«Το κενό αυτοπροσώπως»: Απολαυστικές ερμηνείες, βάθος και… «αλλά»… Είδαμε & Σχολιάζουμε [αναλυτικά].
Κάποιες φορές η κωμική φόρμα μπορεί να «ξεγελά». Οι χιουμοριστικές ατάκες, οι απίθανες ανατροπές, η χαλαρή ελαφρότητα που πλανάται, να κρύβουν έντεχνα αλήθειες που πονούν και μόλις μετά βίας διακρίνονται μέσα από τις «ρωγμές» του γέλιου. Ή φτάνει μία και μόνη ατάκα ή ένα βλέμμα, έστω και στη «λήξη του χρόνου», για να τις φέρει στο φως. Πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για μια «κωμωδία για την ήττα», όπως πολύ εύστοχα χαρακτηρίζεται η παράσταση «Το κενό αυτοπροσώπως» που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Εγνατία, σε κείμενο Άκη Δήμου και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, με τους Δάνη Κατρανίδη και Παναγιώτα Βλαντή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η παράσταση ξεκινά απρόβλεπτα με ένα drug show σε κλαμπ της Μαδρίτης το 2014, που στην πορεία θα αποδειχθεί ένα φλας μπακ ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Στο μεταξύ, στην Αθήνα του 2015, ένας νευρωτικός παραλίγο σκηνοθέτης, δέχεται μετά από χρόνια τη μοιραία επίσκεψη μιας διάσημης σχεδιάστριας μόδας, με την οποία τον συνδέουν «αμαρτωλά» μυστικά του παρελθόντος που οι συνέπειές τους θα αποκαλυφθούν εντελώς απρόσμενα. Με σταθερό φόντο το ιλαροτραγικό πολιτικό σκηνικό της σημερινής Ελλάδας, εμπλέκονται απίθανα μια αυτοκτονία, η πρώην σύζυγος του αυτόχειρα, ο νεαρός που συνοδεύει τη σχεδιάστρια, μια ιατρική γνωμάτευση που καθυστερεί. Σε συνδυασμό με έναν… ανοικονόμητο καναπέ- εμπόδιο, ένα δείπνο με τηγανητά χέλια και καταλυτικές αναμνήσεις από ένα μοιραίο βράδυ εκλογών αρκετά χρόνια πίσω ή από ένα βράδυ σε κλαμπ της Μαδρίτης… Όπου μέσα από τις αμφιλεγόμενες – ματαιωμένες διαδρομές των μοναχικών ηρώων που πια δεν είναι νέοι, σε ένα παρόν δυσοίωνο και ανέλπιδο με μέλλον που φοβίζει, θα (μας) συστηθεί το «κενό αυτοπροσώπως».
Η μιάμιση ώρα της παράστασης κύλησε… πολύ γρήγορα με δυνατό της σημείο (+) τις απολαυστικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών:
– Έμπειροι και καταξιωμένοι ο Δάνης Κατρανίδης και η Παναγιώτα Βλαντή, απλά επιβεβαίωσαν την εμβέλεια του ταλέντου τους και όχι μόνο. Καθώς οι δυο τους ως ζευγάρι έδεσαν με εξαιρετική χημεία και κοινά «σημεία αναφοράς», τόσο σε επίπεδο ερμηνείας όσο και σκηνικής παρουσίας, επιτυγχάνοντας ένα απόλυτα αρμονικό ταίριασμα. Ο Δάνης Κατρανίδης με τα πολλά «χιλιόμετρα» αξιόλογης πορείας πίσω του και το σπάνιο καλλιτεχνικό ήθος, βεβαίωσε το υποκριτικό του μέγεθος για πολλοστή φορά: μελετημένη κωμικότητα στη λεπτομέρεια με ιδιαίτερη «μανιέρα», ακριβής – εκφραστική απόδοση του «νευρωτικού», εντυπωσιακή σκηνική άνεση, άψογος συγχρονισμός στις καταιγιστικές ατάκες και μια υπόγεια πίκρα κάτω από το χιούμορ, που στα τελευταία καθοριστικά λεπτά απέδειξε τί σημαίνει «σπουδαίος ηθοποιός»… Μόνη μικρή ένσταση εν προκειμένω, αφορά στην ταχυλογία που περιστασιακά «κατάπινε» κάποιες λέξεις.
Η Παναγιώτα Βλαντή δίπλα του, πέραν του υποκριτικού ταλέντου και της ομορφιάς, διαθέτει κάποια επιπλέον χαρίσματα ώστε η παρουσία της να «γεμίζει τη σκηνή». Όπως έμφυτη χάρη και κομψότητα στην κίνηση, ωραίο στήσιμο, αυτοπεποίθηση, λάμψη, ζεστό χαμόγελο, πηγαία εκφραστικότητα. Ιδιαίτερα αποτελεσματική, τόσο στο σνομπ, υπεροπτικό κομμάτι του ρόλου όσο και στο πιο ευάλωτο κι ανθρώπινο, έδωσε μια ερμηνεία εξαιρετική, με ιδανικές ισορροπίες, απόλυτη πειστικότητα, δυνατό συνδυασμό σαρκασμού/λάμψης/ συναισθήματος σε ένα αποτέλεσμα άρτιο υποκριτικά.
