Η ΑΣΕΒΕΙΑ στα δώρα της γης που πληγώνει… Από την «ΟΙΚΟ…νική Πραγματικότητα» της γεωπόνου Π. Στασινοπούλου.
Θέλω να αντισταθώ… Θέλω να κλείσω μάτια και αυτιά στην οικο-παράλογη επικαιρότητα που με δαιμονίζει, αυτή των σκανδάλων… Θέλω συνειδητά να αγνοήσω «πράσινες» υποκριτικές Ολυμπιάδες και λαμόγια αυτοκινητοβιομηχανίες- κολοσσούς που παίζουν βρώμικα παιχνίδια με την ΑΝΑΣΑ μου… Ναι, θέλω να πετάξω τον οικολογικό μου αετό, ξέροντας καλά ότι θα αρμενίσει σε αιθέρες μολυσμένους. Και ΔΕΝ θα υποδυθώ ούτε στιγμή την αφελή στρουθοκάμηλο, προσποιούμενη ότι πρόκειται για αιθέρες ξάστερους και καθάριους… Θα μου πεις, προσφέρει κάτι η συνειδητότητα; Επί της ουσίας και επί του πρακτέου ίσως όχι, αλλά από την υποκρισία ή την παραμυθία, ΠΟΛΥ περισσότερα! Άλλωστε έχω ανάγκη μια (ρυπαρή) ανάσα σ’ αυτό το ατέρμονο «κυνήγι μαγισσών». Που μέχρι να αγγίξεις μία, ξεφυτρώνουν δύο, ακόμα πιο αποκρουστικές…
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ είναι φθινόπωρο! Με χρώματα ζαλιστικά να βάφουν γη και ουρανό απλώνοντας στα κουρασμένα μάτια ατέλειωτους ζωγραφικούς καμβάδες… Όχι ότι μπορεί ανθρώπινο χέρι να τα αναπαράξει, αλλά κάπως πρέπει να βρεις ταιριαστή προσομοίωση για το φυσικό εικαστικό θαύμα. Που στη θαυμαστή του έκθεση περιλαμβάνει «Σπουδές σε φθινοπωρινά φύλλα», «Στιγμές από ουράνια σύννεφα», «Ελεγείες μελαγχολικών δειλινών»… Βιωματική στο έπακρο ετούτη η έκθεση, ερεθίζοντας σύμπασες τις αισθήσεις. Από την υπερκορεσμένη όραση μέχρι την ακοή την ώρα που τρίζουν τα φύλλα πέφτοντας και αποχαιρετούν τιτιβίζοντας τα αποδημητικά… Από την αφή στο άγγιγμα της βροχής μέχρι την παρήγορη μυρωδιά της βρεγμένης γης, μέχρι την απαράμιλλη γεύση του ευλογημένου σταφυλιού…
Σίγουρα είναι η εποχή που ο λυρισμός της πάει πολύ, τόσο που αν δεν υπήρχε ο όρος έπρεπε να «εφευρεθεί» τιμητικά γι αυτήν, την εποχή που «φθίνουν οι οπώρες». Που μετά το καλοκαιρινό κρεσέντο οδηγούνται σταδιακά στο τέλος τους με το έμπα του χειμώνα, για να πάρουν τη σκυτάλη άλλα καλούδια. Ωστόσο… μόνο «λυρική» δεν θα χαρακτήριζα την αφορμή που με οδήγησε αθέλητα σχεδόν σε φθινοπωρινό «παραλήρημα». Είναι ίσως που χαζεύω τον ουρανό- εργόχειρο και μυρίζω το βρεγμένο χώμα με τα σκόρπια κίτρινα φύλλα… Ή είναι η καταφυγή μιας ψυχής πλακωμένης από παντού. Και κατά περίεργο τρόπο, ένα τέτοιο «πλάκωμα» έδωσε την αφορμή του οίστρου…
