Όπου υπάρχουν τάφοι, υπάρχει και Ανάσταση!!!
«Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε ημέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλά σε όποιον δεν γνωρίζει.
… Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο από το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει την βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του. Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις ημέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει. Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής».
Αργοπεθαίνει όποιος… Πάμπλο Νερούντα
Kulturosupakia μου καλωσορίσατε για ακόμα μια φορά στον Οδηγό ΕυΖωή(ι)ας!!
Διανύουμε τη Μεγάλη βδομάδα που θα μας οδηγήσει στην Ανάσταση του Χριστού δηλαδή στην νίκη της ζωής απέναντι στον θάνατο, σύμφωνα με τους χριστιανούς.
Η λέξη ανάσταση προέρχεται από τη λέξη ίσταμαι που σημαίνει στέκομαι και την πρόθεση ανά που σημαίνει ξανά, επομένως η λέξη ανάσταση σημαίνει στέκομαι ξανά, σηκώνομαι και στέκομαι πάλι όρθιος ό,τι και αν έχει συμβεί και ό,τι και αν με έχει ρίξει.
Όσοι εκεί έξω ‘’αργοπεθαίνετε’’ θυμηθείτε ότι μπορεί να σηκωθείτε ξανά και να σταθείτε και πάλι στα πόδια σας αρκεί να το πιστέψετε και να το προσπαθήσετε.
Θυμηθείτε αυτό που τραγουδούσε ο Ζαρατούστρα, στο ομότιτλο βιβλίο του Νίτσε:
«Ναι, είσαι για μένα όλων των τάφων γκρεμιστής: Χαίρε, ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ! Mόνο όπου υπάρχουν τάφοι, υπάρχει και Ανάσταση!».
Η λέξη ανάσταση προέρχεται από τη λέξη ίσταμαι που σημαίνει στέκομαι και την πρόθεση ανά που σημαίνει ξανά, επομένως η λέξη ανάσταση σημαίνει στέκομαι ξανά, σηκώνομαι και στέκομαι πάλι όρθιος ό,τι και αν έχει συμβεί και ό,τι και αν με έχει ρίξει.
Όσοι εκεί έξω ‘’αργοπεθαίνετε’’ θυμηθείτε ότι μπορεί να σηκωθείτε ξανά και να σταθείτε και πάλι στα πόδια σας αρκεί να το πιστέψετε και να το προσπαθήσετε.
Θυμηθείτε αυτό που τραγουδούσε ο Ζαρατούστρα, στο ομότιτλο βιβλίο του Νίτσε:
«Ναι, είσαι για μένα όλων των τάφων γκρεμιστής: Χαίρε, ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ! Mόνο όπου υπάρχουν τάφοι, υπάρχει και Ανάσταση!».
Η επιγραφή στην είσοδο της κολάσεως, από τη “Θεία Κωμωδία”, του Δάντη, έλεγε:
Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε
Σας παραθέτω παρακάτω ένα απόσπασμα από το αριστούργημα του Δάντη..

«Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα, εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,
εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.
Δικαιοσύνη τον Πλάστη μου έχει σπρώξει
κι η Δύναμη μαστόρεψέ με η θεία,
η υπέρτατη Σοφία κι η πρώτη Αγάπη.
Δικαιοσύνη τον Πλάστη μου έχει σπρώξει
κι η Δύναμη μαστόρεψέ με η θεία,
η υπέρτατη Σοφία κι η πρώτη Αγάπη.
Πριν από με δεν ήταν πλάσματα άλλα
παρά αιώνια μοναχά· κι εγώ ‘μαι αιώνια.
Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε».
Τα λόγια αυτά τα σκοτεινά βαμμένα
ξαγνάντεψα γραφτά σε απανωπόρτι.
«Ω δάσκαλε, βαρύ το νόημά τους!»
του λέω, κι αυτός νογώντας με αποκρίθη:
«Εδώ πρεπό ν’ αφήσεις κάθε φόβο,
εδώ κάθε ατολμιά πρεπό να σβήσει!
