Στην Κ–Α–τερίνα – και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…
Γράφει ο μουσικός συντάκτη μας, Βασίλης Αποστολίδης.
Ξύπνησε ταραγμένος, πέταξε από πάνω του μία μισοξηλωμένη κουβέρτα και σηκώθηκε γεμάτος ιδρώτα. Όλο του το σώμα από την κορφή ως τα νύχια το έλουζε ιδρώτας. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε το πρόσωπό του γεμάτο πληγές και στα χέρια σημάδια, πολλά σημάδια! Τα ήξερε από φωτογραφίες, κάτι παλιές που έβλεπε στα τσοντοκάναλα μα αυτά είχαν γίνει ένα με το σώμα του!
Στο μέσα δωμάτιο χάος, άσπρη σκόνη στο γραφείο, ένα κουτάλι μία σύριγγα και τα λοιπά σύνεργα. Δεν ήξερε καν τι είναι και που χρησιμεύουν αυτά! Μπουκάλια στο πάτωμα, σκόρπιες καπνισμένες γόπες και χάπια γέμιζαν το πάτωμα. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη, «δεν είμαι εγώ αυτός» σκέφτηκε και άνοιξε το κινητό του να πάρει κάποιον φίλο ή συγγενή. Καμία επαφή, κανένα γαμημένο τηλέφωνο κι όμως ήταν σίγουρος πως υπήρχαν πολλά με φίλους που τον γυρνούσαν σαν τα κοράκια μέχρι χθες, γκόμενες και κάτι φορτικοί συγγενείς.
Πόσο τους ήθελε κι όμως δεν τους είχε, ίσως ποτέ να μην τους είχε, άλλωστε δεν ήταν και σίγουρος.
Άρχισε να πονάει σε όλο του το σώμα, να κρυώνει σαν να του περνούσαν σουβλιές, κάποιος καργιόλης μου κάνει πλάκα σκέφτηκε και ήπιε μία γερή δόση κι άνοιξε την τηλεόραση να ακούσει μία φωνή που να γεμίζει την ορφάνια του. Πόρνες, πολιτικάντηδες, τηλεμάρκετινγκ τον καλούσαν να ζήσει τη στιγμή, να γελάσει γεμάτος αδιαφορία και σάχλα στο μπορντέλο που μαζί έχτισαν. Χωρίς να το σκεφτεί την έκλεισε και ένιωθε δύναμη, πρώτη φορά τόση δύναμη και χαρά μα δεν ήταν και πάλι σίγουρος, αν έπρεπε.
Μία εικόνα στον τοίχο του, τόσο απεχθής όσο ποτέ, την πέταξε κάτω «δεν έχω σχέση εγώ με τους σταυρούς και τις αγάπες σας» σκέφτηκε καθώς προσευχόταν σ’αυτόν να τον γλιτώσει από όσα έβλεπε γύρω του, μόνο να μη τα βλέπει, να γλυτώσει έτσι μόνο! Βγήκε έξω χωρίς κλειδιά, δε χωράνε επιστροφές σκέφτηκε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα για να πάει να βρει τη γκόμενα ή κοπέλα όπως ήθελε εκείνη δεν τον ένοιαζε τώρα αυτό.
Μα ναι! Το είχε ακούσει άλλωστε, η αγάπη όλα τα λύνει, το έλεγαν όλοι οι ποιητές που τον ζάλιζαν!
Χτύπησε το κουδούνι σαν να ζητούσε τη λύτρωση και πάλι μα κανείς δεν απάντησε, δεν έμενε κανείς εκεί! Πιο κάτω 2 άντρες βαρούσαν στα σκαλιά, τους μαλάκες σκέφτηκε η πρέζα σκοτώνει δεν το ξέρουν; Ήθελε να τους πει μα δεν ένοιαζε και πολύ, στο κάτω κάτω 2 αλήτες λιγότεροι! Αδειοι δρόμοι “ενοικιάζεται” και “πωλείται” γράφουν οι ταμπέλες και πιο κάτω, 3 μπάτσοι τραβούσαν ένα αράπη κι ένα περιπολικό αραγμένο στη γωνιά, «τέτοια ώρα την πουλάνε φαίνεται» σιγοψιθύρισε! Μπορντέλα, πολυεθνικές, ενεχυροδανειστήρια και τράπεζες του γέμιζαν τα βήματα και οι σουβλιές γίνονταν όλο και πιο έντονες, του ρήμαζαν τα σωθικά, χαμένος στα παιχνίδια του ασυνειδήτου του με την απόλαυση να τον σκίζει σαν τραγικός ήρωας του Γκίνσμπέργκ.
Σειρήνες από ασθενοφόρα τον χάραζαν ακόμη πιο πολύ και η λογική έμοιαζε να γκρεμίζεται βορά τω αγνώστω θεώ, δρόμοι ζεστοί από τα λάστιχα των αμαξιών μα και τόσο κρύοι έτοιμοι για κάτι νέο αλλά τόσο ξένο.
Το επόμενο πρωί τον βρήκαν στο χώμα με μία σύριγγα στο χέρι τρυπημένο, κρύος και το ίδιο αναίσθητος με πριν. Κάτι χαρτογιακάδες μίλησαν για τοξικομανή, έναν ακόμη που βρέθηκε νεκρός, μα η αλήθεια του, η γυμνή ήταν εκεί.
Ένας πέρασε από δίπλα του και είδε στα χέρια του ένα χαρτί με κάτι μισοπεθαμένα λόγια που τα ‘χε ακούσει κάπου «ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΡΕ», μαλακίες σκέφτηκε, πέταξε τη γόπα παραδίπλα κι έφυγε γεμάτος αδιαφορία. Κι ο ήλιος συνέχισε να ανατέλλει σαν μία τρελή μηχανή που γράφει ατέλειωτα χιλιόμετρα.
Ένας αλήτης λιγότερος.
Φωτογραφικό υλικό