Δεν υπάρχει θεατρόφιλος στην Ελλάδα που να μην έχει δε κάποιο έργο του τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στην τηλεόραση και στο θέατρο, αφού οι συμμετοχές του και οι συνεργασίες του είναι πολλές . Διαβάζοντας το βιογραφικό του και την καλλιτεχνική του παρουσία στον χώρο της Τέχνης του Θεάτρου και του Σινεμά.
Δεν ξέρω τι να τον ρωτήσω και πώς να ιεραρχήσω τις ερωτήσεις αυτές, γι’ αυτό ξεκινώ από τους «Κωμικούς» που παίζεται αυτή την περίοδο στη σκηνή Σωκράτης Καραντινός στη Μονή Λαζαριστών και βλέποντας την μεγάλη ανταπόκριση του κοινού να παρακολουθήσει την παράσταση και συγκεκριμένα απ τη θεματική της παράστασης που είναι χωρίς αμφιβολία αλλά και προσωπικά τη βρήκα ιδιαίτερη και άκρως ενδιαφέρουσα.
Ο Δημήτρης Πιατάς μιλά στην Ελένη Γιαννακίδου για την Κουλτουρόσουπα.
-Κ. Πιατά, μιλήστε μας για την αφορμή της δημιουργίας μιας τέτοιας παράστασης. Πώς αποφασίσατε να ανεβάσετε ένα έργο που αναφέρεται στην ιστορία του θεάτρου και ιδιαίτερα του κινηματογράφου από το 1920 έως το 1950 περίπου, περίοδο με συγκλονιστικά γεγονότα στο ιστορικό ρου της πατρίδας μας;
-Ηθικός Αυτουργός υπήρξε ο Αλέκος Σακελλάριος. Τον γνώρισα όταν ήμουν αναγνωρίσιμος κι επώνυμος στο κοινό και έπαιξα έργα του. Συγκεκριμένα, ο Αλέκος Σακελλάριος με αξιοποίησε στα έργα του που τα έπαιζε ως remake στην Τηλεόραση. Ανεβάζαμε έργα του στη σειρά της Κρατικής Τηλεόρασηs “To θέατρο της Δευτέρας». Την περίοδο του 1988-89 ο Σακελλάριος ως θιασάρχης στο θέατρο Γκλόρια ανέβασε την παράσταση που χε γράψει και σκηνοθετήσει «Μανωλάκης ο Βομβιστής» με πρωταγωνιστές εμένα, τον Σκουρολιάκο, την Καράντη κι άλλους πολύ σημαντικούς ηθοποιούς και τότε με είχε παροτρύνει να σκεφτώ πολύ σοβαρά την πρόταση να ανεβάσω μια παράσταση με θέμα την πορεία του κινηματογράφου στην Ελλάδα και ειδικότερα να εστιάσω στη ζωή και την καριέρα του Μιχαήλ Μιχαήλ του επονομαζόμενου «Σαρλό» της Ελλάδος.
Εγώ ως παιδί είχα μεγαλώσει με τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν στην κρατική τηλεόραση – άλλη άλλωστε στα παιδικά μου χρόνια δεν υπήρχε- και θαύμαζα τον βωβό κινηματογράφο. Έτσι, η συμβουλή του Αλέκου σε συνδυασμό με το ερέθισμα που υπήρχε πάντοτε μέσα μου από παιδί, οδήγησαν εμένα και τον Σάκη Σερέφα σχεδόν για μια δεκαετία να κάνουμε προσωπική μελέτη, να αντλήσουμε πληροφορίες από ιστορικά αρχεία, να αξιοποιήσουμε τα στοιχεία που μου έδωσε κι ο Σακελλάριος ο οποίος γνώριζε τον Μιχαήλ Μιχαήλ ως πρωταγωνιστή του βωβού κινηματογράφου και να γράψουμε το έργο αποσκοπώντας να γίνει θεατρική παράσταση, ταινία ή και τίποτα.
-Και τελικά έγινε παράσταση με μεγάλη επιτυχία όπως βλέπουμε, έγινε κόμικ και θα γίνει με κάποιο πολύ αξιόλογο τρόπο και ταινία. Πείτε μας για αυτή την εξέλιξη.
