Στις 25 – 26- και 27 Απρίλη θα έχουμε την ευκαιρία στη Θεατρική Σκηνή του Αυλαία να παρακολουθήσουμε το έργο « Μίκης Θεοδωράκης 1958», μια παράσταση που εστιάζει στη δημιουργική περίοδο που ο Συνθέτης, νεαρός τότε, βρίσκεται στο Παρίσι και δημιουργεί πολλά από τα σημαντικά έργα του, όπως τον Επιτάφιο του Ρίτσου αλλά και πολλά λαϊκά κομμάτια που αγαπήσαμε και τραγουδήσαμε σε συναυλίες .
Η Σκηνοθέτiς Βαρβάρα Δουμανίδου βρίσκει στο πρόσωπο του Πέτρου Σατραζάνη τη μορφή εκείνη που θα αποδώσει μέσα από έναν μουσικό θεατρικό μονόλογο την περίοδο που ο Μίκης Θεοδωράκης καταφέρνει να συνταιριάσει το λαϊκό με το λόγιο, το ατομικό με το οικουμενικό και να καταθέσει ως κληρονομιά για τις μετέπειτα γενιές τον Επιτάφιο ως κείμενο ορόσημο για την κατανόηση της σχέσης της ποίησης και της μουσικής με την ιστορική πορεία του Ελληνισμού.
Θέλοντας να γνωρίσουμε καλύτερα τον Πέτρο Σατραζάνη, που είναι κι ο πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης παράστασης, αποτολμούμε μια κουβέντα μαζί του.
-Πέτρο, μίλησέ μας για τα παιδικά σου χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ποιες μνήμες κρατάς από τότε στην καρδιά σου;
Την οδό Βασιλίσσης Όλγας. Το Νίκο Γ. Πεντζίκη να μου μιλάει στο κεφαλόσκαλο της πολυκατοικίας , γείτονά μας που τότε φυσικά δεν ήξερα ποιος είναι κι εγώ μωρό να τον αντικρύζω με περιέργεια.
Έναν Μικρασιάτη παππού, θείο του πατέρα μου πρώην γυμνασιάρχη που κάθε πρωί αντέγραφε τον Πλάτωνα , τον εξ αίματος παππού μου που μου μάθαινε πριν πάω σχολείο γραφή και ανάγνωση και μου διάβαζε την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Τους γονείς μου, νέους. Την άφιξη της αδελφής μου. Τα 90’s.
-Τι βιώματα είχατε μικρός, ποια ακούσματα συντρόφευαν την εφηβεία σας και ποια διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα σας;
Πέρα από όσα προανάφερα θυμάμαι να παίζει διαρκώς συμφωνική μουσική, Έλληνες συνθέτες και Γάλλοι τραγουδιστές από το ολοκαίνουργο (τότε) Bang & Olufsen στερεοφωνικό που ήρθε στο σπίτι μας.
-Μίλησέ μας για την μέχρι τώρα πορεία σου στο χώρο της Μουσικής ως μουσικός και ως συνθέτης αλλά και για την ενασχόλησή σου με την Ποίηση και τη Λογοτεχνία, διαβάζουμε ένα πλούσιο βιογραφικό με πολύ καλές δουλειές και συνεργασίες.
Σας ευχαριστώ πολύ. Είναι μια πορεία όπως ωραία το λέτε, μια διαδρομή. Κι είναι πάντοτε κάπως αμήχανο να μιλάει κανείς για όσα έκανε καθότι αυτά επισκιάζονται από εκείνα που επιθύμησε και δεν κατάφερε και σε έναν βαθμό καθορίζονται κι από εκείνα που βλέπει μπροστά του να ανοίγονται.
Αφήνω την πορεία να μιλήσει εκείνη με τον τρόπο και στον τόνο που της πρέπει. Πιο πολύ εμείς ανήκουμε στη διαδρομή μας παρά εκείνη σε εμάς, θεωρώ.
-Ποιος είναι ο κεντρικός πυρήνας του ρεπερτορίου σου;
Καλή ερώτηση. Παραμένει ένα αίνιγμα και για μένα.
-Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που έχει επηρεάσει σημαντικά στη δουλειά σου;
Σαφέστατα ο Μίκης Θεοδωράκης τον οποίο ενσαρκώνω στην παράστασή μας ‘’1958’’.
