να αμολήσουν «τώρα που δεν βλέπει κανείς» , ό,τι σκουπιδιαρό κουβαλούν… από σακούλες με αποφάγια μέχρι άχρηστες συσκευές και μπάζα! Και εσύ ο ανύποπτος ψάχνεις την παρθένα φύση, μα τα σημάδια των απανωτών βιασμών είναι εκεί…
Έλα όμως, που δεν πρόκειται μόνο για κρυφούς, παράνομους, μεμονωμένους «βιασμούς», αλλά και για δημόσιους, προβεβλημένους, νομιμότατους και μεγάλης έκτασης. Βλέπεις τα καλοκαίρια με τον φεστιβαλικό οίστρο… open air, δεν μένει ραχούλα, λαγκάδι, βουνοκορφή, ακρογιάλι ή ρέμα που να μην οργανωθεί ένα φεστιβάλ, ένα οικοπανηγύρι, ένα river party, μια γιορτή για τη γη, για τη θάλασσα, για τη ξενιτειά, για τον μετανάστη… την πίκρα κάθε πικραμένου και τη χαρά κάθε (χαζο)χαρούμενου.
Με χαριτωμένες κατασκευές- κιόσκια, με συναυλίες ψαγμένες, χιλιάδες μπυρόβιους, μπόλικες καντίνες, ευωδιαστή τσίκνα, γεννήτριες, ηχοσσυστήματα, σκουπιδομάνι και ένα πρώην παρθένο, ειδυλλιακό, φυσικό τοπίο να τραυματίζεται βαριά από την επέλαση των βαρβάρων. Γιατί, πώς να το κάνουμε… έχει άλλη χάρη να φεστιβαλίζεσαι καλοκαιριάτικα στην καρδιά της φύσης… άλλη ενέργεια σου λέει… άλλη δόνηση… που όταν ενωθεί με τη δόνηση των ντεσιμπέλ από τα θηριώδη ηχεία, τρέμε οικοσύστημα!
Γιατί άντε η χλωρίδα ως πιο ψύχραιμη θα το ξεπεράσει, αλλά η ευάλωτη πανίδα, όση επιζήσει – πλην της εφτάψυχης κατσαρίδας – θα κάνει αιώνες να ξαναπεράσει από τον συναυλιακό χώρο, πρώην κατοικία της και νυν κρανίου τόπο. Άσε που μετά την όγδοη μπύρα και τον νταλγκά, η καφρίλα ελευθερώνεται πιο εύκολα…
Η οποία όμως στην περίπτωση των λουομένων σε πλαζ οργανωμένες ή μη, δεν έχει ανάγκη ποτού ή νταλγκά για να ελευθερωθεί θριαμβευτικά! Οι θαμώνες της παραλίας, παρότι ξενέρωτοι και νηφάλιοι, δίνουν ρέστα! Εδώ οι όποιες ταξικές διαφορές καταργούνται, καθώς ενώνει τους πάντες, νέους / μεσήλικες/ άνεργους / φραγκάτους/ ωραίους/ άσχημους/ βλάχους/ κυριλέ… η πανταχού παρούσα ΚΑΦΡΙΛΑ, άνευ διακρίσεων!
Και δεν είναι μόνο η καφρίλα του θαμώνα αλλά κι αυτή του «μαγαζάτορα» της παραλίας. Και κυρίως αυτή του «αφεντικού» – κράτους που με ηλίθιους νόμους μετατρέπει τις δημόσιες παραλίες σε ιδιωτικά «μαγαζιά». Κι ο μαγαζάτορας νοικιάζει την πιο καλή παραλία και τη γεμίζει ασφυκτικά μέχρι αδιαχώρητου με ομπρελοξαπλώστες, τόσο που να έχεις μόνιμα στη μούρη την πατούσα ή τον κώλο του απέναντι, που δεν είναι καν… αξιο-θέατος!
