Είδε ο Γιάννης Τσιρόγλου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Για τη μεγαλύτερη σοπράνο που έβγαλε η υφήλιος έχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσα πολλά και βέβαιο θα γράφονται στον αιώνα τον άπαντα καθώς η πολύπαθη οικογενειακή της ζωή, η θριαμβευτική καριέρα στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, ο «βασανιστικός» έρωτας με τον Ωνάση και ο «ανακουφιστικός» θάνατός της παραμένουν στην επικαιρότητα αλλά και στα ενδιαφέροντα του κόσμου και δίδουν την ευκαιρία σε συγγραφείς σκηνοθέτες και ηθοποιούς να την αποτυπώσουν σε ταινίες, ντοκιμαντέρ, σειρές, βιβλία και θεατρικές παραστάσεις.
Όλα αυτά ενδιέφεραν από καιρό και την χολιγουντιανή σούπερ σταρ Αντζελίνα Τζολί ώστε να υποδυθεί τη «δική» μας Μαρία Κάλλας διατηρώντας στους τίτλους της κινηματογραφικής ταινίας το μικρό της όνομα «Maria» και σκηνοθετημένη από έναν βετεράνο στις βιογραφίες, ένα τυπά από την Χιλή που αρέσκεται σε μύθους/θρύλους (Neruda, Jackie, Spencer (για την πριγκίπισσα της Βρετανίας, Νταιάνα) η ζωή των οποίων περιέχει τα πάντα. Το όνομά του, Πάμπλο Λαραΐν.
Και ναι, η ταινία τα λέει, άρα αξίζει και με το παραπάνω τα λεφτά της παρά την αρχική σκέψη πως μια κουκλάρα σαν την Τζολί με εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία και ταπεραμέντο θα φέρνει στη μεγάλη ντίβα. Η αλήθεια είναι πως η Αντζελίνα πάντα υπήρξε μια πολύ καλή ηθοποιός (και σκηνοθέτης, για παράδειγμα αν δείτε τον «Αλύγιστο» θα καταλάβετε το πόσο ικανή είναι) και αν δεν ήταν τα ψυχο-κολλήματά, ο βίος με τον Μπράντ Πιτ και τα …100 παιδιά τους να τους κρεμάνανε επί χρόνια στα μανταλάκια, το κοινό, κυρίως ο συνειδητοποιημένος θεατής θα είχε καλύτερη εκτίμηση για τη σούπερ σταρ του Χόλυγουντ.
Η ταινία ξεκινά με ένα πρελούδιο τους παρελθόντος (όχι τόσο πετυχημένο) με φωτογραφίες και πλάνα από παραστάσεις, συνεντεύξεις και ταξίδια και προσγειώνεται στο σπίτι μαυσωλείο όπου ζει με τα φαντάσματα της και δυο ανθρώπους να την προσέχουν με σεβασμό και νοιάξιμο: ο μπάτλερ και η οικιακή βοηθός της, εμβόλιμα και τα δυο αγαπημένα της σκυλιά, ένα άσπρο και ένα μαύρο κανίς. Βέβαια, αρχής εξ αρχής ένα παθητικό πλάνο ξεκαθαρίζει το θάνατό της. Η Μαρία Κάλλας δεν είναι πια κοντά μας αφήνοντας το μάταιο τούτο κόσμο στα 54 της χρόνια.
Για το λόγο που έφυγε προφανώς ευθύνεται η ίδια και αυτά είναι που παρουσιάζει η ταινία.
Καταπίνει αμφιβόλου ποιότητας χάπια που μόνο κακό της προκαλούν, καπνίζει, πίνει, βλέπει παραισθήσεις, δεν τρώει και η μόνη της έννοια (και αυτό συζητείται) να ξαναβρεί τη φωνή που είχε όχι για να επιστρέψει στις μεγάλες σκηνές αλλά για το εγώ της. Μόνο που αυτό δεν θα συμβεί ποτέ καθώς η βαριά χρόνια κατάθλιψη την έχει αποτρελάνει εντελώς.
Το τεράστιο σπίτι στην πανάκριβη οδό Av. Georges Mandel διακόσια μέτρα από το Τροκαντερό, είναι όλος της ο κόσμος. Τα δωμάτια στολισμένα από διάσημους πίνακες, πάμπολλα ελληνικά αγάλματα διανθισμένα σε διάφορα σημεία, φωτογραφίες με τον πιο άσχημο και πλούσιο του κόσμου, βαριά έπιπλα, σικάτα σερβίτσια και ένα ταλαίπωρο πιάνο να αλλάζει, κάτω από τις διαταγές της συνεχώς γωνιές καθώς «ψάχνει» το σημείο που να φωτίζεται καλύτερα… όπως τον παλιό καλό καιρό που δίπλα σε αυτό λουζόταν από προβολείς και χειροκροτήματα.