Φτάσαμε πια στον τόπο που έλεγά σου,
τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα,
που το αγαθό του λογικού ‘χουν χάσει».
Κι ως πίθωσε στο χέρι μου το χέρι,
με πρόσχαρη θωριά που γκάρδιωσέ με,
στη μυστικιά με μπάζει εντός την πλάση.
Εδώ σκουξιές και στεναγμοί και θρήνοι
στον άναστρον αγέρα αχολογούσαν,
που απ’ την αρχή τα κλάματα με πήραν.
παρά αιώνια μοναχά· κι εγώ ‘μαι αιώνια.
Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε».
Τα λόγια αυτά τα σκοτεινά βαμμένα
ξαγνάντεψα γραφτά σε απανωπόρτι.
«Ω δάσκαλε, βαρύ το νόημά τους!»
του λέω, κι αυτός νογώντας με αποκρίθη:
«Εδώ πρεπό ν’ αφήσεις κάθε φόβο,
εδώ κάθε ατολμιά πρεπό να σβήσει!
Φτάσαμε πια στον τόπο που έλεγά σου,
τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα,
που το αγαθό του λογικού ‘χουν χάσει».
Κι ως πίθωσε στο χέρι μου το χέρι,
με πρόσχαρη θωριά που γκάρδιωσέ με,
στη μυστικιά με μπάζει εντός την πλάση.
Εδώ σκουξιές και στεναγμοί και θρήνοι
στον άναστρον αγέρα αχολογούσαν,
που απ’ την αρχή τα κλάματα με πήραν.
Γλώσσες λογής λογής, βαριές βλαστήμιες,
ουρλιάγματα θυμού και λόγια πόνου,
δαρμοί χεριών κι αχνές φωνές ή γαύρες,
σηκώναν χλαλοή που αιώνια γύρα
στον άχρονο, μουντό σβουρίζει αγέρα,
σαν άμμος που στροβίλα στροβιλίζει.
Κι εγώ, την κεφαλή ζωσμένη τρόμο:
«Δάσκαλε, κάνω, τι ‘ναι αυτό που ακούω;
Και ποιοι ‘ναι αυτοί που ο πόνος τόσο λιώνει;»
Κι αυτός: «Την άθλια τούτη ζήση, λέει,
οι θλίβερες ψυχές περνούν εκείνων
που δίχως ατιμιά και δόξα εζήσαν.
Με τον κακό των άγγελων συσμίγουν
χορό που ουδέ πιστοί μηδέ κι αντάρτες
σταθήκαν του Θεού, μόν’ για δικού τους!
Διώχνει τους ο ουρανός μην ασκημίσει
κι ουδέ ο βαθύς τούς δέχεται άδης, κάποια
μην πάρουν κείθε δόξα οι κολασμένοι».
«Ω δάσκαλε, ρωτώ, ποιος μέγας πόνος
τόσο βαριά τους κάνει να θρηνούνε;»
«Κοντολογίς σου το εξηγώ, αποκρίθη·
ελπίδα αυτοί για θάνατο δεν έχουν
και τόσο ταπεινή η τυφλή ζωή τους,
που κάθε ξένο ριζικό ζουλεύουν.
Φήμη γι’ αυτούς στον κόσμο δεν πομένει,
η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν·
μιλιά γι’ αυτούς· μόν’ κοίτα τους και πέρνα!»
Κι εγώ, κοιτώντας, φλάμπουρο ξεκρίνω,
που με γοργάδα τόση στρουφογύρναε,
που εφάνη μου δε σταματάει ποτέ του.
Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο
πυκνός, που απίστευτο μου εφάνη τόσες
να ‘χει ζωές ο χάρος θερισμένες.
Σα μερικούς ξεχώρισα στο ασκέρι,
είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου
που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι!
Κι ευτύς βαθιά κατάλαβα και βρήκα,
το τιποτένιο ετούτοι ψυχολόι,
σιχαμερό στο Θεό και στους οχτρούς του.
Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν,
ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν
αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες.
