Συνέντευξη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ

Οι Τρωάδες, η μόνη σωζόμενη τραγωδία της ευριπίδειας τριλογίας για τον Τρωικό Πόλεμο, διδάχτηκε το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια. Το έργο γράφτηκε λίγο μετά την καταστροφή της Μήλου το 416 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι, με απάνθρωπη βιαιότητα, σκότωσαν όλους τους ενήλικες άντρες της Μήλου και πούλησαν για δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά.
Τη μουσική της παράστασης υπογράφει ο διεθνώς καταξιωμένος σολίστ και συνθέτης Στέφανος Κορκολής, ο οποίος θα παίζει πιάνο επί σκηνής κατά τη διάρκεια των παραστάσεων που θα δοθούν στη Θεσσαλονίκη και στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Συνέντευξη του διεθνούς καταξιωμένου σολίστ Στέφανου Κορκολή στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα

Ε.Π.: Η μουσική ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του αρχαίου δράματος. Βρισκόταν στον πυρήνα κάθε παράστασης, όπου απαγγελία, μουσική και τραγούδι αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Πώς αποφασίσατε να επιμεληθείτε τη μουσική του συγκεκριμένου έργου;
Σ.Κ.: Καταρχάς, θα ήθελα να σας πω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που γράφω για αρχαία τραγωδία. Πριν από τρία χρόνια έχω γράψει τις Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία και πάλι του Χρήστου Σουγάρη. Η συγκεκριμένη παράσταση δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας και στην ουσία ήταν μια παραγωγή χωρίς παραγωγό. Στην περίπτωση λοιπόν των Βακχών, πάλι σε μετάφραση του Θόδωρου Στεφανόπουλου, ήταν τέτοια η υφή του έργου και τέτοιος ο λόγος της μετάφρασης όπου «σχετικά εύκολα» μπόρεσα και μελοποίησα πολλά από τα χορικά με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Εκεί μάλιστα, στο Ηρώδειο έπαιξα και εγώ ζωντανά τη μουσική μου.
Ε.Π.: Είπατε ότι η παράσταση Βάκχες δημιουργήθηκε χωρίς παραγωγό, πώς τα καταφέρατε;
Σ.Κ.: Η περίοδος της πανδημίας ήταν ιδιαίτερα «στείρα» ως προς οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Αυτό μας ώθησε να μαζευτούμε άνθρωποι του ίδιου χώρου και να δημιουργήσουμε τη συγκεκριμένη παράσταση. Και μάλιστα το αποτέλεσμα μας δικαίωσε γιατί μόλις άνοιξαν λίγο τα πράγματα μας ήρθε πρόταση από το Ηρώδειο και το παρουσιάσαμε εκεί με πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία.
Ε.Π.: Έχετε συνθέσει και στο παρελθόν μουσική για θέατρο…
Σ.Κ.: Ναι, βέβαια… «Το μαγαζάκι στη γωνία» με το Σπύρο Παπαδόπουλο, τον «Δον Κιχώτη» με το Σταύρο Τσακίρη, «Ο δρόμος περνά από μέσα» του Ιάκωβου Καμπανέλη, τα μιούζικαλ «Η αυλή των θαυμάτων» και «Σκρουτζ»,τις «Βάκχες» και τώρα τις«Τρωάδες».

Ε.Π.: Με τον Χρήστο Σουγάρη έχετε ξανά συνεργαστεί;
Σ.Κ.: Κάναμε τις παραστάσεις «Ο δρόμος περνά από μέσα», «Βάκχες», τα μιούζικαλ «Η αυλή των θαυμάτων» και «Σκρουτζ» και τώρα «Τρωάδες». Η φιλία μου με το Χρήστο φαίνεται να αντέχει στο χρόνο, με βασικά χαρακτηριστικά της την αγάπη και το σεβασμό. Όλη η ομάδα βέβαια είναι καταπληκτική!
Ε.Π.: Στις Τρωάδες λοιπόν, πώς συνθέσατε τη μουσική;
Σ.Κ.: Στην περίπτωση των Τρωάδων η σκέψη μας με το Χρήστο Σουγάρη ήταν θα έλεγα πρωτότυπη. Δε θελήσαμε να μελοποιήσουμε χορικά, όπως είθισται αλλά η μουσική να πάρει ένα έξτρα ρόλο στο έργο, ο οποίος δεν είναι συνοδευτικός αλλά ένας ρόλος που ουσιαστικά επενδύει και διογκώνει τα συναισθήματα. Άρα λοιπόν η μουσική ουσιαστικά είναι ένας «επιπλέον ρόλος» όπου συμμετέχει στην τραγωδία σαν ανεξάρτητο κομμάτι αλλά και σαφώς συνδεδεμένο με τους κύριους λόγους, τους πρωταγωνιστές.
