.
Τα γνωστά...
.
Ο μπαμπάς έβλεπε ποδόσφαιρο στο σαλόνι, η μαμά κάτι τηγάνιζε στην κουζίνα με την άλλη τηλεόραση ανοιχτή, ο αδελφός μου διάβαζε Μπλεκ στο δωμάτιο του και γω έβγαινα από την τουαλέτα όταν, στις 23,03 μμ, 6.5 Ρίχτερ χτυπούσαν ανελέητα το σπίτι μας στον 4ο όροφο κάπου δυτικά της Θεσσαλονίκης.
Στο πρώτο δευτερόλεπτο ξαφνιάζεσαι, στο δεύτερο είναι το γεγονός, το τρίτο ο τρόμος, το τέταρτο ο πανικός και στο πέμπτο δευτερόλεπτο, όπου φύγει φύγει...
Κάτι παραπάνω χρειάστηκαν να βγούμε όπως, όπως έντρομοι από το διαμέρισμα και αλαφιασμένοι να κατεβούμε τις σκάλες μαζί με άλλες 20 οικογένειες.
Μέχρι να φτάσουμε στο ισόγειο κουνούσε τόσο δυνατά, που όλη η οικοδομή τρανταζόταν...
Παρότι πιτσιρικάς τότε, θυμάμαι ακόμη και σήμερα το θόρυβο, τη βουή, το τράνταγμα, τις φωνές και τα ουρλιαχτά γύρω μου. Όλο αυτό το πακέτο εχει να κάνει με μια μόνο λέξη και ένα συναίσθημα.
«Αδύναμος»...
Πόσο ανίσχυρος και έρμαιος νιώθεις μπρος σε ένα τέτοιο φυσικό φαινόμενο.
,
Βγήκαμε στο δρόμο.
Σκηνικό απόλυτου χάους.
Μέχρι τα ξημερώματα, την βγάλαμε στρωματσάδα στο τσιμέντο κουβεντιάζοντας με άλλους, ενώ ο φόβος είχε φωλιάσει μέσα μας.
Τις επόμενες μέρες κοιμόμασταν μαζί με άλλους γείτονες σ' ένα ανοιχτό κατάστημα πάνω σε σεζλόνγκ.
.
Εντός του μηνός το Κράτος, έστειλε τα παιδιά της περιοχής στην κατασκήνωση του Άγιου Ανδρέα στην Αθήνα.
Πήγα, αλλά δεν άντεξα.
Στο 10ημερο, ήρθε η μάνα μου να με πάρει.
Ήμουν ανήσυχος και καταθλιπτικός.
Μέσα Ιουλίου φύγαμε για διακοπές στην Χαλκιδική, επ΄ αόριστον...
Έτσι κι αλλιώς η Θεσσαλονίκη είχε αδειάσει.
Μια πόλη φάντασμα.
Λίγο η περιοχή, η θάλασσα, τα μπάνια, η παρέα, κάπως ξεχάστηκα.
Γυρίσαμε μετά τον δεκαπενταύγουστο.
Παρότι είχαμε «πράσινο», αρνιόμουν πεισματικά να ανέβω στο σπίτι.
Φοβόμουν και έκλαιγα.
Φεύγω στο χωριό και γυρίζω μια μέρα πριν ανοίξουν τα σχολεία.
Ήμουν σαν ζαβό.
Έβλεπα κτήρια και σκεφτόμουν ότι πέφτουν και αν δεν γκρεμιστούν τώρα, θα γίνει σε λίγο.
Ο χρόνος γιάτρεψε τους φόβους μου, όχι όμως και την ανησυχία μου.
.
Να μην το ζήσετε ποτέ.
.

.
Μια μαρτυρία - 41χρόνια μετά.