Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Στέλιος Βραχνής θέλησε να μοιραστεί με τους διαδικτυακούς του φίλους μια θλιβερή περιπέτεια που βίωσε πρόσφατα και η οποία του άλλαξε όλη την κοσμοθεωρία: Την κρίση πανικού.
Αναφέρει ο αγαπημένος δημιουργός:
(υπέρ)προσωπικό | εσωτερίκευση και σώμα
Εδώ και αρκετά χρόνια έχω αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη δουλειά μου στο θέατρο, χωρίς να έχω ποτέ αίσθηση του χρόνου, της κούρασης ή της πίεσης. Γενικότερα, είμαι άνθρωπος με μεγάλη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, με αποτέλεσμα να δίνομαι στα πράγματα μέχρι εκεί που δεν πάει, και φυσικά χωρίς να έχω καμία αίσθηση του πότε πρέπει πραγματικά να ησυχάζω, να ηρεμώ. Η δουλειά μου στο θέατρο με ξεκούραζε, μου έδινε νόημα, με τροφοδοτούσε με όλα εκείνα τα στοιχεία που ένιωθα ως αναγκαία.
Σε λίγο καιρό μπαίνω στα 27 μου χρόνια και ήδη έχω φορτώσει τον εαυτό μου με αρκετές ευθύνες, ενώ υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που περιμένουν από εμένα να τους στηρίζω επαγγελματικά, να έχω ενέργεια, όρεξη, πάθος, να είμαι εργατικός και και και… Δύσκολα δίνω την εντύπωση στον άλλον ότι δεν νιώθω καλά, ότι κάτι με ανησυχεί ή με πιέζει ακόμα και ότι έχω προσωπική ζωή. Είναι κάτι που μέχρι σήμερα δεν επέλεγα να κάνω· ήθελα τα άσχημα να τα κρατάω για μένα, να μη στενοχωρώ τους άλλους, να μην συγκρούομαι ακόμα κι όταν πραγματικά έπρεπε να συγκρουστώ. Σαν να μην ήθελα να έρθω σε αυτή τη θέση καμιά φορά, να βιώσω τη ρωγμή, την ταραχή.
Όλα αυτά τα χρόνια πίστευα ότι τα έκανα για καλό και ότι έτσι πρέπει να είναι. Μέχρι που πριν λίγες ημέρες, και για δυο νύχτες απανωτά, άρχισα να αισθάνομαι ένα τεράστιο πλάκωμα στο στήθος τη στιγμή που πήγαινα να κοιμηθώ. Ένα πλάκωμα που ήταν σαν να ξεκινούσε από την καρδιά μου. Προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι, να συνεχίσω να δουλεύω. Μέχρι που το τελευταίο βράδυ το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει. Μούδιασε το αριστερό μου χέρι και ένιωθα ότι η καρδιά μου θα σπάσει. Κατέβηκα στο κάτω διαμέρισμα των γονιών μου και τους είπα ότι δεν είμαι καλά και φοβάμαι να μείνω μόνος. Πίστευα πραγματικά ότι έχω πάθει κάτι με την καρδιά μου. Το πράγμα χειροτέρεψε. Μούδιασαν και τα δύο μου χέρια, το πάνω χείλος μου και οι μυς των φρυδιών μου. Ζήτησα να με πάνε αμέσως στο νοσοκομείο.
Στο δρόμο προς το Παπανικολάου (που εφημέρευε στις 4:30 το πρωί) ένιωθα πραγματικά ότι θα πεθάνω, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να το παίζω ψύχραιμος μπροστά στους γονείς μου για να μην ταραχθούν, να χαμογελάω τάχα ήρεμος (μέχρι κι εκεί εσωτερίκευση). Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, δεν μπορούσα να βγω από το αμάξι, έτρεμαν τα πόδια μου και με είχε πιάσει κρύος ιδρώτας. Ζήτησα, σαν να ήταν αστείο, να με βοηθήσει η μητέρα μου να μπούμε στην πτέρυγα του καρδιολογικού. Μπαίνοντας στο χώρο, σκεφτόμουν «Θεέ μου, ευτυχώς δεν είναι κανένας φίλος, ηθοποιός ή μαθητής μου εδώ να με δει έτσι, ερείπιο και σχεδόν ανήμπορο» (κι εκεί εσωτερίκευση). Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε νοσοκομείο ως ασθενής.
