Γράφει για την Κουλτουρόσουπα.
…ή εκκωφαντικό, διψασμένο κενό που γεμίζει με φάλτσες κραυγές
Όλοι πρέπει να έχουν γνώμη, για όλα. Πρέπει να εκθέτεις πρόθυμα και με παρρησία το εμπόρευμά σου με την ελπίδα ότι κι άλλοι αγοράζουν τα ίδια ληγμένα με σένα (ή από εσένα). Γιατί οφείλεις να νιώσεις λίγο Νώε στην τοποθεσία γη και να στεγάσεις όλους τους άξιους σε μια τρώγλη, που αν υπήρχε Θεός θα έφερνε τον κατακλυσμό μέσα σ’ αυτή. Ας πάνε να πνιγούν οι άλλοι, να καταποντιστούν, να ψοφήσουν- οι δικοί μας να ‘ναι καλά για να κραυγάζουμε στην ίδια τονικότητα, σε μια συχνότητα που μόνο εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε.
Όλα τα επιστητά περιμένουν εμένα να τα ανακαλύψω για να υπάρξουν. Έπειτα θα βολευτούν στην τύχη τους- αφού αποφασίσω αν θέλω να μαζέψω μια συμμορία από δεσποζούμενα που δεν τους φτάνει η τροφή απ’ τον αφέντη τους και θέλουν περισσότερη, πιο ωμή, πιο ζωντανή. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να παίξει τον ρόλο του κακού στο παραμύθι μου, αρκεί εγώ να ‘μαι ο πρωταγωνιστής και να νομίζω ότι πολεμάω για μια σημαία που έχω καταλερώσει και ξεσκίσει αλλά στο νου μου προτιμώ να σώσω εκείνη παρά οτιδήποτε άλλο. Κάποιος πόλεμος θα βρεθεί να μου κάνει τη χάρη να στεγάσει την ανάγκη να αφήσω το στίγμα μου και θα πολεμήσω απ’ την ασφάλεια της ουτοπίας μου με όλο μου το πάθος, ή και λιγότερο αν βαριέμαι εκείνη τη μέρα.
Γιατί να σωπάσει κανείς όταν μπορεί να εκσφενδονίζει κάθε πάθος του με μορφή λογιών; Ποιος ο λόγος ύπαρξης της σιωπής; Είναι αντιτηλεοπτική και δύσκολα εμφιαλώνεται για εμπορική χρήση και έχει βαρύ χέρι. Γιατί είναι συγγενής της μάθησης και της ωριμότητας και δε διστάζει να σου σφίξει τα λουριά όταν αμολιέσαι σαν το δαιμονισμένο, να τα κάνεις όλα γης μαδιάμ ώστε να μη μείνει ενέργεια για 1v1 με τον εαυτό σου. Γιατί να πρέπει να μείνεις σ’ ένα δωμάτιο με τις σκέψεις σου, δηλαδή σ’ ένα δωμάτιο τρελάδικο, που αν μείνεις για πολύ θα πάθεις παράκρουση; Είναι πιο ωραία η διαμονή σε έτοιμα μοτέλ που σου προσφέρουν ό,τι γουσταρίζεις, για σύντομο χρονικό διάστημα, εκεί που κάνεις το κέφι σου, σε ανταγωνιστική τιμή βεβαίως.
Ποιο το νόημα ύπαρξης των σημείων στίξης όταν βασιλεύει μια ατελείωτη περίοδος (α)λόγου μεταξύ εμού και… του εαυτού μου, ουσιαστικά; Γιατί αν γίνεται λόγος για να γίνει αντίλογος, να πούμε οκ, σαν να δουλεύει η μηχανή και σα να βγάζει κάπου. Αλλά με αυτό το είδος λόγου είναι σα να ‘χουμε μπει δέκα άτομα σε ένα διθέσιο και να προσπαθεί όλη η κομπανία να γραπώσει το τιμόνι, με αποτέλεσμα η τωρινή πορεία να’ ναι μια μεθυσμένη βόλτα με τελικό προορισμό το κενό. Έτσι κι αλλιώς, και η ύπαρξη αντίλογου δεν εγγυάται την παρουσία διαλόγου μιας και αυτή προϋποθέτει ατμόσφαιρα πολιτισμού. Ο πολιτισμός αποκτάται έπειτα από κοπιώδη διδαχή αλλά δεν παίρνουν πολλοί το πιστοποιητικό παρακολούθησης γιατί είναι πιο εύκολο να λαδώσουν τους σωστούς ανθρώπους παρά να κάτσουν σ’ ένα τόσο βαρετό course.
