.
Γράφει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα.
Νέα, φετινή είσοδος και τούτη, με τη φόρα της ΕΡΤ να εμπλουτίσει (να μπουκώσει για την ακρίβεια) το πρόγραμμά της με μπόλικα σήριαλ «για όλα τα γούστα» μήπως κάποιος μείνει παραπονεμένος και κάτι τέτοιο θα ήταν πλήγμα για το κρατικό κανάλι… οπότε αράδιασε στον πάγκο κάθε λογής πραμάτεια, από τα πιο ακριβά και φίνα υφάσματα μέχρι ρετάλια και τσίτια βήτα διαλογής, ώστε να καλύψει τις προτιμήσεις κάθε πελάτη, που πια δεν θα έχει λόγο να ψάχνει εμπόρευμα σε άλλο μαγαζί, μένοντας σταθερός στο κρατικό σούπερ μάρκετ που τα έχει όλα και συμφέρει! Από τις πιο ποιοτικές σειρές με εξαιρετικές παραγωγές, μέχρι σαπουνόπερες της πλάκας, φωσκολικά δράματα, αδιάφορες κωμωδίες και πάει λέγοντας…
.
Στην τελευταία κατηγορία τύπου «κομεντί», εντάσσεται το φετινό σήριαλ «Κι όμως είμαι ακόμα εδώ», με πρωταγωνιστές το ζεύγος Τσιμιτσέλη- Γερονικολού…

Ένα σενάριο βασισμένο σε μια κοινότυπη ιδέα πολλάκις αξιοποιημένη που συνοψίζεται στο «πώς αντιδρά κάποιος όταν μαθαίνει ότι του μένουν λίγοι μήνες ζωής»…ένα τραγικό φυσικά υπόβαθρο, που ωστόσο έχει εμπνεύσει διαφορετικές πλοκές, καθώς προσφέρεται ιδανικά για άκρως ενδιαφέρουσα ψυχολογική προσέγγιση από ποικίλες κι απρόβλεπτες οπτικές… Εδώ πρόκειται για μια νέα κοπέλα (Γερονικολού), υστερική με αρρώστιες και μικρόβια, που από μπέρδεμα στις εξετάσεις της μαθαίνει ότι πάσχει από θανατηφόρα κληρονομική αρρώστια- εξ αιτίας της οποίας έχασε μάνα και γιαγιά- και της μένουν μόνο έξη μήνες ζωής. Γεγονός που προκαλεί απόλυτη ανατροπή τόσο στον χαρακτήρα όσο και στη ζωή της, αποφασίζοντας να αποβάλλει όλες τις φοβίες της και να προλάβει να ζήσει στο εξάμηνο όσα ονειρεύτηκε… Στα σχέδια της εμπλέκονται πρωτίστως ο γιατρός που την παρακολουθεί (Τσιμιτσέλης), διότι είπαμε φέτος η ιατρική θεματολογία δίνει ρέστα και ένας ευρύς οικογενειακός- φιλικός περίγυρος εκατέρωθεν…

Στην προκειμένη περίπτωση η τραγική βάση επιλέχθηκε ως αφετηρία κωμωδίας με την κεντρική ηρωίδα να βιώνει αλλοπρόσαλλες έως εξωπραγματικές ή τραγελαφικές καταστάσεις, ενώ η κωμικότητα (λέμε τώρα) προκύπτει κατά βάση από τις απρόβλεπτες αντιδράσεις της «μελλοθάνατης», που όλως παραδόξως από ακραία αρρωστοφοβική, υστερική, γραφικά υποχόνδρια, μεταλλάσσεται ακαριαία σε «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» μέσα στην τρελή χαρά, καταφεύγοντας σε ό,τι πιο κουλό κατεβάζει η φαντασία της, προκειμένου να απολαύσει το τελευταίο της εξάμηνο στον μάταιο τούτο κόσμο, αλλά και να τακτοποιήσει λογής εκκρεμότητες από μια μακροσκελή λίστα, πριν την αποδημία… εννοείται ότι στο διάβα της σαν σίφουνας αναστατώνει το σύμπαν, χωρίς βέβαια να παραλείπει το πικρό χιούμορ και κάποιες σκόρπιες πινελιές «συγκίνησης», για να μη ξεχνάμε μέσα στον παραπλανητικό ορυμαγδό την δραματική αφετηρία, ενώ εκ παραλλήλου από πλευράς γιατρού εξελίσσονται άλλα άσχετα τραγελαφικά με ελάχιστη αληθοφάνεια…