Πράγματι !!! Καταφέραμε με τη συνεργασία μας με το Κρατικό θέατρο και τη συμμετοχή των ηθοποιών, ως επί των πλείστων ηθοποιών της πόληs, να σκηνοθετήσουμε και να οπτικοποιήσουμε την ιδέα που χαμε δέκα χρόνια πριν. Το κάναμε πράξη με έναν 25 μελή Θίασο, με χρώμα, με σκηνικά και κοστούμια του Παντελιδάκη, με ζωντανή ορχήστρα, με χορό, με τραγούδι και με προβολές τόσο των ηθοποιών που υποδύονται τους ήρωες αλλά και του γνήσιου αρχειακού υλικού που γνωστοποιεί στο κοινό τις πρώτες ταινίες του ελληνικού βωβού κινηματογράφου καθώς και τα πρόσωπα Ελλήνων ηθοποιών και καλλιτεχνών της δεκαετίας του 20 και μετά. Με τη συνδρομή του Κέντρου Κινηματογράφου, του Νίκου Σούλη με τα βιντεοσκοπημένα κομμάτια και του Χρήστου Τουρλάκη επιτυγχάνεται και η ζωντανή κινηματογράφηση του έργου, ενώ πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει το έργο και σε μορφή κόμικς με σχέδια του Δημήτρη Αγκαράι. Η παρουσίαση έγινε το Σάββατο 17 Φλεβάρη στο καφέ Τeatro εδώ στη Θεσσαλονίκη πάνω από το Βασιλικό.
-Σας φόβισε καθόλου η μεγάλη διάρκεια του έργου; Δυο ώρες και πενήντα λεπτά μέσα σε μια κλειστή θεατρική αίθουσα; Το Μπουρλέσκ υπηρέτησε θαρρώ εξαίσια την παράσταση.
Κοιτάχτε: H αυταπάρνηση των τεχνικών, των φωτιστών, όλων όσων βρίσκονται πίσω απ τη σκηνή κι ανήκουν στο δυναμικό της Θεσσαλονίκης και του ΚΘΒΕ μού έδωσαν λύσεις που μόνος δε θα μπορούσα να πραγματώσω. Το πολυτροπικό στοιχείο του κειμένου βρήκε σάρκα κι οστά με αυτή την υπέροχη συνεργασία όλων των μελών της παράστασης. Το δράμα έχει μόνο δάκρυ. Η κωμωδία περιέχει τα πάντα: γέλιο και δάκρυ. Η ζωή μας είναι πιο ολοκληρωμένη με το χαμόγελο. Εμείς λοιπόν για να το πετύχουμε αυτό κάνουμε τρεις μήνες πρόβα . Προσωπικά, βρίσκομαι μισό χρόνο στην Θεσσαλονίκη και πήγα στην Αθήνα μόνο για το γύρισμα που βιντεοσκοπήσαμε με τον Λάκη Λαζόπουλο και επέστρεψα πάλι εδώ. Δουλεύω 10ωρα, στο θέατρο δεν υπάρχει πολυτέλεια , δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον Θεατή. Ίσως μπορείς μόνο μια φορά, μετά το κοινό σε διώχνει , το ίδιο το κοινό καταλαβαίνει, αν μια παράσταση είναι προϊόν σκληρής δουλειάς, την επιβραβεύει.
-Ο ήρωας του έργου, ο Μιχαήλ , Μιχαήλ πώς σκιαγραφείται ως χαρακτήρας; Μέσα από την παράσταση μάς δίνετε πλήθος στοιχείων που κανείς μας δεν ήξερε κι όχι μόνο γι αυτόν αλλά και για όλη εκείνη τη γενιά των ηθοποιών .