Ε.Π.: Πως συνοδεύει η μουσική την παράσταση; Τι θα δούμε ή μάλλον τι θα ακούσουμε;
Σ.Κ.: Το πιάνο είναι αυτό που συνοδεύει τη μουσική. Το μόνο που έχει μελοποιηθεί από κείμενο είναι κάποια μέρη από την πρώτη εμφάνιση της Κασσάνδρας με τη Μαρία Διακοπαναγιώτου.
Ε.Π.: Πώς επιλέξατε τα κομμάτια του έργου που μελοποιήθηκαν;
Σ.Κ.: Η ανάγκη που μου δημιουργήθηκε μελετώντας πολύ βαθιά το κείμενο στο να μελοποιήσω λόγο ήταν μόνο στο συγκεκριμένο κομμάτι. Στα άλλα μέρη ήθελα να υπάρχει η απουσία του μελοποιημένου λόγου.. Έτσι το έχω εισπράξει από το έργο, είναι ένα έργο βουβό, γιατί ο πόνος είναι βουβός, χωρίς έξαρση, με τρόμο, παγωμάρα, αγωνία στο «Τι θα γίνουμε;».. Όλο αυτό προσωπικά δεν μπορώ να το σκεφτώ με τραγούδι και σαν δημιουργό θα με ξένιζε πολύ να χρησιμοποιούσα τον όρο «τραγουδάμε» στο συγκεκριμένο κείμενο.
Ε.Π.: Πώς λειτουργεί η μουσική στις εναλλαγές στον ψυχισμό της Εκάβης και των άλλων προσώπων;
Σ.Κ.: Η μουσική λειτουργεί και ανεξάρτητα. Δεν συνοδεύει απλά το κείμενο, δε λειτουργεί για να τονίσει ή να υπερτονίσει τα δρώμενα της σκηνής. Έχει ένα δικό της ρόλο. Δεν μπαίνει στα χορικά και αυτό αποτελεί πρωτοτυπία. Προσωπικά πιστεύω ότι κάποια έργα δεν επιδέχονται μελοποίηση… ενώ αντίθετα, υπάρχουν έργα που σου ζητούν να μελοποιήσεις κάποια χορικά. Στο συγκεκριμένο έργο όπως είπα και προηγουμένως ο τρόμος και ο πόνος είναι βουβός και αυτό είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά, ένα από τα στοιχεία που διηγείται η συγκεκριμένη τραγωδία. Κάποιος θα μπορούσε να προτείνει ίσως ένα μοιρολόι, αλλά αυτό θα ήταν η εύκολη λύση.

Ε.Π.: Αυτό όμως αποτελεί ένα είδος νεωτερισμού εάν μπορούμε να το πούμε έτσι…
Σ.Κ.: Την απουσία της μελοποίησης κειμένου δε το θεωρώ νεωτερισμό αλλά μια προσωπική μου οπτική σε σχέση με το σεβασμό μου ως προς το συγκεκριμένο κείμενο και αυτό μας βρίσκει σύμφωνους με το Χρήστο Σουγάρη από το ξεκίνημα της προετοιμασίας μας
Ε.Π.: Η μελοποίηση της παράστασης, η δική σας σύνθεση πατάει σε προγενέστερες φόρμες;
Σ.Κ.: Με το κάνεις απλά μια απομίμηση με τον τρόπο που παιζόταν στο παρελθόν οι παραστάσεις αυτές, ένα αντίγραφο αρχαιοελληνικής κατάστασης, δε δηλώνει και το πόσο επίκαιρο είναι ένα έργο. Κατά τη γνώμη μου είναι σαν να ακυρώνεις όλη τη δύναμη του συγγραφέα του οποίου ο σκοπός ήταν το κείμενο να παραμείνει, όπως και μαζί με άλλα μεγάλα αρχαία κείμεναμέσα στο χρόνο, γιατί είναι τόσο αληθινά και ευφάνταστα και τόσο σπουδαία… Από την άλλη όμως δε θα πρέπει να γίνονται παράταιρες υπερβάσεις γιατί συναντάμε και τέτοιες επεξεργασίες. Οι νεωτερισμοί είναι καμιά φορά επίφοβοι, θα πρέπει να γίνονται με πάρα πολύ σοφία. Σεβασμός στο κείμενο λοιπόν..