Οπωσδήποτε παρουσιάζει ενδιαφέρον η κωμική προσέγγιση ενός τραγικού γεγονότος ως απρόβλεπτο οξύμωρο, λειτουργώντας σαν ξόρκι στο ψυχοπλάκωμα ή σαν έξυπνο ανατρεπτικό εύρημα… αρκεί να θυμηθούμε πχ. την υπέροχη ταινία «Οι Άθικτοι», όπου με βαθιά ψαγμένο, ευφυές και λεπτοδουλεμένο χιούμορ πάνω στο θέμα της αναπηρίας, κατάφερε όχι απλά να ενισχύσει την ευαισθησία αντί να την αποδομήσει σε μια ριψοκίνδυνη «ακροβατική» ισορροπία, αλλά να συγκινήσει βαθύτατα και ουσιαστικά, σε σημείο η ταινία να εντυπωθεί ανεξίτηλα με φωτεινά χρώματα, παρά το θλιβερό της υπόβαθρο! Βέβαια επρόκειτο για αληθινή ιστορία, αλλά είναι γεγονός ότι δυνατές εμπνεύσεις και ευτυχείς συγκυρίες δεν προκύπτουν κάθε μέρα και το παρόν σήριαλ πέρασε… έτη φωτός αλάργα από αυτά! Διότι πραγματεύεται το βαρύ ψυχολογικό θέμα του με ελαφράδα τύπου σαχλαμάρας, με φαρσοειδείς γκροτέσκο καταστάσεις, με υπερβολές ανερμήνευτες, με μια σύγχυση παλινδρόμησης μεταξύ γελοία κωμικού- ψεύτικού δραματικού,, με μια επαναληπτική, βαρετή «μανιέρα» στις ατάκες και κυρίως με δυο πρωταγωνιστές που είναι «όλα τα λεφτά» για την υποκριτική τους… ανικανότητα και αναφέρομαι στο ζεύγος της συμφοράς Τσιμιτσέλης – Γερονικολού!
Οι οποίοι παρά ταύτα, φιγουράρουν μόνιμα δεξιά κι αριστερά, σε σήριαλ και παραστάσεις, γιατί κατά πώς φαίνεται οι παραγωγοί αδυνατούν να βρουν ταλέντα ανάλογου βεληνεκούς, οπότε μοιραία πέφτουν στην ανάγκη τους, πλειοδοτώντας ποιος θα αποκτήσει τα σπάνια κελεπούρια – άσχετα που το κοινό μπούχτισε να βλέπει τη φάτσα τους και μεγάλη μερίδα υπομένει με μεγάλο κόπο το… αβάσταχτο «ταλέντο» τους! Ειδικά για τον παλιότερο Τσιμιτσέλη-μαϊντανό με μόνιμο στασίδι στα σήριαλ ανελλιπώς κάθε σεζόν, που εξελίσσεται στον νούμερο δύο «Μπέζο των καναλιών», πέρα από θέατρο και ταινίες βεβαίως, γιατί είπαμε τέτοιο δυσεύρετο ταλέντο δεν το αφήνεις για κανένα λόγο ανεκμετάλλευτοόσο ζει και αναπνέει!

Πληρώνεις όσο- όσο, τάζεις γη και ουρανό να το αποκτήσεις ώστε να προσφέρει γενναιόδωρα στον κόσμο το θαυματουργό του χάρισμα! Το οποίο χάρισμα ουδόλως διαφέρει από αυτό του… αγγουριού, χωρίς όμως τη δροσιά και τις όποιες ευεργετικές ιδιότητες (πχ διουρητικές) του συμπαθούς ζαρζαβατικού… Κατά τα άλλα, όσον αφορά στην ακαμψία, την ανοστιά, την παγωμάρα, τη μη χρηστικότητα στη μαγειρική, την αδιάφορη παρουσία όπου μόνο η χωριάτικη θα καταλάβει την έλλειψη και αν… τάλε κουάλε!
.

