«Εικόνων Λέξεις»
– Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
.
.
Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία που απέστειλε ο αναγνώστης μας Ανδρέας Γεβρεξούδης και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις» (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
.
Επεισόδιο δωδέκατο: «Το μπαλκόνι»
Αφιερωμένη στις «μικρές αποκριές» όπως τις έζησε ο καθένας μας.
Πίσω από το καλαίσθητο μπαλκόνι, υπήρχε μόνο τοίχος ήταν αδύνατη με οποιονδήποτε τρόπο η πρόσβαση σε αυτό. Το ζευγάρικάθισε και κοίταξε αρκετή ώρα το περίεργο αυτό αρχιτεκτονικό παράδοξο. Κοιτούσαν το μπαλκόνι, κοιτιόταν και μεταξύ τους. Στο τέλος έβγαλαν το συμπέρασμα πως υπήρχε πόρτα και την έχτισαν, ίσως γιατί δεν υπήρχε λόγος να έχει κανείς πρόσβαση στο μπαλκόνι. Βλέπεις το μπαλκόνια είναι τα μικρά προσωπικά προπύργια των ανθρώπων. Αν το σπίτι είναι το προσωπικό σου «φέουδο», το μπαλκόνι είναι η ασφαλής «εντός των τειχών», περίμετρος για να ατενίζει κανείς τον έξω κόσμο.
Ο Χαραλάμπης και η Τασία ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που πήγαιναν στο εξωτερικό για να γιορτάσουν τις αποκριές. Και επειδή άρεσαν και στους δύο τα μπαλκόνια, συνήθιζαν να τα φωτογραφίζουν. Πιο πολύ τους άρεσε να φωτογραφίζουν τα μπαλκόνια στολισμένα για τις αποκριές. Το μόνο σίγουρο ήταν πως πάντα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι καλά τα μπαλκόνια των άλλων αλλά σαν το δικό τους μπαλκόνι πουθενά. Αν και μικρό, ο Χαραλάμπης το είχε κάνει με πολύ αγάπη για την Τασία, κάγκελο περίτεχνο, είχε και μια γοργόνα στην μέση, να του την θυμίζει. Γοργόνα την ανέβαζε, γοργόνα την κατέβαζε την Τασία. Γνωρίζονταν από τότε που ήταν παιδιά. Παίζανε μαζί στους κοντινούς δρόμους και πήγαιναν μαζί το πρωί στο σχολείο. Και όταν έρχονταν οι αποκριές ήταν το καλύτερό τους. Ντύνονταν και έπαιρναν τους δρόμους σαν σκοτείνιαζε, για να γυρίσουν τα σπίτια και να μαζέψουν μποναμάδες. Τότε τα σπίτια ήταν ανοιχτά, λίγα ήταν τα μάνταλα στις πόρτες, σαν ήταν και γιορτή μέχρι και τα σκυλιά έδεναν οι σπιτονοικοκύρηδες, μήπως τρομάξουν από το ζωντανό τα παιδιά και δεν έρθει ο καρνάβαλος στο σπίτι. Αυτό δεν το είχαν για καλό, ήταν σχεδόν προσβολή για το σπιτικό τους να μην τους επισκεφτούν τα καρναβαλάκια. Αυτά πάλι πήγαιναν και δεν έβγαζαν τσιμουδιά, μόνο μουγκρητά και φασαρία έκαμαν. Ο νοικοκύρης προσπαθούσε να τα αναγνωρίσει και αυτά να μην καταλάβει κανείς ποιος κρύβεται πίσω από το προσωπείο, την μάσκα όπως λέγανε κάποιοι. Τότε η μάσκα έκρυβε πίσω της την αθωότητα, με τον καιρό άλλαξε αυτό και η μάσκα άρχισε να κρύβει την αλήθεια από τον κόσμο. Ήταν μεγάλο παίνεμα να πούνε πως είσαι το καλύτερο καρναβάλι. Όχι βρισιά και απαξίωση.
