Ένα έργο ήδη δοκιμασμένο στον κινηματογράφο και τη θεατρική σκηνή, από τη φύση του «εν δυνάμει» προκλητικό, εγείρει πάντα το ενδιαφέρον όταν προσεγγίζεται με καινούργια, διαφορετική οπτική. Πόσο μάλλον όταν το στοιχείο της «πρόκλησης», ικανό να κινηθεί σε μια ευρύτατη γκάμα από το ναδίρ μέχρι το ζενίθ, κεντρίζει τη φαντασία του θεατή- και δεν εννοούμε βεβαίως τα κατώτερα ένστικτα, αλλά ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας θεατρικής πράξης, της οποίας η θεματολογία αφορά στο σαρκικό έρωτα. Με παρόμοιες σκέψεις και στα πλαίσια της 27ης Κουλτουροβραδιάς, προσήλθαμε στο θέατρο Αυλαία για την παράσταση «Μία πορνογραφική σχέση» του Φιλίπ Μπλασμπάντ και σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Παπαδάκη.
Όπου επί σκηνής ένα ζευγάρι αφηγείται αρχικά και στη συνέχεια δραματοποιεί την ιδιαίτερη σχέση του… αυτήν που αποκαλούν «πορνογραφική», καθώς το μόνο που τους συνδέει είναι η ερωτική συνεύρεση συγκεκριμένη μέρα σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο, προκειμένου να υλοποιήσουν μια ερωτική φαντασίωση της γυναίκας… η οποία γνωρίζεται με τον άνδρα μέσω αγγελίας που δημοσίευσε αποκλειστικά γι αυτό το σκοπό, χωρίς κανείς να επιδιώξει να μάθει τίποτα για τον άλλον, ούτε καν το όνομά του… κι ενώ συνεχίζουν με αυτούς τους όρους τα ερωτικά τους ραντεβού, στην πορεία «κάτι» φαίνεται να αλλάζει και να παρεισφύει το συναίσθημα, γεγονός που θα εκδηλωθεί εντονότερα όταν βρεθούν αντιμέτωποι με ένα απρόσμενο γεγονός και την τύχη ενός γηραλέου ζευγαριού… ένα κομβικό σημείο που θα «αναταράξει» τη σχέση τους, θα δημιουργήσει βαθύτερους προβληματισμούς για την πορεία της, θα φέρει στο προσκήνιο το συναίσθημα και θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις…
Ξεκινώντας από τις αρετές της παράστασης (+), θα σταθούμε αρχικά στη σύλληψη της ιδέας και την ανάπτυξή της στο κείμενο, αφήνοντας κάποιες ενστάσεις για παρακάτω… Παρότι ως πρώτη ανάγνωση πραγματεύεται μια – έστω και ιδιαίτερη- ερωτική ιστορία, στην ουσία πρόκειται για μια ευρηματική ιδέα με περιεχόμενο και προεκτάσεις, με εύστοχο και σωστά μελετημένο ψυχολογικό υπόβαθρο, με ενδιαφέρουσα εξέλιξη και ανατροπές στην πλοκή, που με αφορμή τη σάρκα επιχειρεί να διεισδύσει στην ψυχή και να διερευνήσει κρίσιμα ερωτήματα για τον έρωτα και την αγάπη ως συναισθήματα. Και το κάνει συγγραφικά με αληθοφανή κλιμάκωση και πειστικό ψυχολογικό χειρισμό των ηρώων, αποτυπώνοντας γλαφυρά όλες τις φάσεις/ αντιφάσεις/ μεταπτώσεις τους, οδηγώντας με ένα έξυπνο εύρημα προς το στόχο, που παρά τις «ταλαντεύσεις» με το ανατρεπτικό τους ενδιαφέρον, διαγράφεται ευκρινώς.
Ο τρόπος που ο Βαγγέλης Παπαδάκης προσέγγισε σκηνοθετικά την παράσταση, διακρίθηκε από στοιχεία αξιόλογα έως εξαιρετικά, αλλά και κάποιες αδυναμίες. Μένοντας στα πρώτα, εκτιμήσαμε δεόντως τη μινιμαλιστική – αφαιρετική οπτική που εστίασε στα ουσιώδη με χαμηλούς τόνους χωρίς τίποτα περιττό, θολό ή τραβηγμένο… την προσεγμένη, θαυμάσια αισθητική που αποπνέει η απλότητα, τονισμένη στα κατάλληλα σημεία με μικρές καλλιτεχνικές πινελιές στην ατμόσφαιρα, σαν το ρεαλιστικό, υποβλητικό ηχητικό περιβάλλον ή τους έξυπνους φωτισμούς… Εκτιμήσαμε ακόμη την «καθαρότητα» της σκηνοθετικής γραμμής που με σαφήνεια, λιτά μέσα και ευρήματα, απέδωσε με εύστοχο και πλήρως κατανοητό τρόπο τις χρονικές μεταβάσεις αλλά κυρίως την εξέλιξη της σχέσης σε όλες τις φάσεις της, ενώ όσον αφορά στην προκλητική γυμνότητα, πέραν μιας σκηνής ατμοσφαιρικής και καλαίσθητης, την απέφυγε επιμελώς στη διάρκεια. Δίνοντας σαφές στίγμα για τις προθέσεις του σκηνοθέτη που εμφανώς έδωσε βαρύτητα στο βαθύτερο ζητούμενο του έργου σε ψυχολογικό επίπεδο.