Ο Μιχαήλ Μιχαήλ ήταν ένας κωμικός ηθοποιός που στο έργο τον υποδύεται ο εξαίρετος Γιώργος Καύκας. Αγαπούσε πολύ τη ζωή και το θέατρο .Όπως φαίνεται και στην παράσταση, ποθούσε, ερωτευόταν, ήταν φαντασιόπληκτος, διέδιδε πως είχε σχέση με διάσημες ηθοποιούς εκείνης της εποχής, αυτές τον κυνηγάγανε, τον χαστούκιζαν… Στην Αθήνα εκείνης της περιόδου μάθαιναν τα πάντα και ο Μιχαήλ ήταν γνωστός τότε στο καλλιτεχνικό στερέωμα, αν και γύρισε μόνο, πέρα από τη συμμετοχή του σε παραστάσεις, τέσσερις ταινίες. Παράλληλα, μέσα απ το έργο κλείνω το μάτι και στο συνάφι των ηθοποιών. Ήθελα μέσα από αυτό το έργο ν αγγίξω τη συντεχνία μου , να δείξω το ταλέντο των ηθοποιών για την κωμωδία, τη δημοφιλία τους, να παρουσιάσω αυτούς που ξεκίνησαν την κωμωδία όπως την υπέροχη Γεωργία Βασιλειάδου. Όλοι μας την γνωρίσαμε από τις ταινίες της ως ηλικιωμένη, ζαρωμένη, η Βασιλειάδου όμως στα νιάτα της ήταν μια κούκλα και η ατάκα που ακούγεται συνεχώς στο έργο να λέει «Εγώ δεν θα παίξω κινηματογράφο» ενώ έχει πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες ταινίες με επιτυχία αργότερα, φανερώνει το πνεύμα της εποχής. Πίστευαν πως το θέατρο ήταν η αλήθεια, πως ο κινηματογράφος θα πέθαινε. Ο Κινηματογράφος όμως δεν πέθανε, η δυναμική του ήταν τόσο μεγάλη που δίνει παρόν στην Τέχνη εδώ κι έναν αιώνα με φεστιβάλ, με Όσκαρ , με αριστουργήματα. Κοντά στη Βασιλειάδου κι άλλες σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου που μέσα από το έργο τις μαθαίνει το κοινό όπως τον Βιλλάρ, τον Μαδρά , την Ιατρίδου, την Χαντέ, Δημητρακόπουλου , Μόσχου, Χεπ, Βαλέτα , Βρατσάνου , Βατίστα ….
-Κι ενώ ο Μιχαήλ γίνεται γνωστός, στο τέλος της ζωής του μένει μόνος και πάμφτωχος . Το έργο έχει πολλές γλυκόπικρες σκηνές αλλά και πρωτότυπη έναρξη και φινάλε , αφού ξεκινά και τελειώνει με την κηδεία του ήρωα με διαφορετική όμως χροιά. Γιατί διαλέξατε το μοτίβο της κηδείας στην αρχή και στο τέλος;
Ο Μιχαήλ μετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία και θεωρήθηκε αγνοούμενος σαν έφτασαν οι Έλληνες στον Σαγγάριο. Το Σωματείο των Ελλήνων ηθοποιών κάνει ένα μνημόσυνο μνήμης όπου όλοι τον μνημονεύουν, διαβάζουν επικήδειους σε μια κηδεία που έχει στήσει ο ίδιος ο Μιχαήλ, αφού εν αγνοία όλων είναι παρών. Μπορεί να θεωρηθεί ένα πρωτόγονο διαφημιστικό τρικ του Μιχαήλ που παρακολουθεί και σχολιάζει αυτοπροσώπως τα γενόμενα στην κηδεία του. Έπειτα γίνεται διάσημος όμως στο τέλος , την περίοδο της κατοχής , με μια φυσαρμόνικα στους δρόμους της Αθήνας ζητιανεύει για να επιζήσει. Η σκηνή όπου συναντά σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα τον Βρατσάνο ( παραγωγό ) και τον Βιλλάρ να τρώνε συναγρίδα και εκείνοι του προσφέρουν το κεφάλι του ψαριού να το πάρει μαζί του σαν τον βλέπουν να επαιτεί , είναι πραγματική. Μου την διηγήθηκε ο ίδιος ο Σακελλάριος που βρισκόταν σε ταβερνάκι με τον Λαλάκη Χαιρόπουλο, τον Συνθέτη με τις μεγάλες επιτυχίες , και έγινε το περιστατικό . Εγώ πήρα τη σκηνή αυτή κι έβαλα τους ηθοποιούς ως πρωταγωνιστές στην ταβέρνα να τρώνε. Η ζωή κάνει τις πιο απρόβλεπτες αλλαγές . Ο Μιχαήλ στην πραγματική του κηδεία δεν είχε κανέναν . Μονάχα τον ιερέα και μια γυναίκα . Στην παράσταση βάζω τον θίασο πίσω απ την κηδεία , αφού πια δεν έχαιρε εκτίμησης στον χώρο του θεάτρου και δυστυχώς οι συνάδελφοί του τον είχαν λησμονήσει . Ακούγεται μάλιστα και το τραγούδι που χε ο ίδιος γράψει για την Ηρώ Χαντέ, και το χει τραγουδήσει ο Μίλτος Πασχαλίδης σε μουσική Στάθη Παχίδη κι έτσι η σκηνή γίνεται ακόμη πιο συγκινητική.