Ωστόσο και οι δεύτεροι ρόλοι αποδόθηκαν επιτυχώς, με ελαφρύ προβάδισμα η Ειρήνη Σταματίου που διαθέτει σκηνική άνεση και εκφραστικότητα, αν και χρειάζεται κάποια δουλειά στον έλεγχο της υπερβολής. Αρκετά καλός ο Διονύσης Χριστόπουλος στον χαρακτηριστικό του ρόλο, που σίγουρα στην πορεία θα μπορέσει να «λυθεί» περισσότερο.
– Το κείμενο του Άκη Δήμου, παρά το «εύπεπτο» του πράγματος σε πρώτο πλάνο, διακρίνεται από συγγραφικές αρετές και προσφέρεται για βαθύτερη ανάγνωση. Με δυνατά του όπλα το καυστικό χιούμορ, τις ευφυείς ατάκες στους ολοζώντανους διαλόγους, τις ανατρεπτικές καταστάσεις που αποδομούν σατιρικά τις συνήθεις συμβάσεις, επιχειρεί να διεισδύσει στα λογής αδιέξοδα ή αλλιώς «κενά» του σημερινού αστού, που βιώνει τη ματαίωση των προσδοκιών του σε όλα τα επίπεδα. Και που μετά το πέρασμα της ελπιδοφόρας και ταραγμένης νιότης, νιώθει το φόβο της αλήθειας πιο κοντά… Βρήκαμε εύστοχη τη σημειολογία «ευρημάτων» σαν τη γραβάτα – θηλιά, τον καναπέ – καθήλωση, τα χέλια- σεξουαλικότητα, τον γιατρό – φόβο και πολύ δυνατό συγκινησιακά και συμβολικά το καθοριστικό φινάλε. Σε κάποιες ενστάσεις θα αναφερθούμε παρακάτω…
– Αποσπασματικά ενσωματωμένη η μουσική στην παράσταση με χαρακτηριστικά κομμάτια που έδεναν λειτουργικά, ωστόσο ως γενικότερη επένδυση θα μπορούσε να ενισχύσει το κλίμα. Ταιριαστά τα κοστούμια για τις ανάγκες των ρόλων και ικανοποιητικό το απλό σκηνικό σαλονιού, ενώ οι φωτισμοί υπήρξαν συμβατικοί χωρίς δημιουργία ιδιαίτερης ατμόσφαιρας και σε στιγμές ατυχείς, με σκοτεινά χάσματα και άστοχο φωτισμό της πλατείας…
Εκεί που εντοπίσαμε σοβαρή αδυναμία (-) ήταν η σκηνοθεσία της παράστασης:
– Που για να ακριβολογούμε θα πρέπει να μιλήσουμε για «μη σκηνοθεσία» του Κωνσταντίνου Ρήγου. Τόσο συμβατική και επίπεδη που περιορίστηκε σε απλή διεκπεραίωση… σε μετακινήσεις μεταξύ των επίπλων, σε εισόδους-εξόδους και σε αλλαγή θέσης στους καναπέδες, χωρίς ίχνος έμπνευσης στη σκηνική δράση, χωρίς ατμόσφαιρα και με «προβληματάκια» στο συντονισμό των σκηνών. Ενώ η πρώτη σκηνή της έναρξης που τράβηξε δυσανάλογα, έμεινε μετέωρη, σχεδόν αυτόνομη, χωρίς δέσιμο με τη συνέχεια. Επιπλέον το «εύρημα» με τις προβολές videowall ήταν ατυχές από πολλές απόψεις και επίσης στερημένο έμπνευσης παντελώς. Η συχνή επανάληψη πανομοιότυπων σκηνών από το κοινοβούλιο, τους πολιτικούς, την καθημερινότητα, με τις συνήθεις τηλεοπτικές εικόνες που έχουμε μπουκώσει, από τη μία κούρασε και από την άλλη αφαίρεσε όλη τη δυναμική του πράγματος, αντικαθιστώντας την καλλιτεχνική αισθητική με εύκολη «ρεπορταζιακή» ΜΗ αισθητική. Όσο για τους τίτλους που προβάλλονταν, καθώς έπεφταν πάνω σε γωνίες, κάποια γράμματα χάνονταν…Γιατί τόση έλλειψη φαντασίας;
– Σε σχέση με το κείμενο, η ένστασή μας αφορά στη δομή του και στο καθαρό ζητούμενο. Υπήρξε εν μέρει αδυναμία ως προς το επιτυχές δέσιμο της πλοκής ώστε να προκύπτει ένα στέρεα δομημένο έργο, καθώς και ασάφεια στο επιθυμητό μήνυμα, παρότι η κατάληξη έδωσε δυνατό «χέρι βοήθειας». Ωστόσο η όλη εξέλιξη με δόσεις αυθαιρεσίας και υπέρβασης, υπολειπόταν ενός γερού, λογικού «πατήματος» που να οδηγεί σταθερά και κυρίως αιτιολογημένα «κάπου», σε έναν στόχο καθαρό και διακριτό.
.
Καταλήγοντας (=) πρόκειται για μια γλυκόπικρη κωμωδία με ευφυές χιούμορ και ποιοτικό υπόβαθρο, που ευτύχησε να αποδοθεί από δύο εξαιρετικούς καλλιτέχνες και χάρη στις απολαυστικές ερμηνείες τους, η σκηνοθετική «ατυχία» πέρασε σε δεύτερο πλάνο…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6,5 στα 10
Αναλυτικές πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ
Φωτογραφικό υλικό