Ο Χαραλάμπης εκείνο το βράδυ ντύθηκε ναύτης και καθώς ήταν νέος με ωραία εμφάνιση τα κοριτσόπουλα, άλλα ντυμένα «μάγισσα», άλλα «ρεμπετόμαγκας», άλλα «μπαλαρίνες» και ότι άλλο βάζει ο νους σου, σαν τον έβλεπαν γελούσαν κρυφά και μουρμούριζαν μεταξύ τους για την ομορφάδα του. Αυτός όμως δεν είχε μάτια για πουθενά. Με βήμα γοργό ήθελε να φτάσει στην πλατεία που θα άναβαν την μεγάλη φωτιά, όχι για την φωτιά τόσο, όσο για να ανταμώσει την Τασία, η οποία φέτος τον έσκασε από την αγωνία και δεν του είπε τι θα ντυθεί. Φτερά έβγαλε ο Χαραλάμπης, πετούσε, δεν πατούσε το πέλμα του στο πλακόστρωτο του δρόμου. Τον έτρωγε βλέπεις η περιέργεια. Ή έτσι νόμιζε. Σαν έφτασε στην πλατεία οι φλόγες λίκνιζαν τα πορφυρά «κορμιά» τους, πύρινες χορεύτριες της φωτιάς και γύρω της χόρευαν τα καρναβάλια. Μύστες μιας άλλης εποχής ξεχασμένης στο πέρασμα των αιώνων. Και ήταν όλοι μαζί, νέοι, μεσήλικες, παππούδες και παιδιά. Χρώματα και χαρά γινόταν ένα, όλος ο κόσμος εκεί. Όλοι χαρούμενοι, ελεύθεροι, ευτυχισμένοι και αυτοί που είχαν πλούτο στα σπίτια τους και εκείνοι που με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα. Αυτό το βράδυ όλοι ήταν ίσοι και όμοιοί.

Σαν έφτασε ο Χαραλάμπης στάθηκε σε μιαν άκρη μήπως και ξεχωρίσει την Τασία. Του κάκου όμως, ο κόσμος πολύς και η Τασία κρυμμένη από αυτούς. Τότε του ήρθε η φαεινή ιδέα να σκαρφαλώσει στην κολόνα της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Από ψηλά θα έβλεπε καλύτερα. Άρχισε να σκαρφαλώνει, έφτασε δεν έφτασε τα δυο μέτρα και ακούει την φωνή της Τασίας κάτω του. «Μαϊμού ντύθηκες βρε Χαραλάμπη και είπες να το αποδείξεις σκαρφαλώνοντας στην κολώνα;» είπε και χάθηκαν στα γέλια η Τασία με την παρέα της. Γύρισε να δει ο Χαραλάμπης και σαν είδε την Τασία ντυμένη γοργόνα, έχασε την ισορροπία του και να σου στο πάτωμα ο «ναύτης» της στεριάς. Δυο πράγματα κατάλαβε ο νεαρός άντρας εκείνη την στιγμή. Ένα, πως αν σκαρφαλώσεις την κολώνα της ΔΕΗ γεμίζεις πίσσες και πως από δω και πέρα η Τασία έχανε το όνομά της και στο μυαλό και την ψυχή του αναβαφτιζόταν «Γοργόνα». Σηκώθηκε μουτζούρης από την πίσσα. Δεν πήδηξε εκείνο το βράδυ πάνω από την φωτιά ο Χαραλάμπης, δεν τον άφησε η «Γοργόνα» του, την έπιασε φόβος μπας και λαμπαδιάσει με τόση πίσσα πάνω του. «Τι να σε κάνω καμένο Χαραλάμπη, εδώ θα κάτσεις και θα βλέπεις, για να μάθεις άλλη φορά να παριστάνεις τον πίθηκο». Εκείνη όμως πήδηξε πάνω από της φλόγες αρκετές φορές, δείχνοντας έτσι πόσο θάρρος και κουράγιο έκρυβε πίσω από το λεπτεπίλεπτο και όμορφο πρόσωπό της. Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ ο «ναύτης» που όλη τηνύχτα σκεφτόταν την «γοργόνα».
