Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου.
(Εμβόλιμοι στίχοι: Κώστας Καρυωτάκης: “Ανδρείκελα”)
.
Φτώχεια καταραμένη.
“Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία”.
Δεν υπάρχει καμία σωτηρία στα σκισμένα ρούχα και στα κουρέλια σου. Το να τείνεις το χέρι σου στον Άλλον ικετευτικά για ένα κομμάτι ψωμί δεν είναι αξιοπρέπεια. Κοιμάσαι στους δρόμους και όλοι περνούν από δίπλα σου αδιάφοροι. Κάθε αρωγή φαντάζει ουτοπία. Κι αν η εκμετάλλευση δε σου χτυπήσει την πόρτα, τυχερός είσαι. Κληρονομήσαμε μια κοινωνία αγγέλων και την απογυμνώσαμε από κάθε ηθικό στοιχείο και συναίσθημα. Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο περπατούν χέρι χέρι δίπλα σου. Άλλοι τρέχουν προσπαθώντας να μη γδάρουν τοίχους και δρόμους, δαιμονισμένοι, καλοντυμένοι, αποφασιστικοί, με βαλίτσα ή χαρτοφύλακα στο χέρι. Μαστίγιο και καρότο το χρήμα. Τους τραβά από τη μύτη. Απαθείς και συναισθηματικά ανάπηροι, περνούν από μέσα σου, τρώνε την καρδιά σου κομμάτι κομμάτι, βγαίνουν εκστασιασμένοι. Και σκουπίζουν τις σάρκες σου με τη χαρά της ενοχής. Δε χρειάζεται να φαίνεται η αρπαγή της ψυχής σου. Ό,τι πολυτιμότερο διαθέτεις γίνεται βορά σε “άμωμα θηρία”, απόλυτα τεκμηριωμένη από κάθε νόμο και τάξη.
“Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια”.
Έτσι είναι οι Άνθρωποι, θα μου πεις.
Έτσι δομήθηκε αυτή η Κοινωνία.
Και ποιος τους δημιούργησε, θα τολμήσω να σε ρωτήσω.
Οι άνθρωποι που τρέχουν πεινάνε κι αυτοί. Δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Τα κομψά τους ρούχα υποκρύπτουν μια ενοχή, έναν φόβο, έναν ανομολόγητο θυμό. Βαθιά μέσα τους υποφέρουν. Κοιτούν διαρκώς πίσω από την πλάτη τους. Γυρνούν και παρατηρούν τις γωνίες και τα κρυμμένα μονοπάτια. Φοβούνται να εισβάλουν σε λαβύρινθο, ξέρουν πως δε θα βγουν. Γκρεμίζουν τα πάντα, για να φαίνονται. Κοιτάζονται στον καθρέπτη, για να θαυμάσουν τα όργανα που ακόμη κουβαλάνε, λες και δεν τα δικαιούνται. Έχουν μάτια που δε διακρίνουν την αλήθεια. Έχουν αυτιά που δεν αφουγκράζονται την αξία της σιωπής. Έχουν στόμα που δεν εκφράζει αγάπη. Τα χέρια τους δεν μπορούν να σηκώσουν τους ανθρώπους του δρόμου. Περπατούν και φροντίζουν να πατάνε στα καθαρά. Οι λακούβες και τα στάσιμα νερά τούς προκαλούν απέχθεια. Κάποτε χάνουν και την οσμή των λουλουδιών. Τίποτε δεν έχουν τη δυνατότητα να γευτούν με θαυμασμό. Οι αισθήσεις τούς εγκαταλείπουν μία μία, απηυδισμένες από την τόση απάθεια. Φοβούνται ακόμη περισσότερο. Χωρίς πρόσωπο, πώς θα κοιτάξουν ξανά τον καθρέπτη; Χωρίς χέρια, πώς θα αρπάξουν την επιτυχία; Χωρίς πόδια, πώς θα τρέξουν, πώς θα αποφύγουν τις κακοτο-πιές; Η εκρίζωση του συναισθήματος και της ηθικής αποδομεί ολόκληρο το σώμα, το δια-σκεδάζει στους δρόμους και τους τοίχους της “κοινωνίας των αγγέλων”. Όλοι κρύβονται πίσω από τα πρέπει, τα καθεστώτα, την εξουσία, τις αυθεντίες. Τίποτε αληθινό.
Η ελευθερία κάνει τον ζητιάνο να κραυγάζει από χαρά και να φιλάει στοργικά το ίδιο του το χέρι. Η ελευθερία δίνει αξιοπρέπεια στα κουρέλια. Η ελευθερία αναπαύει τη βασανισμένη ψυχή, απομακρύνοντάς την από λαβυρίνθους.
“Μακρινή χώρα είναι για μας η κάθε χαρά,
η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει”.

Η παράσταση «Οι Άθλιοι» του Βίκτορος Ουγκώ σε σκηνοθεσία της Μαρίας Μπαλτατζή στο θέατρο Πολιτεία Θεάτρου πραγματεύεται την πάλη των τάξεων μέσα από το πρίσμα της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Ο Γιάννης Αγιάννης, βαρυποινίτης κατάδικος, διαφεύγει από τη φυλακή και προσπαθεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Στο διάβα του συναντά μια ηγουμένη η οποία “αγοράζει την ψυχή του” με την καλοσύνη της, ενισχύοντάς τον με συγχώρεση, αγάπη και οικονομική βοήθεια. Κι αυτός με τη σειρά του μετατρέπεται σε στήριγμα, οικονομικό και ηθικό, μιας μικρής πόλης. Η ακεραιότητα και η καλοσύνη του, ωστόσο, δεν επαρκούν, για να σταματήσουν το ανηλεές κυνήγι του από τον Νόμο και την Τάξη. Στο τέλος, η αλήθεια και η δικαιοσύνη αποκαθίστανται. Και επέρχεται η πολυπόθητη κάθαρση. Η ελευθερία βρίσκει τη θέση της στο βωμό και εξυμνείται μέσα από την σπαρακτική κραυγή ενός ανθρώπου που βίωσε την κόλαση και ανακάλυψε τον παράδεισο.
“Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα”.
Μουσική Πρόταση:
Υπόγεια Ρεύματα: Ανδρείκελα
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα ΕΔΩ
-Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιαζουμε ΕΔΩ
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία – ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό