«Το Ψωμί του Άλλου». Για το Ψωμί της Νινευί. Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Ένα απέραντης έκτασης και απροσδιόριστου ύψους συρματόπλεγμα με μικρές μικρές οπές χαράζει με πονηριά τα χνάρια των Άλλων Ανθρώπων στην άμμο. Οι Άλλοι χτίζουν κάστρα και στις δυο πλευρές του πλέγματος, αλλά δυστυχώς το κύμα δεσμεύει την αλμύρα τους και σβήνει τα χνάρια με θυμό. Δεν έχουν θέση στην άμμο του Εμείς τα κάστρα αυτά. Ματωμένες μαύρες πατούσες, ποτισμένες με την αλμύρα μιας άλλης πατρίδας, επιδιώκουν να σφραγίσουν τα όριά τους ανάμεσα στην άμμο και τη θάλασσα. Οι Άλλοι Άνθρωποι έχουν αναδυθεί με αργά και δειλά βήματα από την καυτή για το δέρμα τους θάλασσα, φορώντας περιέργως στεγνά και κουρελιασμένα ρούχα. Μόλις τοποθετούν τα πόδια και τα χέρια τους στην άμμο, αγριεμένοι σαν τετράποδα θηρία, τη φιλούν με ευλάβεια κι ανακούφιση, και τα χείλη τους δροσίζονται. Έχουν φθάσει επί τέλους στον Παράδεισό τους. Αφουγκράζονται τα γλαροπούλια με θαυμασμό. Το μπλε του Ουρανού γαργαλά τα βλέφαρά τους παίζοντας με τις ακτίνες του ήλιου. Το αλάτι δροσίζει τα ακροδάχτυλά τους και ζωγραφίζει φακίδες στο μελαμψό πρόσωπό τους. Αλαφιασμένοι από τα μπουμπουνητά και τα μαχαίρια της πατρίδας τους, δεν αποφασίζουν πού να απλώσουν το βλέμμα τους, πού να ξεκουράσουν τις πλάτες τους, πού να ακουμπίσουν το μέτωπό τους. Όλα είναι όμορφα και συνάμα ύποπτα. Παρακολουθούν πίσω από τις γυρισμένες τους πλάτες τα κύματα της θάλασσας και διαπιστώνουν τη μελαγχολική ερημιά της. Ο φλοίσβος των κυμάτων φθάνει στα αυτιά τους σαν κραυγή. Η κραυγή αντλεί την ηχώ της από όσους έμειναν πίσω, τους τσουρουφλισμένους, τους ξεκοιλιασμένους, τους διακεκορευμένους, τους ξεσκισμένους, τους τρυπημένους, τους καημένους, τους νεκρούς της Άλλης πατρίδας.
Οι Εμείς, ο Εγώ κι ο Εσύ, καθόμαστε σε ένα παγκάκι κάπου μακριά από τη δροσερή θάλασσα, κάπου μακριά από την καυτή άμμο, αφουγκραζόμενοι και παρακολουθώντας την πάλη των κάστρων και των χναριών των Άλλων με τα κύματα. Απολαμβάνουμε με κατάνυξη το αχνιστό κι αφράτο ψωμί, αγορασμένο από τον πέτρινο φούρνο στη γωνιά. Η μυρωδιά του ψωμιού ανακατεύεται με τη σταφίδα και μας τρυπά γλυκά τη μύτη. Τσαλακώνουμε τη σακούλα, την πετάμε στον κάδο της ανακύκλωσης με την ίδια ευλάβεια κι ανακούφιση, και μασάμε με μισόκλειστα βλέφαρα, τυχεροί στη γωνιά μας και στο παγκάκι μας. Βάζουμε τις τσάντες δίπλα μας. Να μην καθήσει κανείς! Διατηρούμε ακέραιο και γυμνό τον χώρο που μας φιλοξενεί προσωρινά με διακριτικότητα κι ευγένεια. Οι μπουκιές μας κατεβαίνουν αμάσητες, βιαστικές να γεμίσουν την κοιλιά, και δεν τελειώνουν ποτέ. Το ψωμί αυτό δεν έχει τέλος… Και η μονότονη κίνηση των δαχτύλων μας από τα γόνατά μας έως κι ανάμεσα στα φρεσκοπλυμένα δόντια μας υγραίνει τα ψίχουλα με τη θλίψη μιας μοναξιάς.