Άλλωστε η σιωπή δίνει αξία στην ήχο, οπότε η ακατάπαυστη βία που ασκείται στην ησυχία είναι και η άλλη πλευρά του νομίσματος που δείχνει πόσο μηδαμινή αξία έχουν τα λεγόμενα αυτών που είναι ερωτευμένοι με τη χροιά της σκέψης τους σε τέτοιο βαθμό που πρέπει να την διατυμπανίζουν αφειδώς. Τόμους επί τόμων σκαλίζουν αυτοί που συνήθως δεν έχουν να πουν τίποτα, έχοντας πάντα μαζί τους και τα γάντια του μποξ ώστε να είναι πιο αποτελεσματική η κακοποίηση της ηρεμίας, της αισθητικής και της ομορφιάς. Αν κάθε καλά εκφρασμένη λέξη είναι μια επανάσταση, οι περισσότεροι είναι κάτι αξιολύπητοι φύλαρχοι-μαφιόζοι που επιδιώκουν τη διαμάχη μήπως και δώσουν νόημα στην άχρωμη, ήσυχη ζωή τους.
Ούτως ή άλλως η σιωπώντας κάποιος αναγκάζεται να ακούσει, πράγμα εξωφρενικό, κατάσταση επικίνδυνη, τάση απωθητική. Ποιος κάθεται να ακούσει αντί να προετοιμάζεται ακονίζοντας νέα βέλη, πιο φαρμακερά κι αποτελεσματικά; Γιατί να ακούσεις όταν τα έχεις μάθει όλα από έμβρυο, όταν όλοι κρέμονται απ’ τα χείλη σου για όλα, όταν είσαι η πεμπτουσία της συμπαντικής αρμονίας; Η αίσθηση της ακοής υπάρχει μόνο για να ακούς τα διθυραμβικά σχόλια και τις επευφημίες αυτών που είπες και αν είχες τη δυνατότητα να την απενεργοποιείς όταν δε μιλάς, μάλλον θα το ‘κανες χωρίς τρίτη σκέψη. Αυτός που επιλέγει να ακούσει είναι αυτός που επιλέγει να διακινδυνεύσει, αυτός που τολμάει να αναμετρηθεί πρώτα με τον εαυτό του και μετά με τον κόσμο. Τέτοιες αναμετρήσεις λοιπόν να μας λείπουν.
Εν τέλει, υπάρχουν πλείστοι παράδρομοι για την βόλεψη, την ηρεμία, την συνθηκολόγηση, την ευτυχία. Αυτός που σιωπά γιατί βολεύεται, θα καταδικαστεί σε μια αέναη δουλεία, που ανάλογα με την βαθμό ηλιθιότητάς του (αν είναι δηλαδή σε προχωρημένο στάδιο ή αν γιατρεύεται) θα ευτυχεί αγκαλιά με τα δεσμά του. Αυτός που σιωπά μόνο και μόνο για να μιλήσει αργότερα πιο πολύ είναι δέσμιος του εαυτού του κι εμείς της γκαρίδας του. Αυτός που σιωπά από κούραση είναι αυτός που έπαιξε το φύλο του και κάηκε αλλά τουλάχιστον έχει να πει μια ιστορία απ’ τα κάποτες. Και υπάρχει και αυτός που σιωπά μήπως και μάθει κάτι ξένο και αταίριαστο με το δικό του και ίσως γίνει η ζωή του μια κόκκος άμμου λίγο πιο εκλεπτυσμένη, απ’ τις υπόλοιπες κόκκους.
Όποιος ξέρει πότε να μιλά και πότε να βγάζει τον σκασμό, σχεδόν σίγουρα έχει καταφέρει πολλά στη ζωή του κι ας είναι μόνο αυτό.
“Κ”: Με το παρόν άρθρο η στήλη ολοκληρώνει τον κύκλο της που σας κράτησε συντροφιά όλη τη περασμένη αρθρογραφική σεζόν και ανανεώνει το ραντεβού με τους αναγνώστες της τον Σεπτέμβρη με κάτι νέο. Μέχρι τότε, δείτε όλα τα άρθρα με μια ματιά εδώ.

.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media