Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου για τον Σωφέρ Θεάτρου.
Μια πολυθρόνα μιας άλλης εποχής. Άλλη μια πολυθρόνα ακριβώς δίπλα. Ένα φωτιστικό ανάμεσά τους αναβοσβήνει με την επέμβαση ενός ποδιού. Ανάλογα τη διάθεση. Και στο πάτωμα, τασάκια, μεταλλικά κι όμοια μεταξύ τους, αλλάζουν συνεχώς θέσεις μπρος και πίσω. Πάλι ανάλογα τη διάθεση. Ποιος είναι ο θύτης; Ποιος είναι το θύμα; Πάντως, τα νύχια και των δύο είναι μισοφαγωμένα.
Τα τσιγάρα τους δεν ανάβουν. Μπαίνουν και βγαίνουν άδικα και δίχως προφανή σκοπό.
Δύο γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες, ακολουθώντας το αποφασιστικό χτύπημα μιας πόρτας και την “ευγενική εισβολή” της μιας γυναίκας στη ζωή της άλλης. Εξαρχής δεν έχουν τίποτε να πουν, αν και αποδεικνύεται η πιο σημαντική συνάντηση της ζωής τους. Η εισβολή αυτή δεν έχει τέλος: τα κλειδιά του σπιτιού φαίνεται πως έχουν χαθεί. Οι γυναικείες φιγούρες κάθονται εναλλάξ στις δύο πολυθρόνες παρατηρώντας προσεκτικά και ανακρίνοντας η μία την άλλη για το παρελθόν και το παρόν της. Οργώνουν με τα βήματά τους τον χώρο, άλλοτε αργά κουτσαίνοντας άλλοτε γρήγορα εν είδει παρέλασης. Κρατούν στα χέρια τους τον καθηγητή Ζόοτ, τον “ψυχαναλυτή-φάντασμα”, και τον πλασάρουν η μία στην άλλη. Είναι μία σκυτάλη ο Ζόοτ, μια σκυτάλη επιλογών ζωής, μια παρανοϊκή μορφή και ταυτόχρονα σύμβολο μετάβασης σε μιαν άλλη πραγματικότητα, θυσίας κι ελευθερίας. Σε αυτό το δωμάτιο, κανείς δεν καταδικάζει τις Μήδειες. Γιατί όλα περιστρέφονται γύρω από τον φόνο δύο κοριτσιών ή δύο αγοριών-κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να πει- από τον πατέρα τους, ο οποίος κι αυτοκτονεί. Ο φόνος τους άλλοτε δικαιολογείται κι άλλοτε κατακρίνεται. Άλλοτε όμως αμφισβητείται η δολοφονία, όπως και η ύπαρξη των παιδιών αυτών. Το φαίνεσθαι και το είναι μπερδεύονται σαν γόρδιος δεσμός. Οι γυναίκες υποφέρουν, καθώς αναζητούν την ουσία της ύπαρξής τους και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Η φαντασία και η πραγματικότητά τους επιβεβαιώνουν τα ασαφή τους όρια. Οι γυναίκες κοιτάζονται στον καθρέπτη και το μόνο που βλέπουν είναι αυτό που θέλουν να είναι, ένα τίποτε. Έντρομες παραδέχονται ότι “Κάθε μάτι περιέχει τον θάνατό σου”. Ο θάνατος και η ζωή, ωστόσο, ίσως να ταυτίζονται, ίσως να΄ναι και το ίδιο, ίσως να μην επιδέχονται καμιά διαφοροποίηση από τη λογική σκέψη. Η αποδοχή του διαβόλου είναι η καλύτερη παραδοχή του Θεού. Και η αποδοχή του θανάτου είναι η πιο ολοκληρωμένη παραδοχή της ζωής. Ο θεός είναι ζωή. Κι αν ο Θεός είναι άφθαρτος κι αιώνιος, τότε πόσο φθαρτή και πρόσκαιρη μπορεί να ΄ναι μια ζωή;
Ο Ζόοτ, ο “ψυχαναλυτής-φάντασμα”, μας δικαιολογεί. Δικαιολογεί τις επιλογές μας, τα λάθη μας. Ρίχνει φως στον βαθύτερο εαυτό μας. Προκαλεί τον εμετό όλων των βαθύτερων ενστίκτων και φόβων μας προς τα έξω. Αρκεί τα “σκουπίδια” μας να μην τα βγάζουμε ο ένας στον άλλον. Αυτό αποτελεί και την απαραίτητη συνθήκη για τον αλληλοσεβασμό και την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Εάν συγχωνευτούν τα διαφορετικά κομμάτια της προσωπικότητάς μας, τότε πολύ πιθανόν να συγχωρέσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Πώς να χαϊδέψουμε τον εαυτό μας και να τον δικαιολογήσουμε στις επιλογές του, εάν τα κομμάτια μέσα μας λειτουργούν ανταγωνιστικά κι επομένως διχαστικά; Ο Ζόοτ ενώνει τις δύο γυναικείες μορφές με μια σφαίρα, με μια θυσία, με τον θάνατο της παλιάς τους ζωής, σε μία ολοκληρωμένη ανθρώπινη μορφή. Οι αναγραμματικές προσωπικότητες της Ιστορίας χρειάζεται να σπάσουν τον καθρέπτη τους, παρόλα τα μισοφαγωμένα τους νύχια. Και οι άνθρωποι χρειάζεται να αποδεχτούν την αιώνια ζωή, παρόλο τον φόβο που αυτή η συνθήκη πυροδοτεί. “Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί”.
Τα τσιγάρα έχουν ανάψει πια. Οι καθρέπτες έχουν ήδη διαρραγεί. Και το κλειδί βρίσκεται στην αυγοθήκη του ψυγείου.
Στην παράσταση “Ζόοτ”, έργο του Θανάση Τριαρίδη σε σκηνοθεσία της Νατιώτη Μαρίνας στο Μπενσουσάν Χαν, δύο γυναίκες αναμετρώνται για το ποια θα επηρεάσει την άλλη στο μοτίβο ζωής που η καθεμιά ενσαρκώνει. Κεντρική φίγουρα αποτελεί ο καθηγητής Ζόοτ, ένα αινιγματικό πρόσωπο που φαίνεται ότι έχει παρασύρει πολλούς ανθρώπους ανά τον κόσμο στην αυτοκτονία. Ο Ζόοτ επικοινωνεί μέσω αλληλογραφίας με τα θύματα-ακολούθους της φιλοσοφίας του, τα οποία με γεωμετρική πρόοδο αυξάνονται. Δεν έχει φωτογραφηθεί ποτέ. Δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ στο κοινό. Κι αυτή η αινιγματική φιγούρα ενώνει με αδιόρατα νήματα τις δύο γυναίκες της ιστορίας. Έτσι, στο τέλος του έργου, αναρωτιόμαστε εάν βλέπουμε στη σκηνή τρία διαφορετικά πρόσωπα ή όχι.
Μουσική Πρόταση:
The Verve. Bittersweet Symphony.
Φωτογραφικό υλικό