Σε δύο από τους κήπους που… «γεωπονεύω», ζουν και βασιλεύουν πέντε φουντωμένες κληματαριές. Το χειμώνα τις κλαδεύω με περισσή φροντίδα, γιατροπορεύω πληγές κι αρρώστιες, ανταλλάσσουμε συχνά κουβέντες κατά τα κέφια μας. Την άνοιξη όταν πετούν τα πρώτα τρυφερούδια φυλλαράκια, τα καλωσορίζω με καμάρι κι αυτές σε ανταπόδοση μου χαρίζουν μερικά για τα ντολμαδάκια μου, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη των αφεντικών τους. Όταν δε σκάνε τα μπουμπούκια κι αρχίζουν να δένουν οι ρώγες, τις έχω πώς και πώς μήπως η υγρασία μου τις αρρωστήσει και δώστου γαλαζόπετρα και λόγια τρυφερά να είναι προστατευμένες. Και γαληνεύω να βλέπω τον ευλογημένο καρπό βδομάδα τη βδομάδα που τις συναντώ να φουσκώνει, να στρογγυλεύει, να λαμπυρίζει στον ήλιο φορτωμένος γλυκό χυμό…
Εκεί προς το τέλος της ωρίμανσης, μια ανάσα πριν τη συγκομιδή έτυχε να λείψω μια βδομάδα. Όταν επέστρεψα ήμουν σίγουρη ότι οι ιδιοκτήτες τους είχαν ήδη στο ψυγείο τους τα κατάφορτα τσαμπιά και σκεφτόμουν με λαχτάρα: «Άραγε μου φύλαξαν ένα τσαμπάκι; Έτσι, να δοκιμάσω το αποτέλεσμα της φροντίδας μου…» Πλησιάζοντας στη γωνιά τους το θέαμα έκανε την καρδιά μου χίλια κομμάτια! Στρωμένες οι πλάκες κάτω από τις κληματαριές με σωρό σάπιων σταφυλιών και σκόρπια τσαμπιά να κρέμονται στη μάνα τους σαν αποξηραμένες μούμιες… ΚΑΙ στις πέντε άτυχες, που η μαύρη μοίρα τις έριξε σε άπονες αυλές. Μου πήρε ώρα να συνέλθω από το αποτρόπαιο θέαμα και να ψελλίσω δυο λόγια παρηγοριάς για την πίκρα που έσταζε θαρρείς σταγόνα- σταγόνα από τις τραυματισμένες σάρκες. Σκέφτηκα προς στιγμήν ότι ίσως έλειψαν και οι ιδιοκτήτες και δεν πρόλαβαν να μαζέψουν… Όμως ΟΧΙ! Ήταν ΕΚΕΙ, απαθείς θεατές του αργού θανάτου των σταφυλιών στο τσιμέντο…
Όταν ρώτησα «Μα γιατί τα αφήσατε να σαπίσουν; Δεν λυπηθήκατε τόσο καρπό; Δεν σας αρέσουν τα σταφύλια;» η απάντηση ήταν το δεύτερο χτύπημα: «Φυσικά και μας αρέσουν, παίρνει ο άντρας μου από τη λαϊκή νοστιμότατα. Αλλά αφού έλειπες εσύ που τα φροντίζεις, ποιος θα τα μάζευε; Έχουμε καιρό για τέτοια; Μόνο σε παρακαλώ καθάρισε, γιατί έρχεται μπόχα ξινίλας και μαζεύονται μύγες!» Ομολογώ ότι αν το αποτρόπαιο θέαμα μου πήρε ώρα για να συνέλθω, το αποτρόπαιο άκουσμα ακόμα με ακολουθεί. Και θα με ακολουθεί σταθερά γιατί το μυαλό αδυνατεί να επεξεργαστεί το περιεχόμενο… Το μοιράστηκα με τις κληματαριές την ώρα που πετούσα στα σκουπίδια τον αχρηστεμένο τους καρπό , σαρκάζοντας για το «τσαμπάκι» που περίμενα… δυο ρώγες μόνο που γλίτωσαν τη σήψη, μου πιστοποίησαν τη γλύκα του καρπού που με τόση αγάπη ανάθρεψα για λογαριασμό… κάφρων! Το συζητήσαμε αρκετή ώρα με τις κληματαριές, ξεσπάσαμε την οργή και τη θλίψη μας σε εσωτερικούς διαλόγους, μα άκρη δεν βγάλαμε!