– Επιλέγετε βέβαια και τον Λάκη Λαζόπουλο ως Τσάρλι Τσάπλιν να εμφανίζεται στο όνειρο του Μιχαήλ λίγο πριν να πεθάνει . Γιατί αυτή η επιλογή;
-O Τσάρλι Τσάπλιν ήταν το ίνδαλμα του Μιχαήλ. Ήθελε να του μοιάσει έγραφε συχνά επιστολές με παραλήπτη το όνομα Τσάρλι Τσάπλιν και τις ταχυδρομούσε ενώ, φαντασιωνόταν πως ο Τσάπλιν του απαντούσε . Έτσι σκέφτηκα να τελειώσει η ζωή του Μιχαήλ ποιητικά . Υποθέτω πως, όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, βλέπουν να περνούν από μπροστά τους εικόνες ανθρώπων που αγάπησαν . Ο Τσάπλιν ήταν το αγαπημένο πρόσωπο του Μιχαήλ , θα ήθελε να τον κατευοδώσει για το μεγάλο του ταξίδι . Η επιλογή του Λάκη για τον ρόλο αυτό έγινε, γιατί πιστεύω πως και με το θεατρικό του βάρος και με τη στιβαρή, ισχυρή προσωπικότητα που τοποθετείται σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα του τόπου ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να υποδυθεί τον Τσάπλιν . Ο τελευταίος, πολλοί το αγνοούν, λόγω των πολιτικών του απόψεων και παρά την τεράστια επιτυχία του στο Χόλιγουντ και την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα στον κινηματογράφο, έχασε την αμερικάνικη υπηκοότητα και πέθανε ως Ελβετός πολίτης. Mέσα από συνεντεύξεις λοιπόν που κατά καιρούς είχε δώσει και με τη μελέτη πλούσιου αρχειακού υλικού που αναφερόταν στον Τσάπλιν γράψαμε το κείμενο. Ο Λαζόπουλος που είναι και πολύ φίλος μου δέχτηκε να μπει σ αυτή μου την τρέλα με τη δυναμική του παρουσία, βιντεοσκοπήσαμε τη σκηνή , κι εμφανίζεται ως όραμα στον Μιχαήλ.
-Μας άρεσε πολύ ως θεατές που η υπόκλιση ξέφευγε απ τα συνηθισμένα κι όλοι μαζί ηθοποιοί και κοινό τραγουδούσαμε το « Ακόμα ένα ποτηράκι» που γράφτηκε και ερμηνεύθηκε εκείνη την εποχή του Μεσοπολέμου.
Θέλαμε η υπόκλιση να μην είναι μια τυπική διαδικασία, να βγαίνουν δηλαδή οι ηθοποιοί, το κοινό να τους χειροκροτεί και να κλείνει η Αυλαία. Θέλαμε το έργο να τελειώσει μ ένα ιστορικό τραγούδι και πολύ αγαπημένο, όπου ο θεατής να αισθάνεται .βγαίνοντας από τη σκηνή πως είχε συμμετοχή . Με τη χορογραφία του Δημήτρη Παπάζογλου καταφέραμε να δώσουμε αυτή την αίσθηση της διάδρασης ανάμεσα στο κοινό και σ όλους εμάς στη σκηνή.
–Κλείνοντας την κουβέντα θα ήθελα κάνοντας μια ιστορική αναδρομή να αναφερθείτε λίγο σ αυτή την τόσο μεγάλη και μακρόχρονη πορεία σας στο Θέατρο καi στον κινηματογράφο.
Είμαι ηθοποιός, μισό αιώνα εργάτης της κωμωδίας και του Θεάτρου. Η ζωή μού το έχει ανταποδώσει καλλιτεχνικά. Έπαιξα στα έργα του Αριστοφάνη και δεν πίστευα πως θα έπαιζα ποτέ Ευριπίδη, υποδύθηκα όμως πέρσι τον ρόλο του Ταλθύβιου στις «Τρωάδες» κοντά σε σπουδαία ονόματα του Θεάτρου όπως την Πατεράκη κι η εμπειρία ήταν εξαιρετική.
Στον κινηματογράφο από την άλλη πλευρά, έκανα πολλές ταινίες και συνεργασίες που δεν ξέρω πώς μπορώ να διαλέξω την καλύτερή μου στιγμή. Στο Φεστιβάλ κινηματογράφου φέτος που χα και την τιμή να παρουσιάζω βραβεύθηκε η ταινία « Άρπα κόλλα» του Νίκου Περάκη. Ήταν μια ξεχωριστή συνεργασία.
Μιλάμε πάνω από μια ώρα με τον κ. Πιατά και στον νου μου έρχονται οι δικές μου παιδικές μνήμες, τότε που άκουγα τη φωνή του ηθοποιού στο Τίτο Απίκο, τον δαιμόνιο δημοσιογράφο της Φρουτοπίας .