Εκεί, οι γιατροί μου φέρθηκαν εξαιρετικά, με ηρέμησαν. Έκανα όλες τις απαραίτητες εξετάσεις με λεπτομέρεια και στεκόμουν σκεπτόμενος σοβαρά αυτό που μου συνέβη. Από εκεί που σε όλη μου τη ζωή ήμουν τόσο ενεργός, ακούραστος, γεμάτος ενέργεια και πάθος, άφαγος ακόμα και για μια ολόκληρη μέρα μέσα στην πρόβα, αντέχοντας πιέσεις, άγχη, σοβαρές ρήξεις με θέατρα, συναδέλφους, φίλους, αποτυχίες… τώρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γιατί φοβόμουν στα αλήθεια ότι θα καταρρεύσω.
Τελικά, με τα πολλά, οι εξετάσεις μου ήταν όλες πεντακάθαρες και δεν βρέθηκε τίποτε ούτε στην καρδιά, ούτε στον θώρακα, ούτε πουθενά. Και εκεί ρωτάω το γιατρό μου «άρα τι έχω; Τι μου συνέβη;». Εκείνος με κοιτάει και μου λέει: «Καλώς ήρθες στον κόσμο της κρίσης πανικού!»
Αυτές ήταν λοιπόν οι πρώτες μου κρίσεις πανικού, και μάλιστα απανωτές. Ο γιατρός μου είπε ότι ήταν τόσο έντονη που ήμουν κοντά στο να μετατραπεί σε υστερία.
Αυτή ήταν για μένα μια στιγμή συνείδησης και αφύπνισης στην οποία αντιλήφθηκα ότι σωματοποιήθηκαν στα 26 μου χρόνια όλα εκείνα που δεν είπα, όλα εκείνα που δεν έδειξα, η πίεση που δεν εκδήλωσα γιατί δεν ήθελα να με βλέπουν έτσι οι άνθρωποί μου, η κόπωση που δεν παραδέχτηκα, οι συγκρούσεις που δεν έκανα, τα όρια που δεν είχα βάλει σε ανθρώπους, με αποτέλεσμα να εκμεταλλεύονται άνθρωποι στη ζωή μου τη διαθεσιμότητα, τη γενναιοδωρία και τη δοτικότητα μου. Η δουλειά αυτή δεν είναι εύκολη, χρειάζεται να αντέχεις αρκετά: αρνητισμό, άγχος, πιέσεις, συμπλέγματα, αρνήσεις, αναβολές, ήττες, δυσπιστίες, ειρωνίες, υποκρισίες, πισώπλατα μαχαιρώματα, χλεύη… Και χρειαζόμαστε εκείνες τις στιγμές κάπου να μιλάμε, κάπως να παραδεχόμαστε ότι μας ενοχλούν όλα αυτά.
Αυτό το περιστατικό με ωθεί σήμερα να θέσω επιτέλους όρια. Να εκδηλώνω όλα εκείνα που με ενοχλούν και με στενοχωρούν τη στιγμή που γίνονται και σε όποιον πρέπει να τα εκδηλώσω. Να βρίσκω ουσιαστικό χρόνο με τον εαυτό μου χωρίς να με ξεχνάω.
Την επόμενη μέρα κοιμήθηκα στο σπίτι της φίλης και συναδέλφου μου, της Χαράς, γιατί φοβόμουν να κοιμηθώ πάλι μόνος (η Χαρά ήταν δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια στο νοσοκομείο και ήταν η μόνη που ήξερε και με στήριξε). Εκεί τα είπα όλα. Ξέσπασα για όλα. Και εκεί αποφάσισα ότι τίποτε δεν θα με κρατάει πίσω από το να κάνω και να λέω ακριβώς εκείνο που σκέφτομαι, χωρίς να κρατάω τίποτα και χωρίς καμία ενοχή.
Όλα αυτά τα γράφω γιατί ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί ακόμα άνθρωποι που βιώνουν ακριβώς τα ίδια (αυτά που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν καταλάβαινα όταν μου τα περιέγραφαν, δεν αντιλαμβανόμουν τη σοβαρότητα τους) και έτσι οφείλω να ανοίξω το ζήτημα αυτό που λέγεται «κρίση πανικού».
Ευχαριστώ από καρδιάς τον ηθοποιό, γιατρό και φίλο μου Γεράσιμο, όλους τους γιατρούς στο Παπανικολάου, τη Χαρά μου και τον Απόστολό μου φυσικά.