Γιατί το φαινόμενο δεν αφορά σε ένα τυχαίο, μεμονωμένο περιστατικό… Γιατί βλέπω την ΑΣΕΒΕΙΑ στα δώρα της γης σταθερά γύρω μου… Γιατί συναντώ πεζοδρόμια στρωμένα με καρπούς, τσαλαπατημένους από σόλες παπουτσιών ή ρόδες αμαξιών, βορά στα απορριμματοφόρα του Δήμου. Βλέπω ελιές φορτωμένες σε πάρκα, πεζοδρόμια και κήπους να χαρίζουν τον πολύτιμο καρπό τους στα τσιμέντα σαπίζοντας αργά. Βλέπω συκιές σε αυλές, σε φράχτες, σε οικόπεδα, φορτωμένες υπέροχα σύκα και σε λίγες μέρες, ένα σμήνος εντόμων γύρω τους προδίδει τον… προορισμό που τους επεφύλασσε η μοίρα. Βλέπω λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, μουριές, δαμασκηνιές στολισμένες με φρούτα, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους και σε λίγο καιρό τα ζουμερά στολίδια, ένας γλοιώδης πολτός στο χώμα. Παρέα με λασπωμένα άνθη φλαμουριάς, σαπισμένα κάστανα, αμύγδαλα ή ρόδια…
Και με πνίγει η βασανιστική απορία: Αφού εσύ, ο όποιος «κάτοχος», έχεις ΦΤΥΣΜΕΝΟ τον καρπό… ΓΙΑΤΙ φυτεύεις οπωροφόρο;;;; Γιατί θυσιάζεις με τόση αναλγησία τα ακριβά του δώρα; Γιατί δεν αφήνεις να τα φυτέψουν αυτοί που εκτιμούν την παραγωγή της γης; Πώς αντέχεις να τσαλαπατάς την τροφή, όταν σε κάποιους κοντινούς ή μακρινούς σου, λείπει τραγικά; Πώς αντέχεις να μετατρέπεις συνειδητά και με πλήρη απάθεια, τους καρπούς σε σκουπίδια; Και εσύ ο όποιος Δήμος ή Δημόσιος Φορέας, αφού βλέπεις ανάγλυφα μπροστά στα μάτια σου το αίσχος που αγγίζει την ΥΒΡΗ απέναντι στη φύση, γιατί επιλέγεις οπωροφόρα για τις δενδροφυτεύσεις σε δημόσιους χώρους; Πόση πολύτιμη παραγωγή ακόμα πρέπει να καταλήξει αναίτια στη χωματερή για να συνειδητοποιήσεις την ΚΑΦΡΙΛΑ; Τί τις θέλεις τις ελιές, τις ροδιές, τα εσπεριδοειδή, όταν μπορείς να πρασινίσεις το χώρο σου με «μη παραγωγικά» καλλωπιστικά; Όχι βέβαια ότι περιμένω απαντήσεις… έχω πια εμπεδώσει ότι θα φύγω απ’ αυτή τη ζωή με τις απορίες μου σταθερά ρητορικές και αναπάντητες.
Το πιο παράλογο δε είναι ότι ετούτοι που η αστική τους κουλτούρα δεν τους επιτρέπει να απλώσουν το χέρι και να μαζέψουν τα φρούτα μπροστά στην πόρτα τους… τρέχουν ασθμαίνοντες να καλλιεργήσουν «αστικούς λαχανόκηπους»! Πληρώνουν περιχαρείς ενοίκια, εξοπλισμούς, υλικά, βενζίνες, ιδρωκοπώντας πάνω από πέντε αναιμικές ντομάτες… υποδυομένοι (ανεπιτυχώς) τους «αστούς- μπαξεβάνηδες». Μέχρι να αντιληφθούν ότι η καλλιέργεια της γης δεν είναι χόμπυ τύπου «πλέκω βελονάκι» και αφού πληρώσουν τις «πέντε αναιμικές ντομάτες» σε τιμές χρυσού, τα παρατάνε απηυδισμένοι. Μόνο πού και πού κανένα παπούδι, που τα πέτρινα χρόνια του δίδαξαν την ΙΕΡΟΤΗΤΑ της τροφής, θα απλώσει το χέρι να γλιτώσει τον καρπό από την απώλεια…
Πριν κλείσω θέλω να αφιερώσω το παρόν στη φίλη μου την Ελπινίκη. Που όταν την επισκέπτομαι με φιλεύει νερατζάκι γλυκό με νεράτζια μαζεμένα από το πεζοδρόμιό της και πριν φύγω μου βάζει στο χέρι ένα βαζάκι με ελιές τουρσί, μαζεμένες από το πάρκο κι ένα σακουλάκι με φλαμούρι από τη φλαμουριά της γειτόνισας… Για να μη μιλήσω για τα σύκα από παρακάτω οικόπεδο, που για να μη χαθεί ούτε ένα από την πλούσια παραγωγή, τα μισά τα αποξηραίνει για να μας γλυκαίνουν τους χειμώνες, παρέα με σπιτικό λικέρ από βατόμουρα της αυλής. Και ΔΕΝ είναι «παπούδι», ούτε καν…«οικολόγα»! Μόνο αυθεντική.
Φωτογραφικό υλικό