.
Μια ιστορία βίας, δακρύων, άπειρου πόνου και απόγνωσης, που θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό διαμέρισμα… και γιατί όχι και στο δικό μας. Πρόκειται για την «Όλγα», του ηθοποιού – συγγραφέα Μιχάλη Κοβανίδη, σε σκηνοθεσία και ερμηνεία της Καλλιόπης Ευαγγελίδου, που παρακολουθήσαμε διαδικτυακά μέσα από τη σελίδα του Κέντρου Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
.
Η παράσταση ανέβηκε, σε παραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών, το 2017 στα πλαίσια της παγκόσμιας ημέρας για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και κατόπιν ταξίδεψε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη αλλά και στην περιφέρεια, μεταφέροντας μηνύματα στήριξης στις απανταχού κακοποιημένες γυναίκες που ζουν μέσα στην απόρριψη και την σιωπή.
.

Το έργο…
Η Όλγα μεγάλωσε λατρεύοντας τον μπαμπά της. Θεωρούσε την μάνα της μια γκρινιάρα στρίγγλα και συνήθιζε να λέει «μπαμπά, θα παντρευτώ έναν άντρα σαν κι εσένα». Τελικά παντρεύτηκε μικρή, ίσως βιαστικά. Ο άντρας της έλειπε συνεχώς από το σπίτι, αναζητώντας συντροφιά σε άλλες αγκαλιές. Η γειτονιά το γνώριζε… Η ντροπή της μεγάλη. Κουβαλούσε στους ώμους της δύο ντροπές «μία την δική της και μια του άντρα της», φορτίο βαρύ για έναν άνθρωπο. Προσπάθησε να δείξει υπομονή. Είχε κι ένα παιδί, ένα τετράχρονο αγόρι που ένιωθε την δυστυχία στα μάτια της θλιμμένης μάνας του. Ένα παιδί που μεγάλωνε ουσιαστικά μόνη της. Ακόμη και τα Χριστούγεννα μόνοι τους στόλιζαν το δέντρο …«αναβόσβηναν τα πολύχρωμα φωτάκια στα κλαμένα μάτια του». Η Όλγα ψάχνει να βρει διεξόδους. Παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου, θέλει να μάθει να γράφει σενάρια. Καθισμένη πάνω από ένα χαρτί ψάχνει λέξεις ικανές να καλύψουν την δυστυχία της. «…Λέξεις όμορφες και στρουμπουλές σαν μεγάλα κομμάτια τούρτα φράουλα». Η σιωπή και η συγκάλυψη την πνίγουν. Φωνάζει «θέλω να μιλήσω…να ξεπλύνω τις λέξεις από την πίκρα». Η κακοποίηση της κάποια στιγμή ξεπερνά τα όρια της ψυχολογικής βίας. Τα σημάδια πλέον δεν είναι μόνο στην ψυχή της αλλά και στο σώμα της …«Σημάδια ιδιοκτησίας». Απογοητευμένη από τη ζωή της παραδέχεται: «αν η αναλογία σε γέλιο και σε κλάμα ήταν η καλή και η κακή χοληστερίνη, τώρα θα είχα πεθάνει». Παρόλα αυτά δεν ζητά βοήθεια από κανένα, δεν μιλά. Ο άντρας της είχε σύμμαχο τη σιωπή της.Η λογική παλεύει για μια θέση στο μυαλό της. Στο τέλος ο απόλυτος πόνος, το χειρότερο δυνατό φινάλε…«Είναι δίκαιο να αφήνουμε ένα μικρό παιδί στο σκοτάδι;».

Καταρχάς στα θετικά της παράστασης (+) το κείμενο του Μιχάλη Κοβανίδη, που, παρά την αρχική φλυαρία του, καταφέρνει να αποδώσει με αρκετά δημιουργικό τρόπο την ιστορία της Όλγας. Πρόκειται για έναν μονόλογο ιδιαίτερα δραματικό, που επικεντρώνεται στα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας αποδίδοντας στην ουσία μια σύγχρονη τραγωδία, ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης. Πέρα από τον προσωπικό χαρακτήρα του κειμένου, μέσα από την διήγηση θίγονται σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η κακοποίηση των γυναικών, οι ψυχολογικές επιπτώσεις στο θύμα αλλά και στα παιδιά που βιώνουν το δράμα της μητέρας. Συχνές αναφορές στο παρελθόν της ηρωϊδας, σε σημαντικές στιγμές της αλλά και σε συμπεριφορές που τη σημάδεψαν, διαφωτίζουν σημεία της υπόθεσης και προσδίδουν ενδιαφέρον και ένταση. Σημαντικό ρόλο στο κείμενο διαδραματίζουν επίσης οι φανταστικοί διάλογοι με τον πατέρα και το παιδί της που προσδίδουν ιδιαίτερα δραματική χροιά. Με μια απρόσμενη ανατροπή, η αποκάλυψη του τραγικού φινάλε σφραγίζει την ζωή και την μοίρα της πρωταγωνίστριας και απογειώνει την συναισθηματική φόρτιση του κοινού.
Η Καλλιόπη Ευαγγελίδου, ερμηνεύει πειστικά την προδομένη σύζυγο και πληγωμένη μάνα που παραπαίει ανάμεσα στην λογική και την τρέλα. «Πατά γερά» στην σκηνή και με ώριμο επαγγελματισμό αποδίδει σε γενικές γραμμές πετυχημένα την άδεια πλέον από συναισθήματα και ταυτόχρονα πλημμυρισμένη από απελπισία και πόνο γυναίκα. Στα περισσότερα σημεία της παράστασης εμφανίζεται άρτια ερμηνευτικά και εκφραστικά, επικοινωνώντας με επιτυχία τη θλίψη της, χωρίς να λείπουν όμως και οι πιο αδύναμες σκηνές που χάνεται η προσήλωση του κοινού. Σημαντικές στιγμές της όταν κλαίει στην σκηνή ομολογώντας ότι «ο χορός των δακρύων δεν ελέγχεται» αλλά και όταν καταλήγει στον τραγικό απολογισμό «η ζωή μου μοιάζει με κινούμενη άμμο». Εξαιρετικές εναλλαγές συναισθημάτων από την απόλυτη θλίψη και την αγανάκτηση, στην μουδιασμένη απάθεια που αφήνει αδιόρατα μια άρρωστη γεύση παραλογισμού. Ιδιαίτερα συγκινητική η τελευταία σκηνή που συντετριμμένη αποκαλύπτει την κορύφωση του δράματός της.
.

