«Θυμάσαι το μανταρίνι;». Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Με τα χέρια μας ερμητικά δεμένα αγκαλιάζαμε την ανατολή. Ξυπνούσαμε και κοιμόμασταν χωρίς ρολόγια και δεσμεύσεις. Κοιταζόμασταν βαθιά στα μάτια και θεωρούσαμε πως βλέπαμε το όλο. Σαν ολόκληρα εμείς κι όχι σαν μισά προσδοκούσαμε ένα κοινό μέλλον, να γεράσουμε μαζί αλλάζοντας ο ένας στον άλλον πάνες. Ανταλλάσσαμε λόγια αγάπης: πάντα και ποτέ, ποτέ και πάντα. Μοιραζόμασταν, σαν τράπουλα, δεκάδες λεπτομέρειες της τυφλής μας ρουτίνας, νομίζοντας ότι τα ασήμαντα έτσι γίνονται σημαντικά. Τα “σ’ αγαπάω” σε καθημερινή βάση είχαν μετατραπεί σε σύνθημα ζωής και ταξίδευαν ανάμεσά μας με οποιοδήποτε όχημα. Αυτά τα “σ’αγαπάω” είχαν -τώρα που το θυμάμαι- τη μυρωδιά του μανταρινιού. Θυμάσαι;
Κάποτε η αρρώστια μάς χτύπησε την πόρτα. Μια αρρώστια σαν όλες τις άλλες ήταν που κλονίζει την ασφάλεια αυτής της ηλίθιας ρουτίνας και ενθαρρύνει τη θέλησή μας για αγάπη και ζωή, δίνει αξία στο τώρα και τις ανάσες μας. Όχι όμως για εσένα. Εσύ αποφάσισες να βουλιάξεις, να τραβηχτείς κάτω, να χάσεις την αυτοκυριαρχία της καρδιάς σου, το όλον σου. Κι έμεινες μισός. Κόπηκες στα δύο. Απομακρύνθηκες. Απομονώθηκες. Έκοψες το χέρι με το οποίο με κρατούσες σφιχτά. Γύρισες την πλάτη σου στην ανατολή και ξυπνούσες με το φεγγάρι. Άρχισες να μοιάζεις με έναν δρόμο που δεν καταλήγει πουθενά, με τα φθινοπωρινά φύλλα που πέφτουν στη σγουρή τη χλόη, με την τρικυμία, με το μωβ το χρώμα, με τον κρότο που προκαλεί το ψέμα. Με μάτια θολά κοιτάζεις το πάντα και το ποτέ, σαν να΄ναι το τίποτα και το καθόλου. Δεν εστιάζεις πουθενά. Δεν αφουγκράζεσαι. Κι έπαψες πια να μυρίζεις μανταρίνι. Ακόμη κι όταν κάνουμε κούνια στην παιδική χαρά μες στο κρύο. Ακόμη και τότε, είσαι απών με τον τρόπο σου, τόσο γαλήνια και ύπουλα. Πιάνεις την καρδιά σου και παρακαλείς… κάποιαν-κάπως-κάποτε. Και λες με μιαν αστεία αξιοπρέπεια πως ενεργείς για εμένα. Τα σημαντικά σιγά σιγά έγιναν ασήμαντα. Θυμάσαι;
Ξεχάσαμε να βάλουμε τα Εγώ μας στο μπαούλο. Τα κουβαλούσαμε πάντα μαζί μας, στο πορτοφόλι μας. Τι ανόητες λέξεις το ποτέ και το πάντα, διαστρεβλωμένα σύμβολα του αληθινού έρωτα και της αληθινής αγάπης λάγνες σημαίες.
.
Στην παράσταση «Μια απλή ερωτική ιστορία», σε κείμενο Ειρήνης Πατσούρου και Αχιλλέα Ψαλτόπουλου, στο θέατρο Αθήναιον, δύο εραστές απομακρύνονται δίχως εξηγήσεις και ξαναβρίσκονται μια μέρα σχεδόν τυχαία για χάρην μιας γραβάτας. Μοιράζονται την αγάπη και τα όνειρα μιας κοινής ζωής, ώσπου μιαν αρρώστια περνάει το κατώφλι της σχέσης τους. Μια βολεμένη ζωή και μια επιδερμική σχέση δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος, τις διαφορετικές κατευθύνσεις στις ζωές των δύο ανθρώπων. Ο άρρωστος πρέπει να αποχωρήσει από τη σχέση και μάλιστα δίχως εξηγήσεις. Έτσι αντιλαμβάνεται την αγάπη και την αξιοπρέπεια. Αισθάνεται ότι προστατεύει τον άλλον από την αρρώστιά του, ενώ στην πραγματικότητα μόνο τον εγωισμό του διαφυλλάσσει. Αυτός που μένει πίσω αρρωσταίνει εξίσου. Η απώλεια της αγάπης και του μοιράσματος, των ονείρων και της συμβίωσης, γίνεται πένθος. Η αγάπη χάνει την αξία της ως εφαρμογή και ως ιδανικό πια εισέρχεται στη σφαίρα του απραγματοποίητου και του εξωπραγματικού. Η έκπτωση στην επιλογή του συντρόφου θεωρείται πλέον ως η μόνη λογική επιλογή. Οι άνθρωποι δεν μπορούν το χώρια. Δεν μπορούν ούτε και το μαζί. Δεν υπάρχει σχέση, παρά μόνο δύο ανικανοποίητοι εγωισμοί με μόνη τους παρέα μια ταμπακέρα με τσιγάρα, μια γραβάτα και μιαν ομπρέλα, εμβλήματα μιας αρρωστημένης σχέσης που ποτέ δεν ολοκληρώνεται.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω το τραγούδι του Ψαραντώνη και του Νίκου Στρατάκη “Μανταρίνι“. Και τα σχόλια δικά σας.
Θυμάσαι μανταρίνι μου
και κόκκινό μου μήλο
που σου `λεγα το σ’ αγαπώ
κι έτρεμα σαν το φύλλο.
Θυμάσαι μήλο κόκκινο
τα περασμένα χρόνια
που κελαηδούσανε για μας
του έρωτα τ’ αηδόνια.
Φωτογραφικό υλικό