Το πρόσωπό τους μ’ αίμα χαρακώναν,
που, ανάκατο με κλάματα, βρωμιάροι
στα πόδια τους το μάζωναν σκουλήκοι.
Κι ως έριξα πιο πέρα τη ματιά μου,
πλήθος στον όχτο ποταμού μεγάλου
τηρώ και κράζω: «Δάσκαλέ μου, στέρξε
και μάθε μου ποιοι να ‘ν’ και ποιος ο νόμος
που τόσο να περάσουν λαχταρίζουν,
καθώς στο μουχρωμένο φως ξεκρίνω».
Κι αυτός: «Το λόγο θα τον νιώσεις, είπε,
τα βήματά μας όντας πια σταθούνε
στου αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο».
Με ντροπαλά, σκυφτά τα μάτια τότε,
μην τον βαρύνει ο λόγος μου, δειλιώντας
ως το ποτάμι τη μιλιά κρατούσα.
Και να, σε βάρκα κατά μας κινήθη
με τις παλιές, ολάσπρες τρίχες γέρος
κι έσκουζε: «Αλί, ψυχές αφορεσμένες!
ποτέ σας ουρανό να μην ελπίσετε!
Στον άλλον έρχουμαι όχτο να σας πάω,
στο αιώνιο σκότος, στη φωτιά, στον πάγο!
Και συ, που ζωντανή ψυχή κατέβεις,
ξεμάκρυνε από αυτούς τους πεθαμένους!»
Μα ως είδε πως δε σάλευα, μου κράζει:
«Από άλλη στράτα, απ’ άλλα εσύ λιμάνια,
γιαλό θα φτάσεις κι όχι εδώ για διάβα·
λαφρότερο ταιριάζει σου καράβι».
Γυρνά ο μπροστάρης: «Χάρο, μην αγριεύεις,
τέτοια η βουλή ψηλά των που μπορούνε
τέτοια που θεν, και μη ζητάς πιο πέρα!»
Πραγάλιασαν οι μαλλιαρές μασέλες
του ναύλερου του χλεμπονιάρη βάλτου,
με τους φλεγόμενους τροχούς στα μάτια.
Μα οι ολόγυμνες ψυχές οι κουρασμένες
αλλάξαν χρώμα κι έτριξαν τα δόντια,
τ’ άσπλαχνα ευτύς τα λόγια ως εγρικήξαν.
Βλαστήμουν το Θεό και τους γονιούς τους,
το σόι του ανθρώπου, τον καιρό, τον τόπο,
πατέρων τους και πρόγονων το σπόρο.
Κι ευτύς σωροβολιές αποτραβιούνται,
θρηνώντας βογκερά στο μαύρον όχτο,
που προσδοκάει τον που Θεό δεν τρέμει.
Και δαίμονας με μάτια αθράκια ο Χάρος
τους έγνεφε και τις περμάζωνε όλες
και κάθε οκνό με το κουπί του εχτύπα.
Ως πέφτουν το χινόπωρο τα φύλλα
το ένα με τ’ άλλο, ωσότου το κλωνάρι
πίσω στη γης το ντύμα του όλο δώσει,
όμοια του Αδάμ ο κακόσπορος, πέφταν
ψυχή ψυχή, απ’ τον όχτο μες στη βάρκα,
γνεφάτα ως τα πουλιά υπακούν στον κράχτη.
Έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν
και πριν αντίπερα να πιάσουν, νέο
στον πρώτο όχτο ανασμαριάει κοπάδι.
«Γιε μου, μ’ ευγένεια ο δάσκαλός μου κρένει,
όσοι σε οργή πεθαίνουν του Κυρίου
κατασταλάζουν δω από κάθε τόπο
και πρόθυμα διαβαίνουν το ποτάμι,
τι τόσο η θεία κεντά τους δικαιοσύνη,
που ο φόβος τους σε πεθυμιά γυρίζει.
Καλή ποτέ ψυχή δε διάβη εδώθε,
κι αν σε μαλώνει ο Χάρος, τώρα νιώθεις
τι νόημα που τα λόγια του κρατούνε».