Ουσιαστικά ζει για να πεθάνει, ουσιαστικά δεν είναι ο εαυτός της και όταν επιλέξει να κάνει κάποιες πρόβες με ένα μαέστρο ώστε να επαναφέρει σταδιακά τη δοξασμένη της φωνή, οι στιγμές του παρελθόντος θα είναι εκεί για να συγκρίνουν το τότε με το τώρα. Όπως και ο μοναδικός της έρωτας με τον έλληνα κροίσο που στο τσακ την παράτησε για να παντρευτεί τη παμφάγα Τζάκι Κένεντυ δεν θα ξεπεραστεί ποτέ και οι ασπρόμαυρες αναμνήσεις που μοστράρουν στην οθόνη, γνωριμία, φλερτ, κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό Χριστίνα μέχρι και το θάνατό του θα πνίγουν όχι μόνο την αγάπη που του χε αλλά και τη περηφάνιά της, καθώς με αυτόν τον αγριάνθρωπο ζούσε τη χαμένη της νεότητα αλλά και μια πατρική σχέση που δεν χόρτασε ποτέ, ενώ την επέβαλε να σταματήσει να τραγουδά. Αναφορά και στην αδηφάγα μάνα της που σκληρά την εκμεταλλευόταν με πλάνα να τη δείχνει να τραγουδά σε αξιωματικούς του Χίτλερ και να υπονοεί πως ως παιδούλα πλάγιαζε και μαζί τους…(στοιχείο που από πολλούς αμφισβητείται)
Σε όλα αυτά, ένας φέρελπις νεαρός δημοσιογράφος την ακολουθεί για τη τελευταία συνέντευξη της ζωής και αφ υψηλού διηγείται ότι την πόνεσε, ότι αγάπησε αλλά και όσα την βόλεψαν ενώ γύρω της παριζιάνοι την χλευάζουν γνωρίζοντας πως η μεγάλη ντίβα της όπερα έχει ξοφλήσει, γεγονός που φυσικά αντιλαμβανόταν και η ίδια.
Αυτά πάνω κάτω διηγείται η ταινία του Πάμπλο Λαραΐν διανθισμένη από σπουδαίες άριες και λουσμένη από χρώματα παρηγοριάς ή κάλυψης για μια προσωπικότητα που πάλεψε σκληρά να καθιερωθεί, κατέκτησε τον κόσμο αλλά ως άνθρωπος ήταν παντελώς ανίκανη να τις επιβάλει ακόμα και να κρατήσει το έμβρυο που κυοφορούσε.
Ερμηνευτικά η Αντζελίνα Τζολί είναι υπέροχη, καταθέτει μια εξαίρετη ερμηνεία με σταθερό βλέμμα, βήμα και πολλά χαρακτηριστικά της ηρωίδας της να περνούν στο σώμα της. Φαίνεται πως την μελέτησε βαθιά αποδίδοντας τίμια τον ψυχισμό μιας γυναίκας που την ήξερε όλος ο πλανήτης με πολλές στιγμές να περνά και στο θεατή.
Σκηνοθετικά, τα πλάνα περιορίζονται σε λίγους και μελετημένους χώρους όπως είναι το διαμέρισμα, οι πρόβες, κάποια καφέ και βόλτες δίπλα στον Σηκουάνα. Ένα μινιμαλ οδοιπορικό για μια γυναίκα που ζούσε περιορισμένα και αυστηρά λιτά. Ο στόχος επιτεύχθει.
Όσο τον θαυμάσαμε στο «Η τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε», άλλο τόσο θα εκπλαγούμε από τη συγκλονιστική παρουσία του μπάτλερ, Πιέρ Φρανσέσκο Φαβίνο και βέβαιο θα διεκδικήσει μια υποψηφιότητα στα επερχόμενα Όσκαρ.
Η Αλμπα Ρορβάκερ, μια από τις μεγαλύτερες Ιταλίδες ηθοποιούς της γενιάς της αποτελεί τον τελευταίο κρίκο αυτής της μικρής αλυσίδας έχοντας το ρόλο της οικιακού βοηθού και μια εξαίρετη επιλογή.
Σκηνές της ταινίας έχουν γυριστεί και στην Ελλάδα, ενώ στο καστ συμμετάσχουν και Ελληνίδες ηθοποιοί, όπως η πρωτοεμφανιζόμενη Αγγελίνα Παπαδοπούλου στον ρόλο της Κάλλας σε νεαρή ηλικία και η Λυδία Κονιόρδου στον ρόλο της μητέρας της. Φυσικά τίποτα σπουδαίο. Περάσματα σε άσπρο μαύρο.
Σε ένα εξαίρετο τετ α τετ με την αδελφή της Βαλέρια Γκολίνο θα ειπωθούν πικρές αλήθειες και μια ελπίδα που ποτέ δεν θα ακούσει. Η απόφαση έχει παρθεί.
Τέλος, τα ρούχα που έχουν ραφτεί είναι έργα τέχνης, να τα βάλει το Μέγαρο στις βιτρίνες και να τις χαζεύει ο Θερμαϊκός.
Στα αρνητικά (-) θα προτιμούσα να υπάρχει μεγαλύτερος συναισθηματισμός, καλύτερη ταύτιση ηρωίδας/θεατή και μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση κάποιων κορυφαίων γεγονότων από τη πολύπαθη ζωή της.
Εν ολίγοις (=) μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και ένα στοίχημα της Τζολί που κερδήθηκε.
Βαθμολογία: 7,5/10