Η οδύσσεια του ασθενούς Ιάκωβου Μυλωνά στα δημόσια νοσοκομεία! [μια μαρτυρία που πονάει]
Κι όσο ήθελα να γράψω για το έργο μου ‘’ Η τέλεια γυναίκα’’ [πληροφορίες ΕΔΩ] που θα κάνω στη Θεσσαλονίκη από 3 Φεβρουαρίου στο θέατρο Αθήναιον, τόσο δε θα μου κάνω τη χάρη, με όλα αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου, τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου.
Ξύπνησα το πρωί της Δευτέρας μ’ ένα φρικτό πόνο στο μέρος της καρδιάς. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Σκέφτηκα θετικά. Είναι κάτι νευρικό ή από άγχος και θα περάσει. Θα περάσει. Θα περάσει. Κούνια που με κούναγε. Φυσικά και δεν πέρασε. Επιδεινώθηκε κιόλας. Έπρεπε απ’ την πρώτη στιγμή να κάνω κάτι, να πάω σ’ έναν γιατρό. Θα περάσει και κουραφέξαλα. Παραλίγο να περνούσα εγώ.
‘’Μην πάμε στο θεατρικό που μας έχουν καλέσει το βράδυ, αφού δεν είσαι καλά’’
‘’Θα πάμε. Μια χαρά είμαι. Θα περάσει. Αν δεν περάσει πάμε μετά στο νοσοκομείο.’’
Εξυπνάδες, ξεροκεφαλιά και πείσμα. Φυσικά και ηλίθια προσπάθεια να αποδείξω ακόμα μια φορά ότι κρατάω το λόγο μου κι αφού είπα ότι θα πάω κάπου θα πήγαινα.
Πήγαμε λοιπόν να δούμε το θεατρικό έργο κι εκεί κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω σχεδόν καθόλου. Και όχι δεν έφταιγε το έργο. Μην πάει ο νους σας στο κακό. Απλά είχε έρθει η ώρα να πληρώσω τη βλακεία μου.
Βγήκα απ’ την αίθουσα να πάρω αέρα ή να βρω αέρα δεν ξέρω, κατευθύνθηκα στις τουαλέτες. Ήταν ένα παιδί μέσα στο μπαρ στο φουαγιέ. Ακόμα και τώρα πίστευα ότι θα ελέγξω την κατάσταση. Ότι να ‘ναι. Ντράπηκα να πω την αλήθεια στο παιδί του φουαγιέ. Βασικά δεν είχα και ανάσα να τα πω. Ίσως εκεί έπρεπε να ζητήσω ασθενοφόρο. Ντράπηκα πιο πολύ. Ελπίζω οι ντροπαλοί να πηγαίνουν στον παράδεισο αλλιώς δεν εξηγείται η ηλίθια στάση μου απέναντι στη ζωή ή στο θάνατο τέλος πάντων.
Μπήκα ξανά μέσα στο θέατρο, φώναξα τη συνοδό μου, βγήκαμε έξω, είπα στο παιδί ότι είχα διάρροια κι έκανα τη χαρακτηριστική κίνηση. Τι να έλεγα; Ότι πεθαίνω; Θα ‘πρεπε να εξηγήσω. Δεν είχα χρόνο. Ενώ λέγοντας έχω διάρροια και κάνοντας και την χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι καθάρισα. Μακάρι να μπορούσα να συνεννοούμαι τόσο εύκολα και με τους άλλους ανθρώπους.
Πήγαμε στο Ιπποκράτειο που εφημέρευε. Πλησίασα τρεμάμενος το κουβούκλιο με τις πληροφορίες.
‘’Αν κάποιος δεν μπορεί να πάρει ανάσα και είναι έτοιμος να σωριαστεί τι κάνει;’’ ρώτησα.
‘’Να πάτε δεξιά και δεξιά’’
Πήγα. Βρήκα μια αίθουσα αναμονής παγωμένη, μάλλον απ’ την ανάσα του χάρου που περίμενε δίπλα με τη βάρκα. Στην αριστερή πλευρά ένα πολύ μικρό γραφείο χωρίς πόρτα κάτι σα τσαντίρι. Μέσα κάτι κυρίες με άσπρα. Πλησιάζω.
‘’Μάλλον πεθαίνω’’ τους λέω.
Ωραία’’ μου λέει μία απ’ τις κυρίες, πάρτε ένα νουμεράκι και περιμένετε τη σειρά σας.
Τι χαρά, θα πεθάνω με σειρά προτεραιότητας, υπέροχα.
Είχα όμως ήδη κιτρινίσει και μ’ αναγνώρισαν κιόλας οπότε με βάλανε σ’ ένα μικρό φορείο μέσα στο γραφειάκι τράβηξαν μια κουρτίνα και μου κάνανε ένα καρδιογράφημα.
‘’Είναι καθαρό το καρδιογράφημα σας’’
‘’Ναι οκ αλλά εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω, θα είναι κάτι άλλο.’’
Πάρτε ένα νούμερο και περιμένετε τη σειρά σας.
Να περιμένω τη σειρά μου για να αναπνεύσω. Τέλεια. Να πάρω ένα νούμερο. Τέλεια. Μάλλον δεν είμαι επείγον περιστατικό. Τέλεια. Άρα πολύ σωστά πρέπει να πάρω ένα νούμερο και να περιμένω όπως όλοι. Τέλεια.