-Πίκος Απίκος, Λάκης ο Λωτός, Μανόλης ο Μανάβης, είναι οι ήρωες με τους οποίους η δική μου γενιά μεγάλωσε και στη συνέχεια παρακολουθώντας πολύ Αριστοφανική Κωμωδία και Θέατρο γενικά, η φωνή κι η μορφή του Δημήτρη Πιατά είναι πάντα αγαπημένη κι αναπόσπαστα δεμένη με ποιοτικές και καλές παραγωγές. «Στους Κωμικούς» ήρθα με τον σύζυγο και τα παιδιά μου κι αυτή η συνέχεια στη θέαση των έργων με ηθοποιούς που περνούν αβίαστα απ’ τη μια γενιά στην άλλη και ιδιαίτερα στα νέα παιδιά είναι μαγική. Τι θα λέγατε σ αυτά τα νέα παιδιά, που κάποια ίσως θα θέλουν να σπουδάσουν και θέατρο;
Χαίρομαι πολύ που το ακούω αυτό. Ήταν ευλογία η γνωριμία μου με την οικογένεια Σοφιανού κι η συμμετοχή μου δανείζοντας τη φωνή μου στην Φρουτοπία, ένα ονειρεμένο κείμενο του Ευγένιου Τριβιζά, ενός παραμυθά και συγγραφέα που τον διαβάζουν πολύ τα παιδιά. Θυμάμαι πως ήμουν 10 χρονών κι εγώ όταν μετείχα σε θεατρικό του Σχολείου που φοιτούσα και κατάλαβα πως ήθελα πολύ να ασχοληθώ με το θέατρο από τότε . Τώρα μεγάλος αρκετά, θα έλεγα πως το Θέατρο θέλει την αγάπη για την Τέχνη , την πολλή δουλειά κι οι κόποι πάντοτε ανταμείβονται. Λάθη γίνονται και γίνονται πολλά αλλά, μέσα από τα λάθη μαθαίνεις και γίνεσαι καλύτερος . Το Θέατρο θα τ αγαπώ μέχρι να πεθάνω. Γυρνώντας στο ερώτημα λοιπόν, πιστεύω πως τα νέα παιδιά αξίζει να ρθουν να δουν την παράσταση, να κατανοήσουν τον ρου της Τέχνης παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα της Νεότερης Ιστορίας που ήταν πολλά: Μικρασιατική καταστροφή, οικονομική κρίση, πρόσφυγες, μετάβαση στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, Β Παγκόσμιος Πόλεμος, κατοχή. Και σ όλο αυτό το κοινωνικοπολιτικό φόντο, να δουν πώς επιβιώνει το θέατρο που δεν είναι μόνο βιτρίνα και λαμπερό περιτύλιγμα, να δει τα πρώτα βήματα του βωβού κινηματογράφου, την βουτιά των ηθοποιών στις νέες προκλήσεις και φεύγοντας να νιώσει πιο γεμάτος από εικόνες και γνώσεις για αυτό .
Ολοκληρώνουμε την κουβέντα κρατώντας για επίλογο τη φράση του Ηθοποιού που μου μένει ως μότο στο μυαλό «Η ζωή είναι πιο ολοκληρωμένη με το χαμόγελο». Ναι, κ Πιατά, και εσείς μέσα από την κωμωδία το καταφέρνετε επάξια αυτό, να μας κάνετε δηλαδή να βλέπουμε τη ζωή αισιόδοξα.
Πληροφορίες για τη παράσταση:
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Οι κωμικοί» των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα.
Είδαμε, βαθμολογήσαμε με 6,3 και σχολιάζουμε εδώ
Μέσα από την ιστορία του ελληνικού βωβού μια κωμωδία με στοιχεία μπουρλέσκ, ζωντανή μουσική και ιστορικά ντοκουμέντα, που έχει ως ήρωες πραγματικούς ηθοποιούς της εποχής, από τα ταραγμένα χρόνια της ελληνικής ιστορίας, μεταξύ 1920-1939. Ηθοποιούς που αν και ξεχάστηκαν μέσα στον χρόνο, ωστόσο, άφησαν το στίγμα τους και έδειξαν τον δρόμο στους μεταγενέστερους Έλληνες κωμικούς.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Πιατάς. Ερμηνεύουν: Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Νεφέλη Ανθοπούλου, Σοφία Καλεμκερίδου, Νίκος Νικολάου κ.ά.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη:18.30 Πέμπτη-Παρασκευή: 20.30 Σάββατο: 17.30 & 20.30 Κυριακή: 18.30
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.