Οι εορτάζουσες ΜΑΝΕΣ του «Κύκλου με την κιμωλία»… Από την Πίτσα Στασινοπούλου.
Ήταν δύο, λέει ο μύθος. Η φυσική και η θετή μάνα, να διεκδικεί καθεμιά το «σπλάχνο» της – κυριολεκτικό για τη μια, ποιητικό για την άλλη. Με εκατέρωθεν επιχειρήματα ισχυρά, τόσο που δυσκόλεψαν τρομερά και κλόνισαν την κρίση του σοφού δικαστή. Από τη μια ο φυσικός νόμος και από την άλλη ο νόμος της αγάπης. Ποιος νομοθέτης και με ποια κριτήρια να βάλει στη ζυγαριά της δικαιοσύνης τους δυο κορυφαίους νόμους, πέρα και πάνω από τους κοινούς ανθρώπινους, αυτούς που κατέγραψε εν ψυχρώ στα νομικά κιτάπια του; Κι έτσι, οδηγημένος από αλάνθαστο ένστικτο, κατέφυγε σε λύση ευφυή, «μη προβλεπόμενη»: χάραξε «κύκλο με κιμωλία», απίθωσε το παιδί στο κέντρο κι έβαλε τις δυο μάνες να το τραβήξουν από τα χέρια, η κάθε μια στη μεριά της. Όποια νικούσε θα «κέρδιζε» το παιδί… Το ποια «κέρδισε» το λέει υπέροχα ο Μπρέχτ στη σκηνή, διηγούμενος με συγκίνηση ανατριχιαστική τον μύθο της ανυπόκριτης, της ανιδιοτελούς αγάπης μιας αληθινής μάνας.
Και αν ο Μπρέχτ το διηγείται ποιητικά στη θεατρική σκηνή, έρχεται από την άλλη η ρεαλιστική πραγματικότητα της ίδιας της ΖΩΗΣ, να το «δραματοποιήσει» αποτρόπαια… Να υλοποιήσει τον μύθο, αποδίδοντας «ρόλους μάνας» σε γυναίκες- πρόσωπα πραγματικά και υπαρκτά της διπλανής πόρτας, που μπέρδεψαν με τρόπο μοιραίο την «υποκριτική τέχνη» με την υποκρισία. Που υποδύονται το ρόλο της μάνας, έχοντας επίγνωση ότι αυτός ΔΕΝ ανήκει σε θεατρικό έργο… ότι οι ίδιες ΔΕΝ κινούνται πάνω σε θεατρική σκηνή… ότι το παιδί ΔΕΝ αποτελεί κομμάτι της παράστασης. Ότι μάνα και παιδί είναι πρόσωπα υπαρκτά μιας ζωντανής πραγματικότητας και όχι ρόλοι. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ο καταλυτικός πόνος της γέννας που σημαδεύει μυστηριακά κάθε κύτταρο της γυναίκας να ανήκει σε ρόλο; Πώς θα μπορούσε το κόψιμο ενός λώρου που ένωνε την πηγή με το σπλάχνο να είναι σκηνοθετικό τέχνασμα; Πώς θα μπορούσε το πρώτο καθοριστικό κλάμα να είναι ηχητικό εφφέ; Η ζεστασιά πάνω στο στήθος… η ανάσα τα βράδια… το πρώτο χαμόγελο αναγνώρισης… το πρώτο αδέξιο «μαμά»…
«Μαμά» πάντα για το παδί… μόνο που κάποια «μαμά» δεν έχουν αντίκρυσμα και μένει μόνο ο τρυφερός ήχος μιας λέξης κενής περιεχομένου. Μένουν ακόμα κάποια βράδια φόβου χωρίς προστατευτική αγκαλιά, κάποια δάκρυα χωρίς μαντήλι να τα σκουπίσει, κάποια παραμύθια που δεν ειπώθηκαν ποτέ… Ίσως μένουν και κάποια χάρτινα λουλούδια ή μια αδέξια καρτούλα «μαμά σ’ αγαπώ» για τη γιορτή της, χωρίς παραλήπτη. Γιατί η μαμά «φόρεσε» ένα κόντρα- ρόλο που τη ζορίζει πολύ, μπήκε σε παπούτσια που τη στενεύουν βασανιστικά… και απλά υποκρίνεται – χωρίς ίχνος τέχνης- μια καρικατούρα. Ίσως προτιμήσει στη «Γιορτή της Μητέρας» να τα πιεί σε συνοικιακό μπαρ με γκόμενο μέχρι να γίνει τύφλα και να μη θυμάται ή να πάρει απεγνωσμένα δόση για να φτιαχτεί, να ταξιδέψει σε κόσμους χωρίς παιδιά και βάσανα. Μπορεί να βαφτεί, να στολιστεί και να γιορτάσει με κυριλέ παρέα σε σκοτεινά καταγώγια.. ή με χαβαλέ φίλους σε ύποπτες πιάτσες. Την ώρα που μια μικρή Άννυ της φτιάχνει ζωγραφιά και μια χάρτινη μαργαρίτα… και περιμένει να γυρίσει για να της πει «χρόνια πολλά μανούλα».