.
Μιλάμε για ηθοποιό τόσο ψυχρό, ανέκφραστο, άκαμπτο, που αν τον βάλεις στο muteκλείνοντας τον ήχο και παρακολουθώντας τον να ανοιγοκλείνει το στόμα και να κινείται, ανάθεμα αν καταλάβεις τί διάολο παίζει… αν πρόκειται για δράμα ή κωμωδία, αν οι ατάκες βγάζουν γέλιο ή συγκίνηση, αν τα αισθήματα υπαγορεύουν χαρά ή πόνο ή οργή ή έκπληξη κλπ., καθότι στη φάτσα και το σώμα του τα πάντα όλα αποδίδονται ισοπεδωμένα, σαν καρδιογράφημα πεθαμένου! Οτιδήποτε κι αν βιώνει ή νιώθει ο ήρωας, αφήνει τον «ταλαντούχο» ερμηνευτή παγερά αδιάφορο, ακολουθώντας τη σίγουρη μανιέρα του «από μακριά κι αγαπημένοι, σιγά μη κάτσω να συμπάσχω με τον κάθε τυχάρπαστο που υποδύομαι»! Κάτι που πέρα από έξυπνο, ξεκούραστο και μεγάλη μαγκιά, το λες όντως και «ειδικό ταλέντο» γιατί δεν μπορεί ο καθένας να πετύχει τέτοια αποστασιοποίηση- ισοπέδωση του χαρακτήρα, καταφέρνοντας επιπλέον αντί φάσκελου να μη προλαβαίνει τις απανωτές προτάσεις! Οπότε ο «γιατρός» του στο σήριαλ ακολουθεί πιστά τη «συνταγή Τσιμιτσέλη» με βαριά σοβαροφάνεια ένεκα το λειτούργημα, μόνιμα συνοφρυωμένο ύφος ως κολλημένη μάσκα στο πετσί, παγωμάρα Ανταρκτικής να παρελαύνουν πιγκουίνοι στο σαλόνι…

Στον αντίποδα το ταίρι του Γερονικολού σε ρόλο… σβούρας που έχει τον ασύχαστο και που αμφιβάλλω αν αυτή η τσαχπίνικη «νιάου βρε γατούλα» μπορεί να πείσει κάποιον για οτιδήποτε ενσαρκώνει… όπου εδώ δίνει ρέστα με την εκνευριστικά επιδερμική, χαζοχαρούμενη μέχρι αηδίας ερμηνεία της σε έναν ρόλο βαθιά ψυχολογικό παρά την κωμική προσέγγιση, τον οποίο ευτελίζει με γελοία υποκριτικά καμώματα γεμάτα παρωχημένα κλισέ, σαν να βλέπεις ένα κακομαθημένο, πεισματάρικο, ανεγκέφαλο παιδί στην κοσμάρα του να σου κάνει τα νεύρα κρόσσια! Ναζάκια και τερτίπια, νιαουρίσματα και χαϊδέματα, επιτηδευμένη δήθεν «άνεση», παιδαριώδης αφέλεια, ναρκισσιστικές δήθεν «αθώες» πόζες, άστοχο χιούμορ που αδυνατεί να διαχωρίσει από το πικρό, ψεύτικη συγκίνηση και γενικώς ψεύτικα όλα, ανίκανα να αγγίξουν ή να πείσουν για το παραμικρό… μια φαιδρή καρικατούρα σε άκρως χαζοχαρούμενη εκδοχή ενός ρόλου που μπορούσε να αποτελέσει ερμηνευτική πρόκληση για κάποια που πέραν της ομορφιάς διέθετε έστω ψήγματα αυθεντικού ταλέντου ώστε να αντιληφθεί (και να αποδώσει) την υπόγεια τραγική ειρωνεία κάτω από το «φαντασμαγορικό» φαίνεσθαι ως αντίδραση στον πόνο… ψιλά γράμματα βέβαια για τη λεγάμενη, που μεταξύ μας, με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις… «Τσιμιτσέλαινα»!
Άντε με το καλό το ζεύγος και στην… Επίδαυρο, που μέχρι στιγμής (μάλλον) τους ξέφυγε… ή όχι;
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..