Δεν μπορώ να σου δώσω το ψωμί μου. Δεν μπορώ να σε χορτάσω. Δεν μπορώ να ξεδιψάσω το αλάτι των χειλιών σου. Είμαι ανήμπορη να σου σφίξω το χέρι. Είμαι ανίκανη να σου απευθύνω την καλημέρα μου. Είμαι αδύναμη να σε γνωρίσω, να σε γνωρίσω λίγο καλύτερα, να σε γνωρίσω από την κορφή μέχρι τα νύχια. Βρίσκομαι στο περιθώριο της ειρηνικής κι όμορφης ρουτίνας του σπιτιού μου. Και, όταν τρώω ψωμί στο παγκάκι μου, δε θέλω να το μοιραστώ. Κάθε άλλο παρά σε βλέπω. Κάθε άλλο παρά σε ακούω. Κάθε άλλο παρά σε νιώθω. Είσαι ο Κανένας, η Καμία, ο δίχως πατρίδα, η δίχως οικογένεια, ένας/μία Δίχως που μου κρύβει τον ήλιο με το τεντωμένο του/της το χέρι, ζητιανεύοντας λίγο ψωμί. Με τόση δροσερή άμμο που έφαγες, θα έπρεπε να ξεδιψάς, αγαπημένε Άλλε, με την καυτή θάλασσα.
Το Ψωμί της Νινευί των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά στο Θέατρο Αμαλία αφηγείται με μια γλαφυρή απλότητα και λυρισμό το οδοιπορικό δύο προσφύγων, της Νουρ και του Σαμίρ. Πρόκειται για “το χρονικό μιας Οδύσσειας σε λάθος χρόνο“. Οι Άλλοι απεγνωσμένα προσπαθούν να ηρεμήσουν και να διασκεδάσουν τους φόβους και τις ενοχές τους, να συμφιλιωθούν με την ιδέα της ζωής τους σε μια διαφορετική πατρίδα. Η ένταξή τους στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της Άλλης Πατρίδας δεν σημαίνει λησμονιά του παρελθόντος τους και αφομοίωση, αλλά μια δεύτερη ευκαιρία. Η ευκαιρία αυτή, ωστόσο, αποτελεί γι αυτούς μια γλυκιά καταδίκη και φυλακή, αφού δεν σβήνει τις μνήμες των σφαγών και του πολέμου, τις μνήμες από τους δικούς τους ανθρώπους που “έφυγαν” ή απλά “έμειναν πίσω”. Και για του λόγου το αληθές: Ένα ποτήρι προσπαθεί να κλέψει λίγο νερό από ένα μπουκάλι. Μια τσάντα κρατιέται με ασυγκράτητη ορμή από τον ώμο ενός άνδρα. Ένα τραπέζι μακρόστενο και φτιαγμένο με το μεράκι του πιο γερού ξύλου περιστοιχίζεται απειλητικά από τις καρέκλες αυτών που κανονίζουν τη μοίρα μας σαν από μηχανής θεοί. Οι καρέκλες διατηρούν τις ταμπέλες τους, για να κεντρίσουν την προσοχή, και τα μικρόφωνά τους, για να ακούγονται. Οι κόκκινες κουρτίνες κρύβουν την αμείλικτη υποκρισία των λαών ή το δράμα των προσφύγων, ανάλογα από ποια μεριά ανοίγουν και πόσο φως επιτρέπουν. Και το ζακετάκι της μικρής που έγινε βορά στα θηρία της πατρίδας της προσπαθεί να ξεράσει το αίμα και την αδικία. Μάταια. Στα χέρια της γιαγιάς της ζωντανεύει και αποκτά άλλη υπόσταση, την απόλυτη σχέση με τη μακαριότητα και τη συγχώρεση. Το δράμα των δύο προσφύγων λειτουργεί καθαρτικά και καταπραϋντικά για τις αμαρτίες και τις ενοχές της ελευθερίας τους. Μακάρι και για τις δικές μας… Ανάσταση.