.
Η ίδια, ως σκηνοθέτης, αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο του να σκηνοθετείς τον εαυτό σου. Αληθινή πρόκληση σε ένα ιδιαίτερο είδος όπως ο μονόλογος που η σκηνοθετική προσέγγιση μπορεί να παίξει πρωταρχικό ρόλο. Το αποτέλεσμα την δικαιώνει σε αρκετά μεγάλο βαθμό, αν και εμφανίζει κάποιες αδυναμίες.Η παράσταση γενικά έχει συνοχή και συνεκτικότητα. Η σκηνοθεσία μένει πιστή στο σενάριο και προσπαθεί να το αποδώσει επί σκηνής με διακριτικότητα και χωρίς περιττές παρεμβάσεις. Χωρίς ιδιαίτερα τεχνάσματα, χωρίς τρομερές εναλλαγές στις κινήσεις, έχει ένα ξεκάθαρο χαρακτήρα και μια ισορροπία που επιτελεί με επάρκεια τον σκοπό της: να μεταδώσει αποτελεσματικά την τραγικότητά της ηρωϊδας.
.

.
Στα αρνητικά (-) της παράστασης θα συγκαταλέγαμε αρχικά τις αδυναμίες της σκηνοθεσίας. Ενώ σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιητική, εντούτοις αφήνει την αίσθηση ότι θα μπορούσε να απογειώσει ακόμη περισσότερο το κείμενο που είναι από μόνο του αρκετά δυνατό. Λείπει η πρωτοτυπία, η εφευρετικότητα που θα κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και θα πρόσθετε ίσως και κάποιες στιγμές χαλάρωσης στο πολύ βαρύ κλίμα που αποπνέει η όλη υπόθεση. Η ιστορία είναι δραματική και η ερμηνεία της Ευαγγελίδου αρκετά πειστική, το δράμα όμως αυτής της γυναίκας θα έπρεπε να συγκλονίζει, τουλάχιστον στο τέλος με τις τραγικές αποκαλύψεις, κάτι που δεν συμβαίνει. Ίσως αν παρακολουθούσαμε την παράσταση ζωντανά και όχι μέσα από μια οθόνη να λαμβάναμε διαφορετικά, με περισσότερη αμεσότητα, τα συναισθήματα, την οδύνη και τον πόνο της γυναίκας αυτής.
Οι φωτισμοί του Μιχάλη Κουβόπουλου αν και δεν ήταν από τα δυνατά στοιχεία της παράστασης, λειτούργησαν ενισχυτικά στην σκηνοθεσία. Εναλλάσσονταν, κυρίως σημαίνοντας το τέλος της κάθε σκηνής, ενώ γενικά συντηρούσαν μια σκοτεινιά που απέδιδε επιτυχημένα την μαύρη ατμόσφαιρα του κειμένου. Στο τραγικό φινάλε κάνουν έντονη την παρουσία τους και τονίζουν την δραματικότητα της στιγμής. Στα ίδια επίπεδα κινήθηκε και η μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη που συνόδευσε επιτυχώς τον μονόλογο, με κορυφαία στιγμή επίσης το τέλος της παράστασης.
Το σκηνικό, δημιουργία της Λιάνας Σπυριδωνίδου, είναι ιδιαιτέρως λιτό, ρεαλιστικό, χωρίς καμία υπερβολή. Περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, δίνοντας την αίσθηση ότι δεν θέλει να στερήσει κάτι από το κείμενο. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, ένα τραπεζάκι με το τηλέφωνο, ένα ξύλινο αλογάκι και λίγα παιχνίδια στο πάτωμα. Ένα περισσότερο ατμοσφαιρικό σκηνικό θα μπορούσε να συμβάλλει στην ρεαλιστικότερη απόδοση του προσωπικού δράματος και να εντείνει τη δραματικότητά των γεγονότων που εξιστορούνται.
.

.
Συμπερασματικά (=), η «Όλγα» είναι μια παράσταση αρκετά προσεγμένη, τόσο ερμηνευτικά όσο και σκηνοθετικά, που, παρά τις όποιες αδυναμίες της, διαχειρίζεται αποτελεσματικά το πολύ σοβαρό κοινωνικό θέμα της βίας κατά των γυναικών. Κατορθώνει, αν μη τι άλλο, να προβληματίσει, να δώσει ένα μήνυμα συμπαράστασης στις κακοποιημένες γυναίκες και να τις παρακινήσει να σπάσουν τη σιωπή τους πριν να είναι αργά. Μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς, κατά προτίμηση όχι από την τηλεόραση αλλά σε μια θεατρική αίθουσα, κάτι που ευχόμαστε να είμαστε σε θέση να κάνουμε πολύ σύντομα…
.
Βαθμολογία:
6,1/10
..
Ακολουθήστε μας στα social media
..