Πέρασαν πολλά χρόνια και κάθε Απόκριες ο Χαραλάμπης ντυνόταν ναύτης και η Τασία γοργόνα. Έκαναν παιδιά, ναυτάκια τα αγόρια, γοργόνες τα κορίτσια στην οικογένεια κάθε που ερχόταν οι αποκριές. Σαν έκαναν σπίτι δικό τους, ο Χαραλάμπης όλα τα μπαλκόνια τα έφτιαξε με ωραίο κάγκελο που στη μέση καμάρωνε μια γοργόνα. Όλα για την Τασία, την «γοργόνα» του. Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν και τους έκαναν εγγονάκια άλλαξαν πολλά. Ένα δεν άλλαξε. Κάθε Απόκριες όλα τα αρσενικά, μικρά, μεγάλα ντυνόταν ναύτες και τα θηλυκά γοργόνες, εκτός από την πιο μικρή εγγόνα, αυτή σε πείσμα της οικογενειακής παράδοσης ήθελε να ντυθεί ότι ο παππούς και η γιαγιά μαζί, έτσι η Τασία της έραψε μια στολή που την είπαν η «γοργόνα- ναύτης» το κάτω μέρος είχε ουρά γοργόνας μέχρι τη μέση και από τη μέση και πάνω το πανωφόρι του ναύτη.
Μεγάλωσαν και τα εγγόνια, κάναν παρέες και καθώς αλλάζουν οι καιροί αποφάσισαν να μην έρχονται τόσο συχνά στους παππούδες. Σαν λέγανε πως θα έρθουν, χαρές και πανηγύρια στο σπίτι της Τασίας και του Χαραλάμπη. Σαν λέγανε πως δεν θα κοπιάσουν, μαύρες πλερέζες κατέβαζαν και οι δυο τους. Είχαν όμως το μπαλκόνι που έβλεπε την θάλασσα. Στεκόταν εκεί, όπως έκαναν όλα τους τα χρόνια και έλεγαν τα δικά τους. Πότε μάλωναν, πότε κοιτιόταν στα μάτια και δεν έλεγαν κουβέντα, πότε καθόταν ο καθένας μόνος του να σκεφτεί πως πέρασαν έτσι τα χρόνια και να ονειρευτεί εκείνη την φωτιά καταμεσής της πλατείας, που εδώ και καιρό δεν άναβε πια. Η πλατεία είχε γίνει κέντρο αναψυχής με καφέ , μπαρ, και μαγαζάκια που πουλούσαν ενθύμια «σουβενίρ» όπως τα έλεγαν οι επισκέπτες και οι τουρίστες.
Σαν δεν έφτανε αυτό, εκείνη την χρονιά για λόγους «ανωτέρας βίας» και «για το κοινό καλό» όπως είπαν και οι ειδήσεις δεν επιτρεπόταν καμιά γιορτή, καμιά συνεύρεση ούτε καν μέσα στα σπίτια. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει κανείς για να πάει οπουδήποτε. Για να φύγει το «κακό», παιδιά δεν έπρεπε να δουν του γονείς, παππούδες τα εγγόνια και εγγόνια τους παππούδες τους. «Μικρό το τίμημα» είπε ο Χαραλάμπης στην γοργόνα του καθώς ετοιμαζόταν να πάει στο σούπερ-μάρκετ, λίγο παραπέρα να πάρει τα απαραίτητα. Βλέπεις την Κυριακή έρχονταν μικρές Απόκριες και αποκριές χωρίς χαλβά σιμιγδαλένιο δεν γινόταν. Άσε που μπορεί ξαφνικά κι ανέλπιστα να άνοιγε η πόρτα και να μπουκάραν σαν παλαβά νύφες, γαμπροί, παιδιά και εγγόνια. Τι θα τράταρε τότε η «γοργόνα», νερό θαλασσινό;

Καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα ο Χαραλάμπης, η Τασία σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να κρεμάσει το λευκό χρυσοκέντητο τραπεζομάντιλο που ήταν χάρισμα της γιαγιάς της να στεγνώσει μιας και το είχε πλύνει από νωρίς. Τα πόδια της δεν βαστούσαν είναι αλήθεια όπως παλιά, έτσι έπιασε μια μικρή απλώστρα και την κρέμασε στο κάγκελο, εκεί στο μικρό μπαλκόνι που τόσο πολύ αγαπούσαν και οι δυο τους. Χτύπησε όμως το τηλέφωνο, ήταν ένα από τα παιδιά που πήρε να ευχηθεί για το τριώδιο. Έπιασαν την κουβέντα και η Τασία ξεχάστηκε. Καθώς γύριζε από τα ψώνια ο Χαραλάμπης το μάτι του έπεσε κατευθείαν