Είπε, κι ευτύς ο βουρκωμένος κάμπος
με τόσο βρούχος σείστη που απ’ τον τρόμο
μ’ ιδρώτα η μνήμη ακόμα με μουσκεύει.
Έβγαλε η δακρυσμένη γης αγέρα
κι άστραψε εντός του πορφυρή μια λάμψη
που κάθε μέσα μου αίστηση νικήθη·
και σαν υπνοκρουσμένος πέφτω χάμω.
ουρλιάγματα θυμού και λόγια πόνου,
δαρμοί χεριών κι αχνές φωνές ή γαύρες,
σηκώναν χλαλοή που αιώνια γύρα
στον άχρονο, μουντό σβουρίζει αγέρα,
σαν άμμος που στροβίλα στροβιλίζει.
Κι εγώ, την κεφαλή ζωσμένη τρόμο:
«Δάσκαλε, κάνω, τι ‘ναι αυτό που ακούω;
Και ποιοι ‘ναι αυτοί που ο πόνος τόσο λιώνει;»
Κι αυτός: «Την άθλια τούτη ζήση, λέει,
οι θλίβερες ψυχές περνούν εκείνων
που δίχως ατιμιά και δόξα εζήσαν.
Με τον κακό των άγγελων συσμίγουν
χορό που ουδέ πιστοί μηδέ κι αντάρτες
σταθήκαν του Θεού, μόν’ για δικού τους!
Διώχνει τους ο ουρανός μην ασκημίσει
κι ουδέ ο βαθύς τούς δέχεται άδης, κάποια
μην πάρουν κείθε δόξα οι κολασμένοι».
«Ω δάσκαλε, ρωτώ, ποιος μέγας πόνος
τόσο βαριά τους κάνει να θρηνούνε;»
«Κοντολογίς σου το εξηγώ, αποκρίθη·
ελπίδα αυτοί για θάνατο δεν έχουν
και τόσο ταπεινή η τυφλή ζωή τους,
που κάθε ξένο ριζικό ζουλεύουν.
Φήμη γι’ αυτούς στον κόσμο δεν πομένει,
η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν·
μιλιά γι’ αυτούς· μόν’ κοίτα τους και πέρνα!»
Κι εγώ, κοιτώντας, φλάμπουρο ξεκρίνω,
που με γοργάδα τόση στρουφογύρναε,
που εφάνη μου δε σταματάει ποτέ του.
Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο
πυκνός, που απίστευτο μου εφάνη τόσες
να ‘χει ζωές ο χάρος θερισμένες.
Σα μερικούς ξεχώρισα στο ασκέρι,
είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου
που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι!
Κι ευτύς βαθιά κατάλαβα και βρήκα,
το τιποτένιο ετούτοι ψυχολόι,
σιχαμερό στο Θεό και στους οχτρούς του.
Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν,
ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν
αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες.
Το πρόσωπό τους μ’ αίμα χαρακώναν,
που, ανάκατο με κλάματα, βρωμιάροι
στα πόδια τους το μάζωναν σκουλήκοι.
Κι ως έριξα πιο πέρα τη ματιά μου,
πλήθος στον όχτο ποταμού μεγάλου
τηρώ και κράζω: «Δάσκαλέ μου, στέρξε
και μάθε μου ποιοι να ‘ν’ και ποιος ο νόμος
που τόσο να περάσουν λαχταρίζουν,
καθώς στο μουχρωμένο φως ξεκρίνω».
Κι αυτός: «Το λόγο θα τον νιώσεις, είπε,
τα βήματά μας όντας πια σταθούνε
στου αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο».
Με ντροπαλά, σκυφτά τα μάτια τότε,
μην τον βαρύνει ο λόγος μου, δειλιώντας
ως το ποτάμι τη μιλιά κρατούσα.
Και να, σε βάρκα κατά μας κινήθη
με τις παλιές, ολάσπρες τρίχες γέρος
κι έσκουζε: «Αλί, ψυχές αφορεσμένες!