Ε.Π.: Ποια λοιπόν χαρακτηριστικά έχει η μουσική σύνθεση του έργου;
Σ.Κ.: Η μουσική μου είναι ένας νεορομαντισμός με πολύ έντονα μινιμαλιστικά στοιχεία. Ουσιαστικά το βασικό θέμα είναι ένα, το οποίο παραλλάσσεται, προσθέτει ή πηγαίνει παράλληλα με τα συναισθήματα των ηθοποιών. Είναι δηλαδή μια παράλληλη δράση ή αντίθετα εκεί που περιμένεις να υπάρχει πάρα πολύ μουσική, να υπάρχει σιωπή. Άλλωστε είμαι υπέρ της φράσης που είχε πει ο Μπετόβεν ότι και οι παύσεις είναι μουσική. Η μουσική της παράστασης είναι χαμηλόφωνη, δεν έχει εξάρσεις γιατί όπως σας είπα ο πόνος είναι βουβός. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση ως προς το κομμάτι της μουσικής αλλά και της σκηνοθεσίας από την πλευρά του Χρήστου, ως προς τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι μινιμαλιστικά. Γιατί σε ένα τόσο σπουδαίο έργο, ό,τι και να του προσθέσεις μάλλον κακό του κάνεις, το έργο από μόνο του τα λέει όλα. Έτσι λοιπόν, πάνω σε αυτή τη βάση πορεύτηκα και εγώ με τη μουσική μου.
Ε.Π.: Συναντήσατε δυσκολίες στο να δέσετε το κείμενο με τη μουσική;
Σ.Κ.:Η μετάφραση του Θόδωρου Στεφανόπουλου είναι εξαιρετική και πάρα πολύ κοντά στο αρχαίο κείμενο του Ευριπίδη. Στην ουσία είναι πάνω στο κείμενο, έχει επιλέξει την κάθε λέξη με απίστευτη προσοχή για να μην προδώσει το κείμενο. Δεν μπορώ λοιπόν εγώ ως συνθέτης να πατήσω με τη μουσική μου πάνω σε αυτό το κείμενο..γι’ αυτό και θεωρώ ότι η μουσική μου πρέπει να έχει τον ανεξάρτητό της ρόλο και αυτό θα δώσει και τη συγκίνηση, θα τονώσει συναισθηματικά κάποιες καταστάσεις και θα γεμίσει συναισθήματα και το κοινό. Κάθε κομμάτι το έχω δουλέψει πάρα πολύ για να φτάσω στο σημείο που ήθελα, ακόμη και στις ηχογραφήσεις.
Ε.Π.: Στην ουσία είναι διπλός ο ρόλος σας στην παράσταση…
Σ.Κ.: Ακριβώς, έχω δύο ρόλους.. Από τη μια σαν σολίστας, σαν πιανίστας πρέπει να ανταγωνιστώ τον εαυτό μου που είναι ο συνθέτης. Ήμουν πάρα πολύ απαιτητικός με τον εαυτό μου, και πράγματι δεν είναι πολλές οι φορές που έχω υπάρξει τόσο απαιτητικός. Διότι, γράφοντας τις παρτιτούρες, βάζοντας τις στο πιάνο και ξεκινώντας την ηχογράφηση δούλεψα πάρα πολύ την κάθε λεπτομέρεια, γιατί κάθε νότα έχει μπει εκεί για κάποιο λόγο… Με γοητεύει πάρα πολύ να γράφω μουσική για θέατρο και ειλικρινά εύχομαι να μπορούσα να κάνω μόνο αυτό.. Δυστυχώς όμως στη χώρα μας δεν μπορείς να κάνεις μόνο τα «θέλω σου» γενικότερα γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να πορευτείς έτσι..
Ε.Π.: Τι σας συγκίνησε ιδιαίτερα στο έργο;
Σ.Κ.: Οι Τρωάδες για μένα είναι ίσως το κορυφαίο έργο του Ευριπίδη. Με συγκινεί ιδιαίτερα γιατί περιέχει τον πόνο, το σπαραγμό, το κλάμα ακόμη και τη δύναμη… δεν είναι δύσκολο να περιγραφεί αυτό το έργο γιατί απλά είναι σπουδαίο, είναι ένα συγκλονιστικό έργο.
