Το μεγάλο παράθυρο της μικρής σαλοκουζινας της
βλέπει τον κεντρικό δρόμο.
Στα λίγα μέτρα μπροστά από το πρόσφατα ανακαινισμένο σπιτάκι της, αυτοκίνητα και μηχανές πάνε κι έρχονται νυχθημερόν με μεγάλη ταχύτητα και φασαρία. Είναι το τελευταιο χωριό πριν φτάσεις στην επαρχιακή πόλη.
Από κει περνάνε ολοι…
Πρωί, πρωί, φτιάχνει το καφεδάκι της, προηγουμένως παίρνει τα χάπια της και στέκεται μπροστά στο φως και αγναντεύει. Στο βάθος, ένα ξεραμένο ποτάμι και γύρω του λεύκες και πεύκα.
Το μάτι της χάνεται στον ορίζοντα αναπολώντας το παρελθόν, αλλά η σκέψη της είναι στο δρόμο. Στα δεκάδες αυτοκίνητα που περνάνε, ένα είναι το δικό της, ένα, θα κόψει ταχύτητα και θα περάσει δεξια, θα κατεβεί το δρομάκι
και θα παρκάρει δίπλα στο φράχτη.
Μόνο που δεκα μήνες τώρα, αυτό το αυτοκίνητο δεν πέρασε την αυλή της, δε χτύπησε το κουδούνι της, δεν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της. Το ξέρει, αλλά δεν μπορεί να το αποδεχτεί. Ότι και να της πεις, αρνείται πεισματικά το γεγονος. Της μιλάς και το μυαλό της τρέχει αλλού. Συζητάς μαζί της για τον «καιρο» και η κατάληξη έρχεται με κλάμα. Δεν αισθάνεται το παρόν, αδιαφορεί για το μέλλον.
Η θεια μου υπήρξε ενας αντάρτης στη ζωη της.
Όσο μπόι της έλειπε, τοσο και περισσοτερο τσαμπουκά είχε. Τα βαζε με όλο τον κόσμο δημιουργώντας ισχυρές συμπράξεις και ξεκάθαρες αντιπάθειες. Στον κώλο της δεν καθόταν στιγμή και πάντα καταπιανόταν με δυο τρία πράγματα μαζί. Τα περισσοτερα με επιτυχία. Έκοβε και έραβε στις παρέες και φυσικά στο σπίτι της. Όση δυναμική είχε αυτή, τοσο αθόρυβος και άβουλος ήταν ο σύζυγος της.
Αλλά αγαπητός σε όλο τον κόσμο.
Από τους ανθρώπους που με το πρωτοβλέπεις, εισπρατεις την καλοσύνη του. Χαμογελαστός και ευδιάθετος πάντα. Όσοι τους έβλεπαν μαζί για πρωτη φορα, απορούσαν τι της βρήκε.
Ζήσανε και περάσανε πολλά.
Ξενιτεύτηκαν στην Γερμανία, εργάστηκαν στα εργοστάσια της, μάζεψαν ένα κομπόδεμα και μετά από πολλά χρόνια επέστρεψαν στον τόπο τους. Κάνανε δυο παιδια και είδαν τα τέσσερα εγγόνια τους να μεγαλώνουν. Κακή κουβέντα δεν αντάλλαξαν ποτε. Μια βαθιά και ιδιόμορφη σχέση τους κράτησε σαράντα οχτώ ολόκληρα χρόνια μαζί.
Ένα βραδάκι επέστρεψαν αργά από ένα πανηγύρι. Ήπιαν, χόρεψαν, διασκεδάσανε όπως τις περισσότερες φορές που είχαν έξοδο. Μπήκαν στο σπίτι τους και ο θειος μου κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. Πέρασαν δεκα λεπτά και η σιωπή της νύχτας του μικρού χωριού, σκίστηκε από τις φωνές της.
Τρία απανωτά εγκεφαλικά ήταν αρκετα να χωρίσει επιγείος
αυτό το αγαπημένο ζευγάρι για πάντα.
Η μεταφορά στο νοσοκομείο, ήταν απλά μια διαδικαστική υποθεση. Τα υπόλοιπα τελετουργικά, έτσι όπως αρμόζουν σε ένα αγαπημένο προσωπο. Πλουσιοπάροχα.
Οι μήνες πέρασαν, ο τάφος στολίστηκε με τα καλύτερα και ο δρόμος για το κοιμητήριο, ενας νέος αβάσταχτος καθημερινός προορισμός. Η εικόνα σήμερα, δεκα μήνες μετά παραμένει η ίδια. Ο χρόνος σταμάτησε, το γέλιο και τα αστεία στέρεψαν, η κινητικότητα της αδρανοποιήθηκε, η ζωντάνια της μαράζωσε.
Τα άκρως απαραίτητα και μόνο αυτά..
Κάθεται μπροστά στο μεγάλο παραθύρι της μικρής σαλοκουζινας της, σκέπτεται το παρελθόν μαζί του, χαζεύει το υπερπέραν και κλαίει. Κλαίει συνεχώς. Μαζί της κλαίω και γω.
Η απώλεια μεγαλη και ξαφνική. Δεν μπορεί να την διαχειρισθεί. Το παράπονο της, ένα γιατι…
υσ. Σήμερα, ενας χρόνο και κάτι μήνες μετά., κηδέψαμε την θεια μου. Πήγε κοντά του…
λογια, “Κ”…
Φωτογραφικό υλικό