Τολμώντας επιγραμματικά να αναφέρω μερικούς στο χώρο της τραγουδοποιίας θα σας έλεγα ότι με συγκινούν και με εξιτάρουν οι δημιουργοί με πηγαία αυθεντική μελωδία όπου ο στίχος κυλάει μαζί με τη μουσική σαν το ένα να λέει το άλλο.
Η ακρίβεια δηλαδή της απλότητας που εντείνει τη συγκίνηση παίζοντας με τις αντιθέσεις. Ας αναφέρω ενδεικτικά μερικούς. Άκης Πάνου, Νίκος Καρβέλας, Leonard Cohen, Nick Cave.
-Σε ποιον τομέα ή για ποιον σπουδαίο λόγο θα μπορούσες να συμβιβαστείς με «κόστος», τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην προσωπική σου ζωή;
Γενικώς η έννοια του κόστους δε μου πάει πολύ όχι επειδή θεωρώ ότι τα πράγματα επιτυγχάνονται άκοπα στη ζωή αλλά επειδή δεν μου αρέσει να φορτίζεται με αυτή τη λογική του άχθους κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με την απόλαυση.
Όπως έλεγε ο Νίτσε, ‘’εάν έχεις ένα γιατί να ζήσεις μπορείς να αντέξεις οποιοδήποτε πως’’.
-Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισες κατά τη διάρκεια των χρόνων σας στον καλλιτεχνικό χώρο;
Η ενότητα μεταξύ αυτού που θέλω να πω με εκείνο που τελικά εκφράζω είναι η μέχρι στιγμής μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζω. Προσπαθώ το όποιο στυλ να μην υποχρεώνει σε συμμόρφωση αυτό που με καίει εσωτερικά.
-Πώς αντιδράς γενικότερα στις κακές στιγμές αλλά και στις κακές κριτικές που μπορεί να ακολουθούν;
Τις κακές κριτικές τις παρακολουθώ με ενδιαφέρον. Αυτός που ασκεί μια κριτική πιο πολύ αποκαλύπτει κάτι για τον εαυτό του πάρα εκείνον ή τον άλλον που κρίνει.
-Πόσο σε απασχολεί και σε ενδιαφέρει η δημοφιλία;
Ζώντας στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια κι έχοντας ζήσει και εργαστεί σε 3 χώρες τις Ευρώπης θεωρώ ότι στην Ελλάδα η δημοφιλία σχετίζεται κάπως καταναγκαστικά με μια ψευδαίσθηση επιτυχίας.
Θα ήταν ψέμα όμως εάν έλεγα ότι δε με ενδιαφέρει να με ξέρουν για αυτά που κάνω.
Βλέπω τη δημοφιλία σαν προσωπείο όπου φορώντας το, θέλουμε να μας αναγνωρίζουν όλοι αλλά από κάτω το ίδιο το πρόσωπο παραμένει κρυμμένο κι άγνωστο. Μια θέληση να σε ξέρουν όλοι και κανένας .Να κρυφτείς στη διακινδύνευση μιας αναγνώρισης. Κι όλο αυτό μου αρέσει, γιατί με προκαλεί.
-Πιστεύεις πώς ένας νέος καλλιτέχνης που ζει στη Θεσσαλονίκη μπορεί να εξασφαλιστεί βιοποριστικά ασχολούμενος μόνο με την Τέχνη του; Στην δική σου περίπτωση κάνεις και κάποια άλλη δουλειά παράλληλα;
Δυστυχώς δεν γνωρίζω με ακρίβεια την εδώ πραγματικότητα και δεν μπορώ να συμβουλέψω κάτι πάνω σε αυτό.
Δεν είμαι όμως από κείνους που θέλουν να βλέπουν τη Θεσσαλονίκη σαν ένα ρημαγμένο τόπο χαμένων ευκαιριών. Τα τελευταία χρόνια που ζω εκτός Ελλάδας ασχολούμαι με τη διδασκαλία Φιλοσοφίας.
Ολοκληρώνω το διδακτορικό μου στο UCD και κάθε τόσο παρουσιάζω τη δουλειά μου σε συνέδρια δίνοντας παράλληλα ομιλίες κρατώντας μια ενεργή σχέση με το λόγο και τη σκέψη.
-Πιστεύεις πως η μουσική συνταιριάζει με την τέχνη του θεάτρου και πώς επιτυγχάνεται αυτό;
Καμιά φορά πρέπει να αφήνουμε τη δράση της κάθε τέχνης να ξετυλίγει η ίδια το νόημά της στο χώρο και το χρόνο.
