Γράφει ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Ανδρέου.
Ο Μάνος Ελευθερίου γιόρταζε τα Χριστούγεννα (Εμμανουήλ, γαρ). Αντί για τα Χρόνια Πολλά σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω αυτό το κείμενο, που το έγραψα σχετικά πρόσφατα, για ένα αφιέρωμα του εξαιρετικού περιοδικού ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ στον μεγάλο Έλληνα – καλλιτέχνη και άνθρωπο.
Ο ΜΑΝΟΣ, ΑΥΤΟΣ Ο ΣΑΜΑΝΟΣ.
Πώς γίνεται ένας άνθρωπος μονάχος του, να είναι τόσοι άλλοι. Πώς; Να είναι όλοι. Πώς; Πώς γίνεται να κουβαλά στην πλάτη το σαμάρι του καημού της Ρωμιοσύνης, με μάτι άγρυπνο κι αυτί ασκημένο στους ψιθύρους Μούσας ανελέητης, ακριβοδίκαιης ωστόσο κι έτοιμης για τη μεγάλη αγρύπνια, που διαλαλεί των μαύρων σαν το χιόνι ονείρων την αμφίσημη απειλητική ωμότητα, όπως οσμίζεται του αίματος το μέταλλο, καθώς στα ίσια προμηνύει του αθώου τη σφαγή;
Και σε θυμάμαι ντυμένος Άμλετ. Βρήκα σε σένα το κορδόνι και το σύρμα, τη λερή αποκοτιά της γλώσσας που αμφιβάλλει για το θαύμα ενώ προσεύχεται να μην αργήσει, να περάσει να χτυπήσει ώρα μεσάνυχτα τη ρημαγμένη πόρτα. Ποιός μας κρατούσε ακίνητους στον αέρα, σαν φτερό πουλιού; Εσύ σαμάνε, με το μυωπικό σου βλέμμα της αφανισμένης απ’ τον κρύο κόσμο τρυφερής καρδιάς (καρδιάς σου), εσύ που αγαπάς τον Μέλβιλ και τον Τόμας Μαν, τον Παλαμά, τον Κάλβο, τον Καβάφη. Τον Καρυωτάκη. Τον Σολωμό. Μα και το Ρωμανό το Μελωδό κι όλη την ποίηση την εκκλησιαστική (θέλω να πω ερωτική έως θανάτου). Εσύ που κατοικείς τα κείμενα σου και με πάθος τα εχθρεύεσαι – αφού σου λένε την αλήθεια για το ψέμμα σου, το ολόλαμπρο περίτεχνο ακονισμένο ψεύδος της γραφής, την κόλαση με χιόνι και φωτιά, το απόστημα που σιγοτρώει το γερό ακόμα παιδικό σου δόντι, για να θυμίσει με τον πόνο (που, σε χρόνο μέλλοντα, βεβαιωμένα θα γεννήσει), το χρέος εκείνου που από μικρός και άγουρος επέλεξε – στο έγραψα – να είναι Όλοι.
