Η νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, «Καποδίστριας», εξελίσσεται σε ένα σπάνιο κινηματογραφικό φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα. Παρά το γεγονός ότι οι κριτικοί κινηματογράφου εμφανίστηκαν διχασμένοι (με ορισμένους να ασκούν αυστηρή κριτική στην αισθητική προσέγγιση), το κοινό έδωσε την δική του, ηχηρή απάντηση στα ταμεία.
Η «εκδίκηση» του Box Office
Μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες προβολής, η ταινία κατέρριψε σειρά ρεκόρ, αποδεικνύοντας ότι το ενδιαφέρον για την ιστορική προσωπικότητα του πρώτου Κυβερνήτη παραμένει ζωντανό:
-
144.712 εισιτήρια πανελλαδικά.
-
Το μεγαλύτερο άνοιγμα ταινίας για το 2025.
-
Το δεύτερο μεγαλύτερο άνοιγμα ελληνικής ταινίας όλων των εποχών (χωρίς previews).
Γιάννης Σμαραγδής: «Η αγάπη είναι Θεός – Οι κριτικοί χάνουν την ουσία»
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο δημιουργός της ταινίας δεν μάσησε τα λόγια του σχετικά με τις αρνητικές κριτικές. Με μια δόση πικρίας αλλά και σιγουριάς για το έργο του, ο Γιάννης Σμαραγδής εστίασε στην πνευματικότητα και την επικοινωνία με τον θεατή.
«Αν τους συναντούσα στο δρόμο, θα τους καλημέριζα σαν να έχουν κάνει κάτι καλό στη ζωή τους… μήπως και γίνουν καλύτεροι άνθρωποι», δήλωσε χαρακτηριστικά για τους επικριτές του.
Για τον σκηνοθέτη, η τέχνη δεν κρίνεται με «τετράγωνα και αστεράκια», αλλά με το συναίσθημα:
-
Η ανταπόκριση: Ο κόσμος χειροκροτεί όρθιος στις αίθουσες, πολλοί βγαίνουν δακρυσμένοι.
-
Η οικογένεια: Παρατηρείται μαζική προσέλευση οικογενειών, με γονείς που θέλουν να γνωρίσουν στα παιδιά τους την ιστορία του Καποδίστρια.
-
Το όραμα: «Όταν πολλές ψυχές συνευρεθούν σε ένα έργο τέχνης, είναι σίγουρο ότι θα βρουν άλλες ψυχές να επικοινωνήσουν», σημείωσε ο δημιουργός.
Γιατί διχάζει;
Το χάσμα μεταξύ κριτικής και κοινού στον «Καποδίστρια» αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη συζήτηση στην Ελλάδα. Από τη μία, οι κριτικοί συχνά αναζητούν έναν νεωτεριστικό κινηματογράφο, ενώ ο Σμαραγδής υπηρετεί σταθερά έναν κλασικό, ανθρωποκεντρικό και συχνά αγιογραφικό κινηματογράφο που στοχεύει στο εθνικό θυμικό.
Όπως φαίνεται από τα νούμερα, ο «Καποδίστριας» δεν είναι απλώς μια ταινία, αλλά μια κοινωνική εκδήλωση που επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη του Έλληνα θεατή για πρότυπα και ιστορική ταυτότητα.
Η «Γεωγραφία» της Ταινίας: Από την Κέρκυρα στη Ρωσία
Ο Γιάννης Σμαραγδής επέλεξε να ακολουθήσει τα πραγματικά βήματα του Κυβερνήτη, δίνοντας έμφαση στην αυθεντικότητα των χώρων. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε τοποθεσίες υψηλού ιστορικού συμβολισμού:
-
Κέρκυρα: Η γενέτειρα του Καποδίστρια, όπου το κινηματογραφικό συνεργείο χρησιμοποίησε τα καντούνια και τα παλάτια του νησιού για να αναδείξει τα νεανικά του χρόνια.
-
Ναύπλιο: Το σκηνικό της κορύφωσης του δράματος, με γυρίσματα στην πλατεία και στους δρόμους όπου εκτυλίχθηκε η ιστορική δολοφονία.
-
Αίγινα: Εκεί όπου ο Καποδίστριας ορκίστηκε και έθεσε τις βάσεις του πρώτου ελληνικού κράτους.
-
Ελβετία & Ρωσία: Η παραγωγή ταξίδεψε στο εξωτερικό για να αποτυπώσει τη λαμπρή διπλωματική καριέρα του στην αυλή του Τσάρου Αλέξανδρου Α’, αναδεικνύοντας τη διεθνή ακτινοβολία του ανδρός.
Ερμηνείες: Η Πρόκληση του «Ανθρώπου-Σύμβολο»
Η ταινία στηρίχθηκε σε ένα καστ που ισορροπεί ανάμεσα στην εμπειρία και το νέο αίμα, με τις ερμηνείες να αποτελούν σημείο αναφοράς ακόμη και για τους πιο αυστηρούς θεατές:
-
Αντώνης Μυριαγκός: Στον ρόλο του Καποδίστρια, ο Μυριαγκός απέδωσε μια εσωτερική, σχεδόν ασκητική φιγούρα. Κατάφερε να αποτυπώσει το «βάρος» της ευθύνης στους ώμους του Κυβερνήτη, με μια ερμηνεία που βασίζεται περισσότερο στο βλέμμα και τη σιωπή παρά στον στόμφο.
-
Τάσος Χαλκιάς & Μάξιμος Μουμούρης: Δύο έμπειροι ηθοποιοί που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή, ενσαρκώνοντας τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις πολιτικές μηχανορραφίες της εποχής με θεατρική στιβαρότητα.
-
Νικορέστης Χανιωτάκης: Μια αποκάλυψη στον ρόλο του, προσφέροντας την απαραίτητη ενέργεια στις σκηνές δράσης και πολιτικής έντασης.
-
Η γυναικεία παρουσία: Η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, ως Ρωξάνδρα Στούρτζα, ενσαρκώνει τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Καποδίστρια, προσδίδοντας στην ταινία τη ρομαντική και ανθρώπινη διάσταση που εξισορροπεί την πολιτική πλοκή.
Η Μουσική «Υπογραφή» του Μίνου Μάτσα
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη μουσική επένδυση, η οποία λειτουργεί ως «δεύτερος αφηγητής». Ο Μίνως Μάτσας δημιούργησε ένα score που παντρεύει τους ευρωπαϊκούς ήχους της εποχής με την ελληνική λεβεντιά, ενισχύοντας τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, ειδικά στην τελική πορεία προς το Ναύπλιο.
Συμπέρασμα: Παρά τις αντιθέσεις, ο «Καποδίστριας» είναι μια ταινία που απαιτεί να ιδωθεί στη μεγάλη οθόνη. Είναι ένα μάθημα ιστορίας, αλλά και μια σπουδή πάνω στη θυσία, που φαίνεται πως είχε ανάγκη το ελληνικό κοινό το 2025.