Κάνει κρύο όμως κι αυτό δεν είναι και τόσο τέλειο. Τώρα καταλαβαίνω ότι κάνει πολύ κρύο στην αίθουσα αναμονής. Κάνει πολύ κρύο κι εγώ συνεχίζω να μην μπορώ να αναπνεύσω. Σε πόση ώρα θα μπω περίπου με τον αριθμό που πήραμε; Το πολύ σε 4 ώρες. Σε 4 ώρες μ’ αυτό το κρύο κάποιος που είχε γρίπη μέχρι να φτάσει στο γιατρό θα έφτανε με καραμπινάτη πνευμονία που θα οδηγούσε με μαθηματική βεβαιότητα στο θάνατο.
‘’Λυπούμαστε πολύ αλλά η κατάσταση του ήταν ήδη πολύ επιβαρυμένη όταν έφτασε σε μας. Τα συλλυπητήρια μας για την απώλεια σας’’ θα λέγανε οι γιατροί.
Ξαφνικά ακούω κάποιον να φωνάζει ‘’φωτιά, φωτιά, σβήστε τη φωτιά.’’ Κάποιος είχε βάλει φωτιά στην αίθουσα αναμονής.
‘’Συγνώμη, συγνώμη απλά ήθελα να ζεσταθώ.’’ Φώναξε αυτός που την άναψε.
Άναψε φωτιά στην αίθουσα αναμονής. Άναψε φωτιά στην αίθουσα αναμονής. Φαντάσου σε τι απόγνωση ήτανε ο άνθρωπος και πόσο κρύωνε.
‘’Πάμε να φύγουμε είπα στη συνοδό μου, δε θέλω να πεθάνω εδώ, είναι πάρα πολύ άσχημο μέρος.’’
Ένα νοσοκομείο που ο σκοπός του είναι να περιθάλπει τον κόσμο και να του προσφέρει παρηγοριά, ξαφνικά ήταν ένα μαυσωλείο με τυραννισμένες ψυχές, που το μόνο που θύμιζε ήταν ένα ψυχρό μέρος, ενδιάμεσο μόνο για τον κάτω κόσμο, όχι για τον έξω κόσμο.
Φύγαμε. Σκεφτόμουν ότι ήταν πολύ παράτολμο αυτό που έκανα. Τουλάχιστον μέσα στο νοσοκομείο αν πάθαινα κάτι οι γιατροί θα ήταν πολύ κοντά για να με σώσουν. Απ’ την άλλη όμως σκεφτόμουν ότι αν έμενα εκεί, σίγουρα θα πάθαινα κάτι.
Γέλασα. Τρομάρα μου. Ακόμα και χωρίς ανάσα χαμογελούσα. Το γελαστό παιδί. Τουλάχιστον θα έφευγα με χαμόγελο.
‘’Πάμε σπίτι. Καλύτερα να πεθάνω στο σπίτι.’’ Ναι αυτό ήθελα. Δυστυχώς στις 3 τα ξημερώματα η ευχή μου φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα. Πήραμε το 166
Το ασθενοφόρο έκανε να έρθει 45 λεπτά. Ευτυχώς που δεν ήμουν και τόσο ετοιμοθάνατος. Με βάλανε μέσα στο ασθενοφόρο. Ξεκίνησε. Γνώρισα όλες τις λακκούβες με το μικρό τους όνομα. Φτάσαμε. Ασκληπιείο Βούλας.
Τα πράγματα εδώ ήταν καλύτερα. Δεν είχε τόσο κόσμο. Μ’ εξέτασε ο γιατρός. Έκανε τη διάγνωση και είπε ‘’εισαγωγή’’
‘’Μα γιατρέ πετάω το απόγευμα για Θεσσαλονίκη. Έχω παραστάσεις.’’
‘’Δε νομίζω να πετάξεις. Θα μείνεις τουλάχιστον 24 ώρες για να είμαστε σίγουροι.’’
Πρέπει να ειδοποιήσω τους πάντες ότι δε θα πάω. Συνεντεύξεις, πρόβες, ραντεβού. Φυσικά τους ειδοποίησα. Και φυσικά τους ξαναειδοποίησα ότι τελικά θα πάω και να μην ακυρωθεί τίποτα.
Πονάω ακόμα αλλά είμαι Θεσσαλονίκη. Πέταξα. Ήρθα. Όλα θα πάνε καλά.
Κι αν πονάω όταν παίζω; Κι αν κοπεί η αναπνοή μου; Κι αν δεν καταφέρω να ολοκληρώσω την παράσταση;
Θα το μάθουμε όλοι μαζί. Άλλωστε πάντα λένε ότι ένα καλό σενάριο μιμείται τη ζωή. Σ’ ένα καλό σενάριο λοιπόν μετά απ’ το πρώτο κιόλας λεπτό ρωτάμε τι θα γίνει παρακάτω. Για να δούμε λοιπόν. Τι θα γίνει; Θέλω κι εγώ πολύ να μάθω.
.
3 Φεβρουαρίου στο θέατρο Αθήναιον. Η μαύρη κωμωδία ‘’Η Τέλεια γυναίκα!’’ Ξεκινάμε!
Φωτογραφικό υλικό