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: α) το ποίημα Πατρίδα της Ουαρσάν Σάιρ και β) το τραγούδι Πρόσφυγας των Active Member. Κι όπως πάντα, περιμένω με αγωνία τις σκέψεις και τα σχόλιά σας.
Α) ΠΑΤΡΙΔΑ. ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ».
Β) ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ – 1995. ACTIVE MEMBER.
Στίχοι: B.D Foxmoor
Μουσική: B.D Foxmoοr
Κοιτάω ξανά τριγύρω και όλα μοιάζουν ξένα
και να τα αγγίξω δεν μπορώ είναι καλά κρυμμένα,
κοιτάω τα σύννεφα και σκέφτομαι ταξίδια,
μα χωρίς φως όλα τα γκρίζα στη ψυχή μου είναι ίδια.
Γι’ αυτό τα μάτια χαμηλώνω προς τη γη
και σε καλό μου πάλι να μου βγει,
γιατί κι αυτό το χώμα τώρα που πατάω
δε φταίω εγώ δε μ’ έμαθαν να τ’ αγαπάω.
Μονάχα σύμβολα τριγύρω και εικόνες
μασόνοι στο σκοτάδι να στήνουνε κανόνες
μια έμμονη ιδέα και μια φοβία
μήπως ποτίσει το μυαλό μου με στημένη βία.
Λόγια πολλά και δεν αντέχω πια
που είναι η πατρίδα μου εκείνη η γλυκιά
που έχει στην πέτρα χαραγμένο λέει το φως
λες να την ξέχασε για πάντα ο θεός.
Και νιώθω πρόσφυγας εδώ που έχω γεννηθεί
σα τους προγόνους μου εδώ έχω στηθεί
για να ξεπλύνω τύψεις και υποσχέσεις να εκπληρώσω
πόσο ακόμα θα πληρώσω.
Όλα κρατάν καλά κι ο πόνος μεγαλώνει
κι ο φόβος το όνειρό μου συνέχεια πληγώνει
κάνοντας ακόμα πιο βαριά τη μοναξιά μου
στον τόπο αυτό που δανεική είναι κι η χαρά μου.
Στο τόπο αυτό που τα δάκρυα μοιάζουν δώρα
και σκεπασμένη μένει η αλήθεια από το τώρα
ακούω πολλούς να νοιάζονται για μένα
μα όλα τα λόγια πάντα μένουνε θαμμένα.
Γιατί οι σκιές είναι τριγύρω μου πολλές
να βασανίζουν το μυαλό μου με το χθες
γνωστές εικόνες παλιές ελπίδες
μητέρα η πατρίδα κι ας μην την είδες.
Κι ας μη σ’ αγκάλιασε ποτέ κοντά της έλα
κλείσε τα μάτια στα χτυπήματα και γέλα
είναι ιερός μας λένε πάντα ο σκοπός
και για να νιώσουμε το φως.
Πρέπει να κάνουμε συνέχεια υπομονή
για ένα μέλλον λεει καλό που θα φανεί
μα τους βαρέθηκα όλους που να `ναι ο θεός,
λες να `ναι πρόσφυγας κι αυτός.
Έχω σημάδια προσφυγιάς και το γλυκό φιλί γιαγιάς στο μέτωπό μου.
Έχω τον πόνο αδελφό και ένα όνειρο κρυφό για φυλακτό μου.
Κάτω απ’ τον ήλιο χωρίς φως, για μένα γκρίζος ο ουρανός κι όμως υπάρχω.
Παίρνω κουράγιο τραγουδώ, για όλα αυτά που αγαπώ χωρίς να τα `χω.
==================================================================================
Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα.
Πρόγραμμα παραστάσεων ΚΛΙΚ ΕΔΩ
==================================================================================
ΕΙΔΑΜΕ & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
===========================================================================
Θεατρικά Κουλτουροβραβεία Θεσσαλονίκης [σελίδα ανακοινώσεων] ΕΔΩ
Facebook page ΕΔΩ
==================================================================================
Kάντε like στη σελίδα του Kulturosupa.gr στο facebook και ακολουθήστε μας στο twitter για να βλέπετε πρώτοι όλη την ροή πληροφοριών και να μαθαίνετε όλους τους νέους διαγωνισμούς προσκλήσεων.
Φωτογραφικό υλικό