Ε.Π.: Είναι επίκαιρο; Ακουμπά το σήμερα;
Σ.Κ.: Το συγκεκριμένο έργο είναι ένα έργο πάρα πολύ σύγχρονο δυστυχώς, με την έννοια ότι αυτά τα οποία διηγείται ο Ευριπίδης συμβαίνουν ακόμη και σήμερα και πολύ φοβάμαι ότι θα συνεχίσουν να συμβαίνουν για πάρα πολλά χρόνια. Ο διωγμός, ο πόλεμος, η σκλαβιά, η μετανάστευση, όλα αυτά είναι αναπόσπαστα κομμάτια του σημερινού μας γίγνεσθαι και δυστυχώς σύγχρονα.
Ε.Π.: Πώς νιώθετε που θα παίξετε στην Επίδαυρο;
Σ.Κ.: Η Επίδαυρος για μένα έχει μεγάλη σημασία.. Νιώθω δέος που θα παίξω σε αυτό τον ιερό χώρο, που θα βρεθώ εκεί με το πιάνο μου αντιμέτωπος με έναν ιερό τόπο, σε ένα ιερό, θα τολμούσα να πω κείμενο και με μία απίστευτη ευθύνη να περάσουμε στο κοινό όλα τα συναισθήματα που γεννήσαμε και εγώ σαν μουσικός αλλά και ο Χρήστος ως σκηνοθέτης. Άλλωστε στην Επίδαυρο δεν υπάρχουνε μουσικές παραστάσεις, δεν είναι ένας χώρος που μπορείς να παίξεις σαν μουσικός παρά μόνο κάτω από αυτή την ιδιότητα, δηλαδή μέσα στην παράσταση. Και μάλιστα, σε πολλές παραστάσεις έχει παιχτεί ζωντανά μουσική στην Επίδαυρο αλλά με ένα πιάνο μόνο, δεν νομίζω να έχει ξανά γίνει.
Ε.Π.: Πώς είναι η συνεργασία σας με τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης, με το ΚΘΒΕ;
Σ.Κ.: Όλοι τους είναι εξαιρετικοί και ιδιαίτερα ταλαντούχοι. Με αρκετούς έχουμε ξανά συνεργαστεί και στο παρελθόν, όπως με τον Αντώνη Καφετζόπουλο στο σήριαλ «Σκορπιός». Πραγματικά είναι άνθρωποι που τους σέβομαι για αυτό που κάνουνε. Τι να πω για τη Ρούλα Πατεράκη που ενσαρκώνει την Εκάβη, για τη Μαρία Διακοπαναγιώτου, τη Μαρίζα Τσάρη, το Δημήτρης Πιατάς, τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον Αλέξανδρος Μπουρδούμης, την Κλειώ Δανάη Οθωναίου, τη Λουκία Βασιλείου αλλά και για όλα τα παιδιά που δουλέψαμε σκληρά αλλά με πολύ μεράκι την παράσταση.
Δε θα ήθελα να παραλείψω να εξάρω το επίπεδο του ΚΘΒΕ για το υλικό που έχει, για τους συνεργάτες του. Είναι υψηλοτάτου, πανευρωπαϊκά θα τολμούσα να πω επιπέδου. Επίσης θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ εκτός από το Χρήστο Σουγάρη που είμαστε συνεργάτες τόσα χρόνια, στον Πελτέκη Αστέρη, ο οποίος πραγματικά κάνει πολύ σπουδαία πράγματα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ. Θεωρώ ότι επειδή ο ίδιος είναι τόσο συγκροτημένος, ταλαντούχος και εξαιρετικός σαν άνθρωπος, είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να έχει το ΚΘΒΕ.
.
-Πέμπτη 6 & Παρασκευή 7 Ιουλίου
Θέατρο Δάσους
«Τρωάδες»
ΚΘΒΕ

Σε αναμονή της αναχώρησής τους για την Ελλάδα, οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας θρηνούν για την άλωση της πόλης. Μαζί τους η Εκάβη, που περιμένει την ανακοίνωση για τη δική της μοίρα αλλά έρχεται αντιμέτωπη με απανωτές συμφορές: η Πολυξένη σκοτώνεται στον τάφο του Αχιλλέα και η Ανδρομάχη μαθαίνει την απόφαση των Αχαιών να θανατώσουν τον μικρό της γιο, τον Αστυάνακτα. Την ίδια ώρα, η Κασσάνδρα προμηνύει τις καταστροφές που θα βρουν τους Έλληνες στον δρόμο της επιστροφής.
.
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης. Ερμηνεύουν: Λουκία Βασιλείου, Χαρά Γιώτα, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Αντώνης Καφετζόπουλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Ρούλα Πατεράκη, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Δημήτρης Πιατάς κά.
.
Φωτογραφικό υλικό