Η μανούλα όμως δεν ήταν ποτέ έτοιμη. Απλά πάνω στο μεθύσι και τη μαστούρα ξέχασε το ρημάδι το προφυλακτικό και προέκυψε το «ατύχημα». Ένα ατύχημα που είναι καταδικασμένη δια βίου να υφίσταται τις συνέπειές του. Που η σκληράδα του θολωμένου κόσμου της δεν άφησε καμιά χαραμάδα να την αγγίξει η αθωότητα δυο ανυπεράσπιστων ματιών καρφωμένων πάνω της, μια τρυφερή ψυχή κρεμασμένη απ’ τη δική της, ένα χαμόγελο φωτεινό μόνο για κείνη. Ένα «σ’ αγαπώ» από παιδικά χείλη που όμοιο δεν θα της λάχει να ακούσει ποτέ όσο ζει… Ο σκοτεινός της κόσμος την θωράκισε με ατσάλινη ασπίδα, τόσο που ούτε ο χαμός του αγγέλου κατάφερε να τη διαπεράσει, αντίθετα ανέδειξε – σχεδόν επαγγελματικά- τη θλιβερή υποκρισία. Για να προστατέψει αδέξια τα λάθη και τα πάθη. Αυτά που στάθηκαν πιο δυνατά από το χαμένο «σπλάχνο».
Όμως τα «λάθη και τα πάθη» δεν είναι αυθαίρετα, ούτε «κεραυνοί εν αιθρία». Είναι συνέπειες μιας άλλης μάνας. Που πολύ πιθανόν και για αυτήν, η μάνα της κάθε «Άννυ», δεν ήταν παρά ένα «ατύχημα». Ένα στιγμιαίο, μοιραίο λάθος που απλά προέκυψε χωρίς ίχνος συνειδητότητας στο διάβα μιας ανέφελης ή βασανισμένης ζωής. Στη μέση μιας ανερχόμενης καριέρας που ξαφνικά την διατάραξε, στη μέση ενός ερωτικού πάθους που το ξενέρωσε, πάνω στο ζενίθ μιας ελεύθερης ζωής προορισμένης για απολαύσεις που ούτε γι αστείο περιλάμβανε στο πλάνο της δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, νταντέματα… Ή εν μέσω μιας ζωής καταδικασμένης στην ανέχεια, βουτηγμένης σε θλιβερά πάθη, εξαρτημένης από την «καλοσύνη των άλλων»… όταν οι «άλλοι» δεν είναι ό,τι καλύτερο προσδοκάς. Και μοιραία το παιδί- ατύχημα θα κουβαλά φανερά ή υποσυνείδητα το στίγμα του «ανεπιθύμητου» και ενίοτε σε βαριά αρρωστημένο περιβάλλον, το «ανεπιθύμητο» θα καταλήξει… τραγικά «ανύπαρκτο». Με φυσικό και ηθικό αυτουργό τους γεννήτορες, γιατί ΠΟΤΕ ΔΕΝ ένιωσαν τέτοιοι, μόνο δράστες «ατυχήματος»…
Λάθη της φύσης πιθανόν… άσχετα αν προσωπικά υπερασπίζομαι ΚΑΙ τα λάθη της, πιστεύοντας περισσότερο από ένστικτο, ότι υπηρετούν μια κρυφή νομοτέλεια, αθέατη στην περιορισμένη ανθρώπινη λογική. Όμως είναι κάποια λάθη που η άτιμη λογική μαγκώνει, μπλοκάρει, αδυνατεί να επεξεργαστεί και απλά διαπιστώνει τα προφανή. Και για να παρηγορηθεί, κάποιες φορές καταφεύγει στην τέχνη και σκαρώνει «κύκλους με κιμωλίες». Βάζει στο κέντρο μια «Άννυ», στη μια μεριά τη φυσική μάνα που χωρίς δισταγμό ετοιμάζεται να την πονέσει, να της ξεκολλήσει το χέρι, ίσως να την αφανίσει… και τοποθετεί απέναντί της μια ιδεατή «θετή» μάνα που για να μη πονέσει το λατρεμένο παιδί «της», προτιμά να κομματιάσει την καρδιά της και να το αποχωριστεί… Κι ας μη πόνεσε ποτέ γεννώντας το. Ο πόνος της καρδιάς είναι δυσβάσταχτος μπροστά στον πόνο της μήτρας.
ΚΑΙ οι δύο μάνες, εθιμοτυπικά γιορτάζουν σήμερα. Όμως η Άννυ από εκεί ψηλά, έφτιαξε μια ζωγραφιά κι ένα χάρτινο λουλούδι για την ιδεατή της «μάνα», αυτήν που ΔΕΝ αξιώθηκε στη σύντομη ζωή της… κι επιτέλους θα γαληνέψει που τούτη τη φορά η ανεπίδοτη αγάπη της θα βρει παραλήπτη.
Στη Μάνα μου και σε όλες τις Μάνες, με Μ κεφαλαίο…
Φωτογραφικό υλικό