Και να αγωνίζεσαι μάταια για λίγα εκατοστά ζωτικού χώρου ή θαλάσσιου ορίζοντα. Να στήνει ο μάγκας στην άμμο καναπέδες, κουρτίνες, μαξιλάρια, τραπέζια, πέργκολες, αιώρες, ξυλο- αχυρο- κατασκευές, να στήνει μπαράκια με όποια αισθητική του κάτσει, να βάζει μουσική μέχρι σπάσιμο τυμπάνων, επίσης όποια του κάτσει, να χρεώνει ποτά, καφέδες, φαγητά, επίσης όπως του κάτσει. Με υποχρεωτική «ελάχιστη κατανάλωση» βεβαίως…
Και στο υπέροχο καρακιτσάτο σκηνικό δίπλα στο κύμα, έρχεται ο λουόμενος – (κατ’ ανάγκη) πελάτης, να προσθέσει τη δική του αξεπέραστη πινελιά. Όπου μέσα στο χαμό του αδιαχώρητου, θα απλώσει άνετα ΟΛΗ την οικοσκευή του, από την οποία λείπει μόνο… το χριστουγεννιάτικο δένδρο! Επίσης θα παραγγείλει το σύμπαν (κρίση είπατε;), θα φάει και θα πιεί, όχι μόνο ό,τι σερβίρει το κατάστημα, αλλά επίσης ό.τι κουβαλά σε σακούλες και ψυγειάκια και τα αποφάγια… μάντεψε! Δεν θέλει φαντασία, έτσι; Έχω βρει εγώ καρπουζόφλουδες, κουτάκια χυμού, μισοφαγωμένα σάντουιτς, καλαμπόκια και λουκουμάδες, παραχωμένα στην άμμο που θα τάιζαν δυο χωματερές! Βέβαια το πλαστικό ποτήρι, το μπουκάλι, το αλουμινένιο κουτί, δεν υπάρχει λόγος να τα μαζέψει φεύγοντας αφού υπάρχει «προσωπικό» και παραμένουν επί ώρες σε κοινή θέα προς τέρψη των εντόμων, μέχρι να τα μαζέψει η σερβιτόρα με το στρινγκ και να τα αμολήσει στα σκουπίδια, αγνοώντας επιδεικτικά τον κάδο ανακύκλωσης που βρίσκεται ΔΙΠΛΑ! Επίσης ο μερακλής, παρέα με τον καφέ θα καπνίσει βεβαίως και ενώ του έχουν έτοιμο κουπάκι για τις γόπες, αυτός θα προτιμήσει σταθερά το δημιουργικό φύτεμα στην άμμο που φαίνεται του αποφέρει… μεγάλες σοδειές!
Τη ίδια στιγμή που η συμβία του αλλάζει την πάνα του μωρού και φεύγοντας την αφήνει κι αυτή ευωδιαστό αναμάτι για το «προσωπικό» ή σε περίπτωση ευαισθησίας την πετάει στον κάδο… ανακύκλωσης, ως «ανακυκλώσιμο»! (ναι, μα τω θεώ!) Κι ας μη μιλήσω για τους λαδοποντικούς που αλείφονται κάθε τρεις και λίγο με τόνους αντιηλιακού σαν λιγδωμένα κρέατα που σιγοψήνονται ώρες στο μπάρμπεκιου… και τα δυο δάχτυλα γλίτσα στην επιφάνεια της θάλασσας που έχουν θεριέψει το πλαγκτόν.
Που λες, αγαπητή οικολόγα Ματίνα με τη «φυσική ζωή», την «ενέργεια της φύσης», τη «δόνηση της γης» και λοιπά ενεργειακά… περί ορέξεως κολοκυθόπιτα! Την οποία – θεϊκή – κολοκυθόπιτα, ευτύχησα να γευτώ από τα χεράκια της κυρα- Δήμητρας, που με φιλοξένησε στον παστρικό ξενώνα της με τα κεντητά κουρτινάκια στα παράθυρα, ένα ονειρεμένο καλοκαίρι στο νησί… Την ώρα που καθισμένη κάτω από τη φουντωτή κληματαριά της αυλής της, αγνάντευα ψαροκάϊκα και γλάρους να περνούν δίπλα μου μέσα στη γαλήνη του πρωινού και είχα στο τραπέζι μου σύκα μόλις κομμένα και ψωμί ζυμωτό κι ένα χέρι ζεστό πάνω στο δικό μου… Και το βράδυ χταποδάκι λιαστό με σαρδέλα στη θράκα και τσίπουρο σπιτικό, παρέα με το ακορντεόν του Σταύρου, ατέλειωτα τζιτζίκια, ευωδιά νυχτολούλουδου, θαλασσινή αλμύρα και ένα ολόγιομο φεγγάρι… Τι να μου πεις τώρα για «ενέργειες» και «δονήσεις»… άστο!
Άντε… στην υγειά μας ρε Ματίνα, καλό καλοκαίρι και… το τσίπουρο κερασμένο!
Φωτογραφικό υλικό