Το αλφαβητάρι και το καριοφύλι. Έτσι. Με τη σειρά αυτή, ακριβώς. Πρώτα ανάγνωση, μετά γραφή. Πρώτα το γράμμα, το ψηφίο, το σημείο. Ύστερα η σφαίρα. Να πω πως είσαι όσο του τόπου σου τόσο και άλλων; Τόπων απανταχού της γης, παντού όπου θάλλει η κοινή αγωνία – να τα πεις χωρίς να φοβηθείς, χωρίς διόλου να ντραπείς, χωρίς να υποχωρήσεις. Να τα ζωγραφίσεις. Όπως ο Σέξπιρ, όπως ο Γκόγια. Από κοντά η μουσική. Ποιά μουσική ακούς όταν σκαλίζεις στο χαρτί τα σκοτεινά σου αινίγματα; Με διαολίζει αυτό το light motif, δικό σου αυθεντικό – άμποτες ο συνθέτης που μαζί μου κατοικεί, να γίνονταν να το αφουγκραστεί και να το μεταγράψει ακέραιο. Αλλά πώς να συμβεί τέτοια επανάσταση όταν εσύ αδιαφορείς – ναι, μην το αρνείσαι, αδιαφορείς για τεριρέμ, για κόντρα κάντι και μελίσματα. Είσαι ο ίδιος κείμενο (και υποκείμενο του Λόγου σου, εσύ, “του λόγου σου”, “ατός σου) – τί να τους κάνεις τους ρυθμούς, τί να σου πουν οι μελωδίες; Τις ανέχεσαι, είναι η σύμβαση του τραγουδιού (του Τραγουδιού) – δεν γίνεται να μένει δίχως μουσική ένα τραγούδι, μονάχος κι ορφανός ο στίχος του. Ή μήπως γίνεται; Δεν είναι μήπως ο Ρεμπώ τραγουδιστής, ο σπουδαιότερος; Κι ο Κάφκα; Κι ο Λωτρεαμόν; Μη κι ο Παπαδιαμάντης; Αλλά κι ο Ανδρέας ο Μπρετόν, που τόσο τον αγάπησες – για της πατέντας του τον αδηφάγο ορίζοντα, για την εκδίκηση που άναψε στο όργανο, τη Γλώσσα, τέτοια που κάθε αλυσίδα της να τη συντρίψει με βροντές και νταουλιές και σήμαντρα. Ή μήπως μόνο με τον συνταρακτικό λυγμό του Έλιοτ, εκείνον που αρκεί για να τελειώσει δια παντός τον κόσμο; Τέλειο τέλος και φόρος αιμάτων και του Ευριπίδη σαρδώνιος γέλως, λίγο πριν τα σκυλιά (κατά πως λέει ο μύθος) του κόψουνε το νήμα. Ο λύκος σου. Τον ρώτησες στα σίγουρα αν είχε πάρει μέρος. Και για τον Όμηρο; Τί έχεις να πεις για εκείνο το “Ούτις”; Τί θα έλεγε άραγε ο Φρόϊντ, άλλη κρυφή σου αγάπη ανεκτίμητη;
Κόμισες μαύρο φως. Είχες προτείνει τη λαμπάδα στη μεγάλη εκκλησία των ρεμπέτηδων και των σαλών, ώρα Σαββάτου αναστάσιμου. Σου την ανάψανε. Δεν προσπαθήσανε να σ’ εμποδίσουν όταν έφυγες με κλάμματα, λίγο πριν γκρεμιστεί το εικονοστάσι. Σε είχανε καλά ορμηνέψει, εσένα σκοτεινό τρυγόνι δεύτερο, εσένα Κωνσταντή μικραδελφέ, εσένα των αγγέλων διαμεσολαβητή. Θρήσκος κι εσύ ως ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Αισχύλος. Αναρωτιέμαι αν ήσουν έξω απ’ το Πολυτεχνείο το ’73. Ή μήπως μέσα. Ή και στην Πράγα το ’69. Ή στο Παρίσι. Αναρωτιέμαι πώς ήταν στο στρατό που πήγες (και που ακόμα υπηρετείς). Πώς ήταν η φωνή της μάνας σου. Ποιός σε αγάπησε κρυφά και δεν σου τό ’πε, ποιός. Τί γνώμη έχεις για τον Μπάυρον; Για τον Χεμινγουέι; Γιατί αγαπάς τόσο βαθειά ηθοποιούς γυναίκες; Ποιός ήτανε εκείνος στη Μαρκίζα που ήξερε όσα η καταιγίδα; Κι ο άλλος που μαχαίρι στην καρδιά του εγίνη το τραίνο για την Κατερίνη; Εσύ (λέω). Όλοι. Εσύ. Όλοι. Εσύ.
Σου γράφω εν γνώσει. Πως είμαι άλλος ένας που προσπαθεί (κι αποτυχαίνει) να σαλπάρει με βαρκάκι ταπεινό στο μέγα πέλαγος. Μάνο σαμάνο. Στη φωτιά, φορώντας τη λαμπρή στολή και τη φρικώδη μάσκα: Τα λόγια και τα χρόνια.
Φωτογραφικό υλικό