Το ζευγάρι των ηθοποιών, Χριστίνα Δενδρινού και Βαγγέλης Παπαδάκης, κατέθεσαν δυο ώριμες υποκριτικά και ισοδύναμες επαγγελματικές ερμηνείες, που διακρίθηκαν από ιδιαίτερη εκφραστικότητα και αμεσότητα στα αφηγηματικά μέρη. Όσον αφορά στα δραματοποιημένα των διαλόγων σε πραγματικό χρόνο, απέδωσαν την ιδιαιτερότητα της σχέσης με ένα επιτυχή συνδυασμό φυσικότητας, ρεαλισμού και ενός «παγωμένου» καθωσπρεπισμού που επέβαλλαν τόσο οι συγγραφικές συνθήκες, όσο και η σκηνοθετική άποψη. Δύο ρόλοι που φαινομενικά μοιάζουν χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και χωρίς εντάσεις, ωστόσο η δυσκολία τους έγκειται στην εσωτερική ένταση και ψυχολογικές μεταπτώσεις που κουβαλούν και εδώ οι δύο καλοί ηθοποιοί τα κατάφεραν περίφημα, αξιοποιώντας πέραν της εκφοράς του λόγου, τις σωστά μελετημένες κινησιολογία και στάση του σώματος.
Μεταξύ των τεχνικών παραμέτρων, ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη μουσική επένδυση της παράστασης, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της «ντύθηκε» με αυθεντικό ηχητικό περιβάλλον ενός καφέ, περιλαμβάνοντας ρεαλιστικούς, διακριτικούς ήχους και συνομιλίες, συνοδεία ατμοσφαιρικών μελωδιών ή τζαζ ακουσμάτων ως ωραιότατο χαλί που «γέμιζε» υποβλητικά και πειστικά τις σκηνές. Πολύ εύστοχοι επίσης οι φωτισμοί με έξυπνα παιχνιδίσματα ως κομμάτι της σκηνοθεσίας και απλά, καθημερινά τα κοστούμια χωρίς κάτι ιδιαίτερο και χωρίς αλλαγές.
Ερχόμενοι στις ενστάσεις (-) θα ξεκινήσουμε από το κείμενο, το οποίο παρά το ψαγμένο περιεχόμενό του, ως γραφή βρήκαμε αρκετά επίπεδο και ρηχό, τόσο στα αφηγηματικά όσο και στα διαλογικά μέρη, με πεζότητα ρεαλιστική που ενίοτε άγγιζε την αδιαφορία ή έστω το μειωμένο ενδιαφέρον ως λόγος. Σε επίπεδο σκηνοθεσίας εντοπίσαμε δύο βασικές αδυναμίες, που ομοίως είχαν ως συνέπεια σε κάποια σημεία την κούραση ή την πτώση του ενδιαφέροντος. Η πρώτη αφορά στο μεγάλο κομμάτι της παράστασης (περίπου το μισό συνολικά) που κατέλαβε το αφηγηματικό μέρος – μοιρασμένο ευτυχώς εμβόλιμα ανάμεσα στους διαλόγους. Μια πρακτική που έτσι κι αλλιώς στερεί από τη θεατρική πράξη το βασικό/δομικό στοιχείο της δραματοποίησης, πολύ δε περισσότερο όταν το αφηγούμενο κείμενο δεν διαθέτει την ανάλογη δύναμη να κρατήσει τον θεατή. Η δεύτερη αδυναμία σχετίζεται με την περιορισμένη κινητικότητα γενικώς, που σε συνδυασμό με αρκετές επαναληπτικές κινήσεις, συνέβαλαν εν μέρει σε μια αίσθηση μονοτονίας έως ενίοτε και πλήξης. Τέλος, όσον αφορά στο απλούστατο «σκηνικό» ενός μικρού τραπεζιού και δύο καρεκλών, θεωρούμε ότι στερούνταν έμπνευσης και θα περιμέναμε κάτι περισσότερο ή πιο ευφάνταστο, όπως θα περιμέναμε και κάποιες στοιχειώδεις αλλαγές στα κοστούμια, έστω με μορφή αξεσουάρ.
Περιμένοντας μετά το θερμό χειροκρότημα τη συνέχεια της Κουλτουροβραδιάς όπως είχε προγραμματιστεί, με συζήτηση μεταξύ συντελεστών και κοινού, δυστυχώς ως διοργανωτές μείναμε με την πρόθεση… Διότι παρά τη σχετική ειδοποίηση και υπενθύμιση από πλευράς μας των υπευθύνων παραγωγής, ουδείς ενημέρωσε τους θεατές για τη συνέχεια, με συνέπεια να αποχωρούν, ενώ όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων, ακόμα και οι συντελεστές δεν είχαν γνώση. Οπότε με μεγάλη μας λύπη και παρά τη σχετική προετοιμασία, αναγκαστήκαμε να αποχωρήσουμε και εμείς και κάπως έτσι άδοξα έληξε μια θεατρική βραδιά που θεωρούμε ότι θα είχε έντονο ενδιαφέρον, χωρίς καν να αρχίσει…
Εν κατακλείδι (=) αυτό που κρατάμε από τη συγκεκριμένη παράσταση, είναι το περιεχόμενο ενός έργου με έξυπνη δομή αλλά αδιάφορη γραφή και μια λιτή σκηνοθετική άποψη που παρά τις αδυναμίες, υπήρξε αξιοπρεπής, ουσιαστική και με αξιόλογη αισθητική…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6 ΣΤΑ 10
.
.
————————————————
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2017 έως 31/05/2018 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 8α Θεατρικά (Κουλτουρο) Βραβεία Θεσσαλονίκης 2018 που θα πραγματοποιηθούν πρώτο 15νθήμερο Ιουνίου 2018

Kάντε like στη σελίδα του Kulturosupa.gr στο facebook και ακολουθήστε μας στο twitter για να βλέπετε πρώτοι όλη την ροή πληροφοριών και να μαθαίνετε όλους τους νέους διαγωνισμούς προσκλήσεων
Φωτογραφικό υλικό