Έχει να μας αποκαλύψει πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε.
-Πώς προέκυψε η συνεργασία με το Θέατρο του Άλλοτε και τη Βαρβάρα Δουμανίδου;
Με τη Βαρβάρα δουλέψαμε μαζί στα ‘’Κόκκινα Φανάρια’’, μια παραγωγή του Θεάτρου του Άλλοτε πίσω στο 2018 όπου έγραψα τη μουσική και ενσάρκωνα κι έναν μικρό ρόλο.
-Μίλησέ μας για την παράσταση “1958’’, πώς γεννήθηκε η ιδέα;
Η ιδέα εκκολάφθηκε πριν 6-7 μήνες όσο έμενα στο Παρίσι. Όταν πέθανε ο Μίκης, το 2021 ζούσα στην Αγγλία. Και θυμάμαι τότε, παρέμεινα σιωπηλός πολλές μέρες, μετέωρος. Δεν πρόλαβα, δεν κατάφερα να τον πενθήσω όπως ήθελα. Μετά από λίγες μέρες μίλησα στο τηλέφωνο με τον εγγόνο του το Μίκη για να τον συλλυπηθώ και με μεγάλη δυσκολία έβγαινε η φωνή μου. Αυτό το έργο, είναι η δική μου εξόδιος.
Τώρα ενσαρκώνω μια στιγμή της ζωής του και λειτουργώ ως ζώσα μνήμη καταθέτοντας το σώμα και τη σκέψη μου.
Με προκαλεί αυτή η σχέση με το χρόνο μέσα από την εσωτερική πάλη ενός δημιουργού. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι το φθαρτό ανθρώπινο σώμα φωτίζεται από τη λάμψη του απείρου που κυριαρχεί την τέχνη κι ο δημιουργός ζει ολόκληρος μέσα στην αντίφαση αυτή.
Χωρίς συναισθηματισμούς και νοσταλγικότητα -ευκολίες δηλαδή- βυθίζω τον εαυτό μου στα ερέβη αυτού του προσώπου μιλώντας εγώ ο ίδιος, μέσα από τη δική του μορφή. Αισθάνομαι ότι η ιδέα ήρθε και μου επιβλήθηκε η ίδια, λες και ήταν πάντα εδώ.
Η Βαρβάρα, που πίστεψε πολύ σε όλο αυτό, σαν έτοιμη από καιρό δόθηκε κι αυτή στο όραμα καθοδηγώντας με σκηνοθετικά. Την ευχαριστώ για αυτό.
-Πώς αισθάνεσαι που θα πρωταγωνιστήσεις και θα υποδυθείς μια τόσο σημαντική προσωπικότητα, αυτή του Μίκη Θεοδωράκη; Πως τον προσέγγισες;
Μια υποχρέωση που ένιωθα πως είχα προς σε ότι σημαίνει για μένα.
Τον προσεγγίζω με τόλμη, θάρρος και γνώση, αφημένος στο δέος της απλότητας του χαρακτήρα του.
Είναι ένα έργο που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες. Τι πιστεύεις πως θα αποκομίσει ο θεατής νεαρής ηλικίας παρακολουθώντας την παράσταση, τι θα μάθει περισσότερο για τον μεγάλο Συνθέτη μέσα από το έργο;
Ότι η απεριόριστη αγάπη για αυτό που κάνεις, και η συνέπεια ζωής και έργου μπορεί να φωτίσουν το δρόμο προς μια διάπυρη ζωή. Θα δει ένα άνθρωπο που έμεινε για πάντα νέος μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Που θαύμαζε, εμπνεόταν και είχε χιούμορ ακόμη και μπροστά στο θάνατο τον ίδιο. Ένα μεγάλο ‘’παιδί΄΄που είτε μιλούσε με το Φιντελ Κάστρο είτε με έναν έφηβο δινόταν με πάθος στη συζήτηση με ακόρεστη περιέργεια .
Κι αν στη νιότη βρίσκεται μια ζωτικότητα που μπορεί να κατακτήσει τα πάντα, ας μην αρκούμαστε σε μια φιλολογία άνευρων αποδομήσεων που τελικά στενεύουν την ίδια τη ζωή. Ο Μίκης είναι ο δημιουργός του ανοίγματος.
-Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις έναν μουσικό – θεατρικό μονόλογο, νομίζουμε για πρώτη φορά;
Ναι, για πρώτη φορά. Είναι δύσκολο αλλά λιγότερο δύσκολο από το να αντισταθείς στην ανάγκη να γράψεις και να γίνεις αυτό που γράφεις. Το στοίχημα της ενσάρκωσης παραμένει κυρίαρχο.
-Πιστεύεις πως σήμερα έχουν εκλείψει τέτοιες μεγάλες μορφές σαν τον Μίκη Θεοδωράκη απ την πατρίδα μας;
Τα πάντα είναι εδώ, αρκεί να τα φωτίσουμε
-Ποιο μήνυμα θα’ θέλες να πάρει μαζί του το κοινό μετά την παράσταση;
Αν μπορεί φεύγοντας να κρατήσει μαζί του ένα ποίημα του Μίκη (το οποίο ακούγεται μέσα στην παράσταση) αυτό θα με ικανοποιούσε αρκετά.
‘’Να μάθεις να περιμένεις.
Και να περιμένεις πάντα μαθαίνοντας.
Και πάντα περιμένοντας να ελπίζεις.
Και πάντα ελπίζοντας να περιμένεις μαθαίνοντας την πίκρα.’’
- Ένα μνημείο/χώρος/στέκι της Θεσσαλονίκης που ξεχωρίζεις; Το Μπερλιν
- Τι σου τη «σπάει» στη Θεσσαλονίκη; Οι γκρινιάρηδες που πουλάνε ακριβά την αρνητικίλα σαν είδηση.
- Με τι διασκεδάζεις εκτός από τη μουσική; Με το να παρατηρώ ανθρώπους να λένε περισπούδαστα κοινοτυπίες.
- Μια κινηματογραφική ταινία που δεν ξεχνάς ποτέ; ’Μια αιωνιότητα και μια μέρα’’ του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
- Ένα χόμπι που κάνοντας το ξεχνιέσαι; Δε θα έλεγα ότι έχω κάποιο χόμπι…
- Ένα ταξίδι που έκανες και ακόμη το νοσταλγείς; Το τελευταίο μας τουρ με έναν φίλο. Με το αμάξι από τη Φλώρινα ως την Πάτρα.
- Το μεγαλύτερο σου προτέρημα; Η σιγουριά ‘’σαν να τα ξέρω όλα’’.
- Το μεγαλύτερό σου ελάττωμα; Το ότι δεν τα ξέρω τελικά.
- Αγαπημένη καθημερινή συνήθεια; Χορεύω για λίγο μόνος όταν ξυπνήσω.
- Με τι βαριέσαι ως συνήθως; Με το ίδιο πράγμα το οποίο περιέργως με εξιτάρει κιόλας. Με το να εξηγώ.
- Μια αδυναμία που δεν μπορείς σχεδόν ποτέ να αντισταθείς; Το ότι στιγμιαία συγχωρώ το οτιδήποτε όταν προέρχεται από ένα όμορφο πρόσωπο.
–Ποια τα όνειρα του Πέτρου Σατραζάνη για το μέλλον;
Μου έρχεται στο νου η ατάκα από το ‘’Μια αιωνιότητα και μια μέρα’’ του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
-Πόσο κρατάει το αύριο;
– Μια αιωνιότητα και μια μέρα…
ΑΥΛΑΙΑ
«Μίκης Θεοδωράκης 1958» του Πέτρου Σατραζάνη.
Πρεμιέρα: Παρασκευή 25/04, 21:00
Το έργο μάς μεταφέρει στο Παρίσι του 1958, όταν ο νεαρός συνθέτης, ζώντας ήδη τέσσερα χρόνια στη γαλλική πρωτεύουσα, δημιουργεί τον Επιτάφιο σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Αναζητώντας διέξοδο από τις τραυματικές εμπειρίες της φυλακής και των βασανιστηρίων στην Ελλάδα, συνθέτει μέσα σε λίγες ώρες ένα έργο που θα αλλάξει την ελληνική μουσική, γεφυρώνοντας το λαϊκό με το λόγιο, το τοπικό με το οικουμενικό.
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δουμανίδου. Ερμηνεύουν: Πέτρος Σατραζάνης.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 25, Σάββατο 26 Απριλίου στις 21:00, Κυριακή 27 Απριλίου στις 20:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