στην απλώστρα, που καμάρωνε λες, στο αγαπημένο του μπαλκόνι. Άσε που ένας περαστικός πέρασε το μπαλκόνι για αξιοθέατο και γελώντας το έβγαλε φωτογραφία. Πυρ και μανία ο Χαραλάμπης με το όχι και τόσο ωραίο θέαμα, άνοιξε την πόρτα με θυμό έτοιμος να βάλει τις φωνές στην Τασία. «Καλώς τον ναύτη μου, ήρθες κιόλας;» είπε η Τασία και ο Χαραλάμπης σαν είδε να του χαμογελά η «γοργόνα» του έγινε αλοιφή. Έσκασε ένα χαμόγελο, μα η Τασία τον ήξερε καλύτερα και από τον εαυτό του, πρόσεξε που το βλέμμα του άντρα της στράφηκε προς το μπαλκόνι, κατάλαβε αμέσως τι έγινε και μιας και δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει του είπε γεμάτη σκέρτσο και καμάρι. «Σου έχω μια έκπληξη. Σκέφτηκα μιας και φέτος δεν θα ντυθούμε εμείς καρνάβαλοι να ντύσω μόνο το μπαλκονάκι μας και τι θαρρείς πως σκέφτηκα να το ντύσω;» Χαμογέλασε ο Χαραλάμπης και κάνοντας τον κουτό της απάντησε με ενδιαφέρον και καμάρι για την έξυπνη και τσαούσα γυναίκα του. «Μην μου πεις γοργόνα μου «απλώστρα» θα τρελαθώ, το ίδιο σκέφτηκα και γω αλλά δεν ήθελα να σου το πω γιατί ξέρω πως αγαπάς πολύ το μπαλκονάκι μας και…» δεν είπε τίποτε άλλο πήγε στην κρεβατοκάμαρα που είχε ένα μπαούλο το άνοιξε και γύρισε στην κουζίνα γρήγορα με έναν μπόγο. «Που έχεις μανταλάκια γοργόνα μου;» «Εδώ.» είπε εκείνη και έβγαλε μια χούφτα ξύλινα μανταλάκια από την τσέπη της ποδιάς της. Τα πήρα ο Χαραλάμπης και έτρεξε στο μπαλκόνι. Μετά από λίγο μπήκε στο σαλόνι, την πείρε από το χέρι και με ορμή νέου ανθρώπου την τράβηξε προς τις σκάλες. Σε λίγο βρίσκονταν κάτω στον δρόμο. Στο μπαλκόνι στην απλώστρα ήταν κρεμασμένες οι στολές της γοργόνας και του ναύτη. Όχι οι τωρινές αλλά εκείνες οι πρώτες, αυτή με την πίσσα και η άλλη που έντυνε την απέραντη ομορφιά. Γρήγορα μαζεύτηκε κόσμος από κάτω φορούσαν όλοι μάσκες όχι αυτές που κρύβαν την αθωότητα της ψυχής τους αλλά αυτές που η ανάγκη και ο φόβος επέβαλαν. Γελούσαν όμως όλοι και έδιναν συγχαρητήρια στο ζευγάρι, για την ωραία ιδέα. Τράβηξε και μια φωτογραφία το μπαλκόνι τους ο Χαραλάμπης , όπως έκαμε πάντα.
Το παρελθόν της αθωότητάς τους, γέμισε ελπίδες και δύναμη το πρωτόγνωρο παρόν που προμήνυε ένα αβέβαιο μέλλον.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε Απόκριες, τις μικρές αποκριές. Το φως της ανατολής βρήκε τα μπαλκόνια του τόπου στολισμένα με αποκριάτικες στολές, που κρεμόταν σε σχοινιά και απλώστρες.
«Και του χρόνου μασκαράδες στους δρόμους» φώναξε κάποιος σε ένα μπαλκόνι.
«Αμήν» σκέφτηκαν όλοι και του απάντησαν. Η γιορτή είχε αρχίσει.
Το βράδυ όλοι θα ορκιζόταν πως καταμεσής της πλατείας είδαν τις φλόγες να χορεύουν και την γοργόνα με τον ναύτη πιασμένοι από το χέρι να πηδούν πάνω από την φωτιά.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ 5-3-2021
Ανδρέα Γεβρεξούδη σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
.
Αφιερωμένο σε όλους τους καρνάβαλους της αθωότητας. Καλές Απόκριες.

—
«Εικόνων Λέξεις»:
Η εβδομαδιαία (κάθε Κυριακή) στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια ή περισσότερες εικόνες και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..