ποτέ σας ουρανό να μην ελπίσετε!
Στον άλλον έρχουμαι όχτο να σας πάω,
στο αιώνιο σκότος, στη φωτιά, στον πάγο!
Και συ, που ζωντανή ψυχή κατέβεις,
ξεμάκρυνε από αυτούς τους πεθαμένους!»
Μα ως είδε πως δε σάλευα, μου κράζει:
«Από άλλη στράτα, απ’ άλλα εσύ λιμάνια,
γιαλό θα φτάσεις κι όχι εδώ για διάβα·
λαφρότερο ταιριάζει σου καράβι».
Γυρνά ο μπροστάρης: «Χάρο, μην αγριεύεις,
τέτοια η βουλή ψηλά των που μπορούνε
τέτοια που θεν, και μη ζητάς πιο πέρα!»
Πραγάλιασαν οι μαλλιαρές μασέλες
του ναύλερου του χλεμπονιάρη βάλτου,
με τους φλεγόμενους τροχούς στα μάτια.
Μα οι ολόγυμνες ψυχές οι κουρασμένες
αλλάξαν χρώμα κι έτριξαν τα δόντια,
τ’ άσπλαχνα ευτύς τα λόγια ως εγρικήξαν.
Βλαστήμουν το Θεό και τους γονιούς τους,
το σόι του ανθρώπου, τον καιρό, τον τόπο,
πατέρων τους και πρόγονων το σπόρο.
Κι ευτύς σωροβολιές αποτραβιούνται,
θρηνώντας βογκερά στο μαύρον όχτο,
που προσδοκάει τον που Θεό δεν τρέμει.
Και δαίμονας με μάτια αθράκια ο Χάρος
τους έγνεφε και τις περμάζωνε όλες
και κάθε οκνό με το κουπί του εχτύπα.
Ως πέφτουν το χινόπωρο τα φύλλα
το ένα με τ’ άλλο, ωσότου το κλωνάρι
πίσω στη γης το ντύμα του όλο δώσει,
όμοια του Αδάμ ο κακόσπορος, πέφταν
ψυχή ψυχή, απ’ τον όχτο μες στη βάρκα,
γνεφάτα ως τα πουλιά υπακούν στον κράχτη.
Έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν
και πριν αντίπερα να πιάσουν, νέο
στον πρώτο όχτο ανασμαριάει κοπάδι.
«Γιε μου, μ’ ευγένεια ο δάσκαλός μου κρένει,
όσοι σε οργή πεθαίνουν του Κυρίου
κατασταλάζουν δω από κάθε τόπο
και πρόθυμα διαβαίνουν το ποτάμι,
τι τόσο η θεία κεντά τους δικαιοσύνη,
που ο φόβος τους σε πεθυμιά γυρίζει.
Καλή ποτέ ψυχή δε διάβη εδώθε,
κι αν σε μαλώνει ο Χάρος, τώρα νιώθεις
τι νόημα που τα λόγια του κρατούνε».
Είπε, κι ευτύς ο βουρκωμένος κάμπος
με τόσο βρούχος σείστη που απ’ τον τρόμο
μ’ ιδρώτα η μνήμη ακόμα με μουσκεύει.
Έβγαλε η δακρυσμένη γης αγέρα
κι άστραψε εντός του πορφυρή μια λάμψη
που κάθε μέσα μου αίστηση νικήθη·
και σαν υπνοκρουσμένος πέφτω χάμω.
μτφ. Νίκος Καζαντζάκης
Θα κλείσω το σημερινό κείμενο με τα λόγια του Καζαντζάκη γι’ αυτό το σπουδαίο έργο:
«Έβαλε τάξη και μέσα στην ψυχή μας. Κολασμένος, Αγωνιστής, Λυτρωμένος, να τα τρία πατώματα του τέλειου ανθρώπου. Ένα από αυτά τα τρία να λείψει -και του Κολασμένου ακόμα, προπάντων του Κολασμένου- ο άνθρωπος είναι μισερός».
Η δική σας,
Ζωούλα
Φωτογραφικό υλικό